29.4.08

ΜΟΝΑΔΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΚΡΗΤΗΣ

ΧΩΡΟΣ ΤΡΥΦΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΥΣΤΕΡΟ ΒΛΕΜΜΑ
…μαζί με μια μικρή υπόγεια κρύπτη




φωτο.Odyss

Ένα οικόπεδο -ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο- στις παρυφές της παλιάς πόλης, κοντά σε μια από τις δυο βασικές αρτηρίες εισόδου στην πόλη. Ο ακάματος ζήλος ενός ιερέα ποιητή που γράφει και αφιερώνει χάι κου και μια κινητοποίηση ανθρώπων πολύχρονη συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία μιας εγκατάστασης που φανερώνει το περίσσευμα της συλλογικής έγνοιας.
Πριν από χρόνια εξόριζαν τους διαφορετικούς σε ξερονήσια, έστηναν γκέτο για τους πάσχοντες ή κολαστήρια για όσους βίωναν την εσχατιά της ανθρώπινης κατάστασης. Στίβαζαν τους γέρους σε παραπήγματα ή τους φυλάκιζαν σε ιδρύματα χωρίς μια στάλα φως που δεν ήταν βέβαια καλύτερα από τα τσαντίρια μες στη λάσπη που ζουν ακόμη και σήμερα οι κάθε λογής πλάνητες και τσιγγάνοι της λάμπουσας Ευρώπης. Η Σπιναλόγκα των λεπρών έκλεισε το 1957 αλλά εμείς εξακολουθούμε με πολλούς τρόπους να επαναθεμελιώνουμε πολλές σπιναλόγκες κάθε τόσο μέσα μας.
Η μονάδα αυτή υπήρξε μια εξαιρετική ευκαιρία για μια μαθητεία και προσωπική σε όλα εκείνα που εξακολουθούν να συνθέτουν τους καθημερινούς αποκλεισμούς που στοιχειώνονται πάνω στην αδιαφορία και την προκατάληψη. Θυμάμαι στα πρώιμα διαβάσματά μου τη γοητεία που ασκούσε πάνω μου ο ξενώνας ηλικιωμένων του 'Αλβαρ 'Ααλτο όχι μόνο για τη μοναδική του αρχιτεκτονική αλλά κυρίως γιατί αντιπροσώπευε το κτίσιμο μιας ιδέας για τον «άλλο», για τους ξεχασμένους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.

Ηeike Poelmann-Pothou /Τρίπτυχο στο χώρο εισόδου,μεικτή τεχνική ,2007
Μια μεγάλη αυλή στραμμένη στην ανατολή για να μπαίνει άφθονο πρωινό φως και να διώχνει τη θλίψη, άνετοι και εύκολοι χώροι για τις κινήσεις κάθε είδους, ένας χώρος κοινής δραστηριότητας κοντά και πάνω στην αυλή, πολλές ράμπες και χρώματα φωτεινά και γενναιόδωρα ,μια ελάχιστη συμβολή του σχεδιασμού σε αυτούς που γέννησαν τον κόσμο μας. Και μια μικρή εκκλησία σαν κρύπτη σχεδόν που μόλις και διακρίνεται ο θόλος της στη μεγάλη αυλή -ανοικτό θέατρο συμβάντων- τόπο για να σμίγουν οι ένοικοι με την κοινότητα. Μια υπέροχη μικρή συλλογή από έργα τέχνης χαρισμένα από καλλιτέχνες ντόπιους να γεμίζει τους χώρους, κοντά σε μια διαρκή αλήθεια που μόνο αυτή μπορεί να εκφράζει .«…Η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος κάτι να γνωρίσουμε..» (Ν.Εγγονόπουλος)
Odyss 29.4.08

22.4.08

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Η ώρα των κρίνων και η ευωδία των λεμονανθών
της πασχαλινής μετάβασης ,ως θριαμβική κυριαρχία
της ζωής και μοναδική παραμυθία

στο σπαραγμό της θνητότητας



Η μυροβόλος ευωχία της άνοιξης και η οσμή της γονιμοποιού
γύρης που παρασυρμένη από την ορμή του αγέρα μετασχηματίζει
την ακίνητη δύναμη της εν σπέρματι ζωής σε οργανική έκρηξη
ορίζοντας το σχήμα μιας ατέρμονης δημιουργικής αλληλουχίας
και καταλύοντας τη χειμέρια νάρκη της ύπαρξης, συναντά τους
ακατάλυτους συμβολισμούς της στην ακολουθία του Θείου Πάθους
και τη μετάβαση από το θάνατο στη ζωή...Καλό Πάσχα
Οdyss 22.04.08

21.4.08

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΣΑ

ΤΟ ΙΕΡΟ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
από τη μικρή περίκεντρη επιτομή
ενός λατρευτικού χώρου
στην εποπτεία του κοσμικού χάρτη
ως τις εσχατιές του βλέμματος



φωτο.Erieta Attali
Όταν για μια φορά, σπάνια στην προσωπική εμπειρία, έχει κανείς τη δυνατότητα να σχεδιάσει και να κτίσει ένα τόπο λατρείας η κινητοποίησή του φτάνει στα όρια μιας οριακής ενδοσκόπησης. Ο χώρος μιας εκκλησίας δεν είναι ένα κτίριο για τα λατρευτικά γεγονότα μιας ομήγυρης αλλά τόπος συμβίωσης και συμβάντων της τοπικής ανθρώπινης κοινότητας. Οι μόνες σταθερές είναι ο άχρονος κόσμος, στα χωρίς εσχατιές όρια του και η πεπερασμένη ματιά του επίγειου βλέμματος που συμμορφώνεται στα σχήματα, τα μεγέθη και τις κλίμακες του τόπου και του τοπίου ολόγυρα.

Στην άκρη του οικισμού της Κριτσάς, ιστορικού κέντρου μιας μεγάλης γεωγραφικής ενότητας με άλλες 50 εκκλησίες, κτίσθηκε ο Άγιος Ραφαήλ. Στην παλιά γειτονιά τις Κουκίστρες με το φαράγγι του Χαβγά στο βορρά και τον κάμπο με τα λιόφυτα απλωμένο στα πόδια ίσαμε εκεί που καλύπτει τα πάντα η αχλύς θάλασσας και τα βουνά του μακρινού ορίζοντα. Δίπλα στα περιβόλια με τις νερατζιές και τα ευωδιαστά άνθη, μικρές καθημερινές απαντοχές μιας κοσμικής αύρας που δονεί τις υπάρξεις για να αντέχουν στο χρόνο.

φωτο.Εrieta Attali
O 'Αγιος Ραφαήλ είναι μια περίκεντρη μικρή εκκλησία που συναιρεί τις προσλήψεις του Αρχιτέκτονα από μια μεγάλη κτισμένη παράδοση που υπάρχει στην περιοχή και διασώζεται ακόμη. Από την Παναγία την Κερά, τρίκλιτη βασιλική των υστεροβυζαντινών χρόνων με τοιχογραφίες που διατηρούν ατόφια τη σμαραγδένια λάμψη τους ίσαμε το μικρό κατάγραφο ναϊσκο του Καββουσιώτη με το αρκοσόλιο και τον Αφέντη Χριστό στο οροπέδιο του Καθαρού, ο ναοδομικός πλούτος της Κριτσάς αποτυπώνει στο χώρο της τη μακρά διάρκεια μιας πολύχρονης κατοίκησης ιδιαίτερα σημαντικής σε επιρροή στη φυσιογνωμία της περιοχής της.

Την ίδια ώρα υπάρχει πάντα στο υπόστρωμα το αστείρευτο απόθεμα μιας ναϊκής αρχιτεκτονικής παράδοσης που περικλείει ισότιμα τις διηγήσεις του ελάχιστου «παραπαίοντος και μορφολογούντος» θαλασσοδαρμένου ιερού στο Αιγαίο, της μνημειακής και ακατάλυτης υπερχιλιόχρονης Αγίας Σοφίας στην Πόλη και όλων των μοντερνικών μεταγραφών και αναζητήσεων του κόσμου από τον ‘Ααλτο και το Μπότα ίσαμε τον Στίβεν Χόλ και τον Ταντάο Άντο.

H σχέση με τα μεγέθη των μικρών ανώνυμων κτισμάτων της απλής αυτής γειτονιάς, η παρουσία ενός υπέροχου φυσικού φαραγγιού δίπλα και οι οπτικές φυγές στον κοντινό οικισμό και το μακρινό κόλπο του Μεραμπέλλου - με τα Σητειακά βουνά να ιχνογραφούν τον ορίζοντα- αποτέλεσαν σημαντικές παραμέτρους για την ερμηνεία της στοιχείωσης ενός ιερού χώρου στο περιβάλλον του και το τοπίο. Από τη θεμελιώδη Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό ίσαμε τη Σιμωνόπετρα και τη Νotre Dame του Λε Κορμπυζιέ η συμβολή του τοπίου στο συντακτικό της αρχιτεκτονικής είχε πάντα καταστατικό χαρακτήρα.
Odyss 21.4.08

15.4.08

"παρά θιν΄αλός"

...εκεί που οι κινήσεις μας σμίγουν το κύμα

ΣΚΑΛΑ / ΔΡΟΜΟΣ
ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ 'Η
ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ
ΘΩΠΕΙΑ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ
ΜΑΚΡΙΑ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ




'Aγιος Νικόλαος στην Κρήτη. Μια πόλη με σκάλες. Μικρές και μεγάλες. Με αναπτύγματα που ποικίλουν. Με ύψη απότομα και πιο ήπια. Όλοι σχεδόν οι δρόμοι που οδηγούν στη θάλασσα στην αρχή ή κάπου στη μέση ή στο τέλος τους, θα γίνουν σκάλες. Σκάλες – δρόμοι. Σκάλες της πόλης. Δημόσιοι χώροι. Δρόμοι της πόλης πάνω σ’ ένα πυκνό καμβά μικρών και μεγάλων διαδρομών.

Μια πόλη μ’ ένα δίκτυο κοινόχρηστων χώρων όχι ανάλογο με το μέγεθός της. Με πολλές, μικρές όμως, αποτμήσεις, «ρέλια» δημόσιου χώρου. Κι ανάμεσα σ’ αυτά ,ξεχωριστά, τα κομμάτια – σκάλες. Οι πιο πολλές δεν έχουν γίνει ακόμη. Υπάρχουν δρόμοι προς τη θάλασσα που χρειάζονται μια σκάλα για να μπορέσουν οι κινήσεις μας να σμίξουν το κύμα.

Ο Άγιος Νικόλαος είναι μια μικρή πόλη με το έπος του φυσικού περιβάλλοντος να διασώζει ακόμη το τοπίο. Μαγική η σχέση της πόλης με τη θάλασσα και τα γύρω βουνά και νησιά. Εκεί στο βάθος του ορίζοντα των Σητειακών οριζόντων ανατέλλει ο ήλιος και το γυμνό φεγγάρι τ΄Αυγούστου. Αυτή την αίσθηση αναζητώντας κι αναδεικνύοντας, γεννήθηκε αυτή η «σκάλα της πόλης». Ένας δρόμος προς τη θάλασσα εκεί όπου απέναντι αγναντεύει κανείς το νησί των Αγίων Πάντων. Η σκάλα «παρά θιν΄αλός». Ετσι ονομάστηκε. Υπάρχουν ακόμη πολλές σκάλες-διαδρομές στο δημόσιο χώρο που περιμένουν αυτούς που θα μας δώσουν τη δυνατότητα να τις περπατήσουμε, να αγγίξουμε με το βλέμμα ,να μετρήσουμε με το βηματισμό τη γοητεία μιας αναπάντεχης συνάντησης... 'Οπως εκείνες που μπορέσαμε μέχρι τώρα να κτίσουμε...

Υπάρχουν σκάλες – δρόμοι της πόλης που περιμένουν τον "Αρχιτέκτονα"...

Odyss 15.4.08

9.4.08

Hanna Dorothea Ganz Friedrich Hof

1944/2008


Φεστιβάλ touch 2004,'Αγιος Νικόλαος Κρήτης /φωτο. odyss

Οι εκλάμψεις των εικόνων
στο κατώφλι μιας σκοτεινής ηπείρου

Το καλοκαίρι του 2003 γνώρισα τη Hanna, με αφορμή την ατομική της έκθεση στη δημοτική πινακοθήκη Αγίου Νικολάου, τότε που το ξεκίνημα μιας εικαστικής κινητικότητας που έλειπε από την πόλη, έδειχνε πως δεν μετρά το μέγεθος ενός τόπου αλλά αυτό που χρειάζεται κυρίως είναι η έγνοια για τη γνωριμία και την επαφή με δραστηριότητες που δεν υπάρχουν καθημερινά στο συνηθισμένο μας ημερολόγιο.

Η Hanna μια μικροκαμωμένη ύπαρξη, γεννημένη κάπου στη Γερμανία –ποτέ δεν τη ρώτησα που- μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση .΄Ενα οξύ παιχνιδιάρικο κάποιες στιγμές βλέμμα ,λόγια ανακατεμένα με γερμανoπρόφερτες αγγλικές λέξεις και γερμανικά και μια μικρή –ελάχιστη δόση ελληνικών , όπως «καλημέρα» και μέχρις εκεί. Ντυμένη σε σκούρα , κυρίως μαύρα ρούχα , με εμμονή στο αγαπημένο της μπλε και σε λίγα καφετιά, η Hanna ήταν η επιτομή της υποψιασμένης κομψότητας, μ’ ένα αέρα ολοφάνερα διεθνικό , αυτή μια ζωγράφος ,καλλιτέχνης, πολίτης του κόσμου, που καθόλου δεν της άρεσε να προβάλλει τις ιδιαιτερότητές της παρά μόνο αυτή – της ζωγράφου που επιμένει να δουλεύει ακάματη, πάντα αυστηρή με τις όποιες παρεκτροπές και «αφέλειες» που κυριαρχούν στον εικαστικό χώρο.Για την Hanna, η ζωγραφική ήταν η αγαπημένη σχόλη της καθημερινότητας της αλλά όχι μόνο.Η Hanna ήταν ένας homo universalis.

Η προσωπική της έκφραση- στη φάση που εγώ τη γνώρισα -είχε κατακτήσει ένα βαθμό ωριμότητας που μερικές φορές μου δημιουργούσε μια αναστάτωση που δεν μπορούσα να επεξεργαστώ.Το βλέμμα της διερευνητικό, η ματιά της μειλίχια αλλά με μια οξύτητα σπάνια για κάθε τι καλλιτεχνικό, δημιουργούσε συνεχώς μια διείσδυση στις παρυφές ενός απροσπέλαστου και δυσερμήνευτου –σχεδόν κρυπτικού- κόσμου, όπου οι πρωτότυπες ενσταλλάξεις στον καμβά της ύπαρξης συναντούσαν τις πιο ακραίες εκδοχές της σκοτεινής ύλης που κρατά το σύμπαν σε ένα αέναο και ακατάρριπτο στροβιλισμό. Οι οργανικές της μορφές σχεδόν σαν από νυστέρι ένος ανατόμου, που πάντα μου θύμιζαν τις πρώιμες μνήμες της γνωριμίας με τα σχέδια ενός μεγαλοφυούς καλλιτέχνη του Leonardo da Vinci και η ολοένα και πιο φανερή κατάδυσή της στο σκοτεινό βάθος μιας πικρής και ίσως πεσιμιστικής αναδίπλωσης – που όλο και κυριαρχούσε τα τελευταία χρόνια – μου έφερνε στο νου τους αγαπημένους της στίχους της τραγικής Αυστριακής ποιήτριας ΄Ιγκεμπορ Μπάχμαν. Στίχους της οποίας από το ποίημα «Αγάπη: Σκοτεινή ήπειρος» διάλεξε η Hanna για τον κατάλογο της πρώτης της έκθεσης (Ιούλιος 2003) προτρέποντάς με μάλιστα να τους μεταφράσω από τα αγγλικά, με τη βοήθεια της ΄Ινγκας Forward–Πεδιαδίτη, επιθυμία της που τελικά πραγματοποιήθηκε βυθίζοντάς μας στο απύθμενο ρήγμα μιας ποίησης που τώρα – μετά από πέντα χρόνια- όταν ανέτρεξα και πάλι , μπόρεσα να κατανοήσω πόσο αυτοβιογραφική ήταν και για την ίδια.

Θυμάμαι όταν πέθανε η Μαρία Κάλλας το 1977, τον Παύλο Μάτεσι να γράφει στην τελευταία σελίδα του ημερήσιου «Βήματος» πως «..δεν πέθανε μια μουσικός αλλά ή ίδια η μουσική…».Δεν ξέρω γιατί μου κινήθηκε αυθόρμητα αυτός ο συνειρμός, όταν έμαθα τον τραγικό χαμό της Hanna, μια μέρα του Μάρτη του 2008, λίγες μέρες μετά τον ερχομό της ΄Ανοιξης. Δεν ξέρω αν άρεσε στη Hanna , το πέρασμα των εποχών και οι αλλαγές που φέρνουν στον καιρό καθώς διαδέχονται η μια την άλλη, προσθέτοντας χρόνους και ίσως βάσανα και πάθη στις ανθρώπινες υπάρξεις.

Η Hanna δεν ήταν ένας άνθρωπος της ευκολίας.Η γενναιοδωρία της είχε να κάνει με την καθαρότητα που έχουν τα κρύσταλλα και τα καθάρια νάματα που μπορεί να συναντήσει κανείς όταν καταδυθεί στο βάθος της ψυχής ενός παιδιού, εκεί που όλες οι συρμές είναι γάργαρες και η αθωότητα είναι καταστατική ιδιότητα και όχι εγκεφαλική ανακάλυψη. Δεν γνώρισα ποτέ άνθρωπο σαν τη Hanna, που να είναι τόσο συνεπής στην αναζήτηση της αξίας και του νοήματος της τέχνης της και την ίδια ώρα να είναι τόσο ευαίσθητος πυκνωτής και πομπός ενός τόσο σπαρακτικού φορτίου,σαν την ίδια μας την ύπαρξη. Ο σωματικός και ο πνευματικός χαρακτήρας στη δουλειά της ήταν αδιαίρετος και δεν δίσταζε να μετατρέπει το βάρος και το άχθος ενός πάσχοντος σώματος σε ακτινοβόλο σπινθήρα μιας υπέρτατης συμπαντικής έκρηξης. Η Hanna ήταν ένα supernova. Ένας καινοφανής αστέρας που πυρπολείται, φωτίζοντας το έρεβος και μετατρέποντας τη διαδρομή της σ’ ένα φωτεινό ίχνος στον ουρανό της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Σαν μια άλλη Φρίντα (Κάλο) κι αυτή, κατάφερε να δαμάσει το φυσικό πόνο και τα ανεξίτηλα σημάδια των ήλων που τη διαπερνούσαν στη σπονδυλική στήλη και να τα μετατρέψει σε χαράξεις και ανεπανάληπτα σημάδια μιας μυστικής ζωγραφικής συμφωνίας που ανακαλύφθηκε ίσως κάτω από τους προαιώνιους αρκτικούς πάγους, βαθιά μέσα στα απάτητα παρθένα δάση των τροπικών ,στο κέντρο της ίδιας της γης με το διάπυρο μάγμα που διατηρεί τη ζωή ή στους αστερισμούς του πιο λαμπρού γαλαξία και της πρωταρχικής αόρατης ύλης που συνέχει τον κόσμο από την ώρα της πρώτης μεγάλης του έκρηξης.

Η Hanna δεν πέθανε.’Εγινε αστέρι στον ουρανό , έγινε ένα μικρό κομμάτι αστρικής σκόνης , επέστρεψε στην πιο καταστατική και αιώνια στοιχείωση που μας επιφυλάσσει μια αναπότρεπτη κοινή μοίρα ,ένας σιγαλός κοσμικός ψαλμός που θα δοξολογεί στις εσχατιές του χρόνου τη ματαιότητα αλλά και το μεγαλείο της αλήθειας της ύπαρξης.


Οι γυναικείοι κορμοί της Hanna ,στο φεστιβάλ Touch του 2004, θυμάμαι ακόμη , τυλιγμένοι στην προστατευτική γάζα που απαλύνει τον πόνο, σαβανωμένοι ή με τις πάνες μιας κυοφορίας και μιας γέννας που αέναα εναλλάσσεται στην διάρκεια του χρόνου, αποτελούσαν το πιο συγκλονιστικό καλλιτεχνικό της θεώρημα , που έμοιαζε να μη συντονίζεται κατά κανένα τρόπο με τον εικονογραφικό «θόρυβο» που αναπτύσσονταν γύρω της αρνούμενος να συντονιστεί ή αδύναμος ακόμη και να κατανοήσει το λιγόλογο σπαραγμό της που έμοιαζε με μια μυστική προσευχή.΄Εναν από τους πίνακες αυτούς , αγοράζοντας από τη Hanna( ναι, η τέχνη όταν είναι μονάκριβη μπορεί να πληρώνεται κιόλας) έχω από τότε στη δική μου μικρή προσωπική συλλογή, πολύτιμο απόκτημα και μαζί εκκωφαντική θραύση της σοβαροφάνειας και της μετριότητας των εικόνων που καθημερινά μας περιβάλλουν.

Η Hanna δεν ήταν όμως μόνο η ζωγράφος.Ήταν και περφόρμερ , μίμος , αφηγητής και ηθοποιός μιας προσωπικής πάντα διήγησης που ξεκινούσε και κατέληγε στο δικό της πραγματικό – ή εγκεφαλικό – δεν έχει σημασία , μοναδικό σύμπαν. Η Hanna στο κέντρο ενός κόσμου -του δικού της – και μια αέναη κίνηση προσώπων , ιδεών, γεγονότων γύρω από αυτή τη σπαρακτική παρουσία , που αρνούνταν πάντα να υποταχθεί. Μόνο η γνωριμία με τη Hanna , μπόρεσε να αποενοχοποιήσει την αντίληψή μου για το «απόλυτο» και τώρα που έφυγε θαρρώ πως η μνήμη της θα αποτελεί για μένα μια διαρκή αφετηρία για τη νοσταλγία του.

Η Hanna ήταν ένας «αναγεννησιακός» άνθρωπος.Μορφωμένη βαθιά , συγκροτημένη και ευαίσθητη στο βαθύ αίτημα του ανθρώπου για ελευθερία και αυτοδιάθεση κυρίως προσωπική , δεν δίσταζε να αυτοσαρκάζεται και να στηλιτεύει τη γερμανική οργανωτικότητα και έπαρση, μιλώντας πάντα με δίκαιο και απροκατάληπτο τρόπο για τους παλιούς και τους «νέους» ναζί του κόσμου μας και αρνούμενη πάντα να συμβιβαστεί με τις όποιες υλικές απολαύσεις και κυρίως με την εξαθλίωση των εξουσιών που στρέφονταν πάντα εναντίον και υπονόμευαν την πρωταρχική ουσία και την αξία των ανθρώπινων υπάρξεων.Η βαθιά αντεξουσιαστική της διάθεση και η κατανόησή της και η λύπη της για το «θάνατο ενός αναρχικού» υπήρξαν ένα από τα θέματα που ανέδειξε με την εικαστική της κατάθεση , εκθέτοντας στη Γερμανία στο παρελθόν ,σε μια εποχή που η υστερία των νεοσυντηρητικών φαιοχιτώνων είχε αρχίσει να ανακτά πάλι το πάνω χέρι, ξεπερνώντας τις ακατάλυτες ενοχές του αιματηρού παγκόσμιου πολέμου. Η Hanna ήταν αντιναζί και αντιφασίστας, όχι κατά δήλωση αλλά με το έργο και τη συγκλονιστική εικονογραφική της έμπνευση που αρνιόταν επίμονα πάντα να υποταχτεί στην κυριαρχία του θεάματος και κυρίως να ενσωματωθεί σε μια ένοχη σιωπηλή συνενοχή με τις κάθε λογής αυθεντίες.

Η Hanna είχε τη λεπταίσθητη ακρίβεια ενός χειρούργου, πράγμα που είχε υποστεί και η ίδια πάνω στο ταλαιπωρημένο της σώμα και τη γοητευτική εικαστική γραφή ενός μεσαιωνικού ΄Αραβα μινιατουρίστα ή ενός γιαπωνέζου πολεμιστή που συνταίριαζε πάντα με μαγικό τρόπο την καλλιγραφία και τις πολεμικές τέχνες ,ως αδιαίρετη όψη ενός κοινού οράματος για την ύπαρξη.Με φοβερή θυμούμαι περιέργεια, που μετατράπηκε αργότερα σε ένα διαρκή θαυμασμό, προσπαθούσα να ανακαλύψω με τη δύναμη ενός μεγεθυντικού φακού, τις αχνοδουλεμένες και λεπτεπίλεπτες αδιόρατες γραμμές του ζωγραφικού υφαντού που ύφαινε πάνω στο στιμόνι της ύπαρξής της, δημιουργ΄ωντας ένα μύθο βαμμένο με τα πιο ανεξίτηλα σκουρόχρωμα και αναπάντεχα χρώματα μιας θείας βαφής. Η Hanna ήταν προικισμένη και μύστης μιας τέχνης που δεν κατακτάται , δεν διδάσκεται , δεν κωδικοποιείται.Υπήρξε δασκάλα που δίδαξε και έκανε δυο γιους που σύμφωνα με το συγκλονιστικό βιογραφικό της το 2003,είναι εκείνοι που όταν θα φύγει θα αποδεικνύουν πως υπήρξε και πέρασε και αυτή απ’ αυτή τη ζωή.

Η Hanna ήταν μια τραγική φιγούρα , όπως και όλοι εκείνοι που έμελλαν να μπουν στο εικονοστάσιο των προσωπικών μου Αγίων και να καθαγιάζουν με το πέρασμά τους από τούτη τη γη, την μόνη παρηγοριά που απέμεινε ως απάντηση στην ανθρώπινη θνητότητα. Τον έρωτα και την τέχνη. «Η Τέχνη θέτει εν έργω την αλήθεια των όντων» διατύπωνε με το εύρος ενός τεράστιου διανοητικά ανθρώπου ο Μάρτιν Χάϊντεγγερ, ο μέγιστος φιλόσοφος του 20ου αιώνα και «η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος κάτι να γνωρίσουμε» έγραφε στα τέλη του αιώνα ο ποιητής και ζωγράφος Ν.Εγγονόπουλος . Η Hanna δεν άντεξε να μείνει πια μαζί μας ή διάλεξε να φύγει μ’ ένα τρόπο που επέλεξε στην Κρήτη….. την κοινή μοίρα μας…Καλό ταξίδι Hanna…Σ’ ευχαριστούμε που υπήρξες για μας και συγχώρεσέ μας που δεν μπορέσαμε –εν τέλει- να σε κατανοήσουμε όσο θά' θελες κι η ίδια…

Odyss 9.4.08

5.4.08

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΄Η Η ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΝΟΣ ΚΡΙΤΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Με αφορμή το σχολιασμό μιας διαδρομής
στο μουσείο του Άρη Κωνσταντινίδη στα Γιάννενα
ο Δημήτρης Φιλιππίδης επιχειρεί μια κατάδυση
στο συμβολικό βάθος της ίδιας της ύπαρξης

Το κτίριο του αρχαιολογικού μουσείου στα Γιάννενα αποτελεί μια από τις κορυφαίες κατά τη γνώμη μου διατυπώσεις του ελληνικού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού και κατέχει ξεχωριστή θέση στην αστική γεωγραφία της πόλης, κέντρου και πρωτεύουσας μιας ιδιαίτερης περιφέρειας που πλουτίζεται με μια μοναδική αλληλουχία φυσικών τοπίων και ανθρωπογενών στοιχειώσεων του κτισμένου…
Ο Άρης Κωνσταντινίδης σχεδίασε και έκτισε στα τέλη της εμβληματικής δεκαετίας του 1960, ένα κτίριο που είχα την εμπειρία να δω από κοντά το 2005 σε μια φάση εργασιών επισκευής και προσθήκης που είχε τότε κινητοποιήσει την αρχιτεκτονική κοινότητα του τόπου ή τουλάχιστον εκείνη που εξακολουθεί να υπερασπίζεται την κληρονομιά του μοντερνισμού και επιχειρεί κατά καιρούς να αποτρέπει με όσα μέσα διαθέτει τη δήωση και τη σταδιακή εξαφάνιση των πιο αξιόλογων δειγμάτων της.
Το κτίσμα, μια «δωρική» και απόλυτα αυτονόητη εικονογραφική οντότητα στέκει πάντα αγέρωχο με φόντο τις χιονισμένες κορυφές του τοπίου. Εμφανές (βαμμένο) σκυρόδεμα και ντόπια πέτρα στις πληρώσεις, μακρόστενοι φεγγίτες στις πλαστικές εξάρσεις του γραμμικά αναπτυγμένου κτιριακού όγκου και οι περίφημοι ενδιάμεσοι ( τότε στην αρχή) ημιυπαίθριοι χώροι μικρές στάσεις και μεταβατικές αναπνοές –ανασυστάσεις σε ένα διαρκές πέρασμα που αναπτύσσεται πιασμένο από την άκρη του μίτου μιας αφήγησης που διηγείται το παρελθόν, με τα σπαράγματα της απτικής μνήμης του τόπου που μαρτυρούν και ιχνογραφούν ταυτόχρονα τα περιγράμματα του κοινού βίου των ανθρώπων του σε μιαν αλλοτινή εποχή.

φωτο. odyss /ιούνιος 2005
Η πρόσληψη του κτισμένου χώρου στα κτίρια του Άρη Κωνσταντινίδη είναι μια υπόθεση που έχει σχέση με τους προσωπικούς μύθους του καθενός αλλά αναμφίβολα μεταγράφει και το στοιχείο της δόνησης που προκαλούν οι φανεροί και οι κρυμμένοι κυματισμοί της έμπνευσης ενός αληθινού δημιουργού. Η ολοκλήρωση της φυσικής επαφής με αυτή την επιτομή μιας μοντέρνας αρχιτεκτονικής συνείδησης είναι ίσως και το πρόκριμα για το διανοητικό παροξυσμό στον οποίο σε υποχρεώνει στη συνέχεια το κείμενο του Δημήτρη Φιλιππίδη από το βιβλίο « Πέντε δοκίμια για τον Άρη Κωνσταντινίδη» (ένα μικρό αλλά τόσο σημαντικό τόμο των εκδόσεων libro του 1997) που περιέχει μερικά από τα πιο ρηξικέλευθα κριτικά σημειώματα που έχουν γραφεί για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική από το οξύ βλέμμα ενός βαθιά καλλιεργημένου ανθρώπου και δασκάλου που έχω προσωπικά δια βίου την ευκαιρία να γνωρίζω.
Το κείμενο του Δημήτρη Φιλιππίδη αποτελεί μια εκπληκτική χειρονομία διανοητικής διασύνδεσης και αναγνώρισης της «ομόλογης» φυσιογνωμίας ενός κτισμένου έργου – στην περίπτωση αυτή του μουσείου- όχι μόνο μέσω των φυσικών, ιστορικών ,τοπιογραφικών ή πολεοδομικών παραμέτρων του ιστού που το υποδέχεται αλλά κυρίως μέσω της κατανόησης της ίδιας της συστατικής νοηματικής του συγκρότησης σε ένα εξελιγμένο αφηγηματικό μύθο του «πνεύματος» του τόπου που δεν αρκείται μόνο στην ανασύσταση των σπαραγμάτων της μνήμης και του συλλογικού δέους της ύπαρξης αλλά επιχειρεί να καταδυθεί στα όρια μιας εσωτερικής και σχεδόν μεταφυσικής ενδοσκόπησης. Αυτή χρησιμοποιεί ως υλικό όχι μόνο τα ερεθίσματα της αισθητηριακής καταγραφής των γεγονότων αλλά παρέχει την πρωτοκαθεδρία στις δονήσεις που μόνο η ανθρώπινη ψυχή – πλατωνική ή αριστοτελική εν τέλει δεν έχει σημασία- μπορεί να προκαλέσει στο ταπεινό εποικοδόμημα μιας αναπόδραστα αφιερωμένης στη θνητότητα δοξολόγησης της διαδρομής μας στο χρόνο. Το νεκρομαντείο του Αχέροντα της Δωδώνης με τη φημισμένη συμβολικά και κυριολεκτικά παρουσία του στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Ηπείρου και τα σπαράγματα του αρχαιολογικού χώρου του σήμερα, προσφέρουν το ευδιάκριτο ίχνος πορείας μέσω του οποίου επιχειρείται η ανάγνωση και η ερμηνεία ενός σύγχρονου μοντέρνου κτιρίου που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μέσα από τη μυστική αναλογία που μπορεί να διαμορφώνει στο χρόνο η δυνατή αίσθηση και το μοναδικό ταλέντο ενός μεγάλου Αρχιτέκτονα και δημιουργού που με την παρουσία του καθόρισε κεντρικά τη φυσιογνωμία της ελληνικής αρχιτεκτονικής στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Εδώ τα επιχειρήματα της γεωμετρίας λειτουργούν ως εξάρτημα για την αναζήτηση των κρυφών ,άδηλων ωσμώσεων που μπορεί κανείς να ανακαλύψει στη διάρκεια ενός δυναμικού μετασχηματισμού που δεν περιορίζεται ασφυκτικά στην αντανάκλαση της συνθήκης του τόπου στον καθρέφτη της έμπνευσης αλλά καταφέρνει να αρθρώσει τους όρους μιας μυστικής συμφωνίας και να αναδείξει σε αληθινό έργο τέχνης τη μεταμόρφωση της ίδιας της συνείδησης των «όντων» σε αγωνιώδη διερώτηση για το σπαρακτικό περιεχόμενο της όλης τους ύπαρξης.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλά κριτικά κείμενα με το βάρος που κατέχει στη δική μου οπτική το συγκεκριμένο. Θυμάμαι μόνο πως αντίστοιχη βαθιά εντύπωση μου προκάλεσαν μέχρι τώρα μόνο δυο κείμενα. Το μεσοπολεμικό «Κουτιών εγκώμιο» του νεαρού τότε Ηλία Ηλιού, πρώιμη και θαρραλέα υπεράσπιση του ήθους του μοντερνισμού και της κυοφορίας ενός θαυμαστού καινούριου κόσμου και η γνωστότερη ίσως σε αρκετούς κοινή απόπειρα του Τζούλιο Καϊμη με σχέδια Wrieslander για να γνωρίσει σε ένα ανυποψίαστο –ακόμη τότε- κοινό το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, μυθικό και μαζί τόσο αληθινό επιστέγασμα και κτισμένη αντίληψη του μοναδικού κόσμου ενός ταπεινού ανθρώπου που ήξερε να συνομιλεί με το σύμπαν και την άδηλη ουσία του.
Η γοητευτική εν τέλει «αρχιτεκτονική του κειμένου» του Δ.Φ. για το μουσείο των Ιωαννίνων επιβεβαιώνει και ισχυροποιεί την αντίληψή μου πως προτείνει ότι για να δει κανείς πραγματικά αυτά που αξίζει να μας συγκλονίζουν και προορίζονται να έχουν μια διάρκεια οφείλει κυρίως να έχει ένα ανοιχτό βλέμμα ισότιμα στις ρητές μα και τις άρρητες όψεις του κόσμου και της ίδιας της αρχιτεκτονικής και πάνω απ΄ όλα να διαθέτει μια ισχυρή «εσωτερική» όραση…Με λίγα λόγια το «καταστατικό» αυτό κριτικό κείμενο καταφέρνει να ανασκάψει με λεπταίσθητες και οξυδερκείς χειρονομίες το ιδρυτικό και νοηματικό πρόγραμμα του ίδιου του κτιρίου και να προκαλέσει από μόνο του συγκίνηση που μόνο η «καθαρή ποίηση» μπορεί να προκαλεί ,τη μαγική ώρα που στέκεται άφωνη μπροστά στη εικόνα ενός αληθινού –και εν πολλοίς «αόρατου» – κόσμου που μπορεί να ψηλαφεί μόνο μια συνείδηση απαλλαγμένη από τη λατρεία και τη λαγνική εξέλκωση των περιτυλιγμάτων του σύγχρονου θεαματικού παροξυσμού της αρχιτεκτονικής …

Οdyss 5.4.08