20.8.10

AΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ_Επέτειος # ANTΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ_Καθρέπτης



Με αφορμή ένα σχόλιο της Αγγέλας Καστρινάκη για "Burning houses" *,στη διάρκεια μιας συζήτησης (θέμα για το οποίο θα υπάρξει εκτενής αναφορά προσεχώς)  και αντί άλλου εικονογραφικού υλικού θεώρησα ενδιαφέρον να συνδυάσω τη σημερινή ανάρτηση του εξαιρετικού τελευταίου της ερωτικού διηγήματος "Επέτειος" που δημοσιεύτηκε την Τρίτη 17.08.2010 στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ με τη φοβερή σεκάνς - που πολλοί υποστηρίζουν πως είναι η καλύτερή του- του Αντρέι Ταρκόφσκι από την ταινία του  "Καθρέπτης" (ΖΕΡΚΑΛΟ στα ρωσικά).

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
της Αγγέλας Καστρινάκη

Κατεύθυνε το αυτοκίνητο στην άκρη της εθνικής οδού, στον χώρο στάθμευσης. Έλυσε τη ζώνη, έγειρε μπροστά και αγκάλιασε το τιμόνι. «Άσ’ τα να πάνε!» Είχε συγκρατηθεί τρεις μέρες – όχι, δύο. Αλλά τι μέρες! Τώρα, μακριά από βλέμματα γνωστών και αγνώστων μπορούσε να ξεσπάσει. Με θόρυβο, ασυγκράτητα, με μάτια-βρυσάκια και βρυχηθμούς. Στην πραγματικότητα δεν τα κρατούσε μονάχα δύο μέρες τα δάκρυά της, αλλά κοντά είκοσι χρόνια. Ωστόσο, τα άφηνε να κυλήσουν τούτη τη στιγμή, όταν κατά κάποιον τρόπο ήταν πια “πολύ αργά για δάκρυα”. «Παιδί μου, σοβαρέψου! Ποιος ο λόγος;» Οι νταλίκες που περνούσαν έσειαν το αυτοκίνητο πέρα δώθε. Ωραία βουνά στο βάθος, με χιόνι στην κορφή. Στο διπλανό κάθισμα, η τσάντα της. Και το τηλέφωνο. Η κίνηση ήταν πάρα πολύ απλή. «Όχι», έκανε, «με τίποτα».


Αυτή δεν ήταν ερωτική συνάντηση. Ήταν μια αδέξια παράσταση. Το έργο ήταν καλό, αλλά η παράσταση απέτυχε. Το έργο ήταν πολύ καλό, κάποτε. Όχι όμως πριν τρεις μέρες, ώρα εννιά το βράδυ. Στα χέρια είχε τις οδηγίες, πώς θα ’βρισκε το νέο του σπίτι. Στρίβεις, ανεβαίνεις τα σκαλάκια, δεύτερη είσοδος… Έφτασε ιδρωμένη, παρά το κρύο. Μια ανεπαίσθητη αγωνία στο βλέμμα του, όπως πάντα. Του χαμογέλασε ανασηκώνοντας το φρύδι. Μην παίρνει και πολύ αέρα. Όσο για το σπίτι, «μεγαλειώδες», του είπε λίγο κοροϊδεύοντας. Την ξενάγησε. «Αυτή η βεράντα –τώρα δεν φαίνεται καλά βλέπει ώς τη θάλασσα. Το καλοκαίρι θα καλώ εδώ πέρα». Θα καλούσε εκεί πέρα… Μια τέτοια φράση παρέβαινε τους κανόνες μεταξύ τους: όταν συναντιόνταν, υπήρχε τάχα μονάχα το παρόν και το «οι δυο τους». Γιατί τόση αδιακρισία;

«Τι θα πιεις;» Της έδειξε την πλούσια κάβα του. Σήκωσε τους ώμους. «Ό,τι να ’ναι». Ήταν μια μικρή φιλοφρόνηση -«τώρα με το ουίσκι θα ασχολούμαι;»-, αλλά εκείνος δεν έδειξε να αξιολογεί ιδιαίτερα την αδιαφορία της. Ίσως για να μην παίρνει κι η ίδια πολύ αέρα. Έφταιγε όμως και το καινούργιο σπίτι, αυτό το καινούργιο σκηνικό. Όταν με τα ποτήρια στο χέρι έκαναν το γύρο του καθιστικού για να περιεργαστούν τους πίνακες, ήταν σαν να περιφέρονταν σε αίθουσα έκθεσης και να είχαν γύρω κόσμο που τους παρατηρούσε. Ίσως πάλι το πρόβλημα ήταν πως είχαν να ιδωθούν τόσον καιρό.

Στάθηκαν μπροστά στο πορτρέτο μιας καθιστής γυναίκας. «Τι λες για τούτο;» Η υπογραφή κάτι της θύμιζε. «Έλα τώρα!» τον μάλωσε. Αυτός μαζεύτηκε, βιάστηκε να προχωρήσει παρακάτω. Μια υποψία λοιπόν επιβεβαιωνόταν: η ζωγράφος, ναι, πριν κανένα χρόνο, σε μια άσχετη παρέα είχε μιλήσει για τη φιλία της με εκείνον, αφήνοντας να υπονοηθεί… Ήταν μια συμπαθητική κοπέλα, αλλά έκανε επίδειξη των κατακτήσεών της. «Έλα τώρα!» Κι όμως ο πίνακας ήταν ωραίος, ποιος ξέρει τι κατάλαβε εκείνος από την αντίδρασή της. Θα ’θελε να του εξηγήσει, όταν κάθισαν στον καναπέ, ακόμα και να τον ρωτήσει για τη ζωγράφο – είχε μεγάλη περιέργεια να μάθει αν είχε βάση η βουβή οργή της, πέρυσι, ή ήταν όλα μια ιδέα. Προτίμησε εντέλει να μην ρωτήσει.

«Δύο ολόκληρα χρόνια!» Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον, ακουμπώντας τα ποτήρια τους. «Σου έλειψα;» «Όχι και πολύ». Πόσο στα σοβαρά θα έπαιρνε την απάντησή της; Πέρυσι είχαν παραλείψει σιωπηρά, με κοινή συναίνεση, την καθιερωμένη συνάντηση. Περί άλλα ετύρβαζε μάλλον ο καθένας…
Μια καταπληκτική συγχορδία ακούστηκε στον χώρο. «Θυμάσαι ακόμα πως μου αρέσει η άρπα». «Δεν ξεχνώ τίποτα», τη διαβεβαίωσε. Έγειρε και τον φίλησε στην άκρη των χειλιών. Δεν ξεχνούσε… Μα κι η ίδια δεν ξεχνούσε, με όλες τις προσπάθειες, με όλους τους ελιγμούς της ανεξαρτησίας, της απόστασης. Και τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν είχαν ίσως αυξήσει τις προσδοκίες: με τι βαρύ, άτσαλο καρδιοχτύπι είχε πάει να τον συναντήσει! Αλήθεια, με τι προετοιμασίες δεκαεξάχρονης!

Ένα τεράστιο φορτηγό-ψυγείο έσεισε πέρα δώθε το αυτοκίνητο. Σαν να την ταρακουνούσε μια χερούκλα απ’ τον ώμο. «Είσαι καλά, κορίτσι μου;» «Α, μπα, δεν είμαι καθόλου καλά. Κάθομαι και κλαίω για μια εντελώς ξοφλημένη ιστορία. Δεν είμαι καθόλου καλά!» Χαρτομάντιλα άφθονα είχε στην τσάντα της – είχε και το κινητό. Γιατί, αχ γιατί δεν του τηλεφωνούσε τώρα δα;

Είχε φέρει εκεί, στο χαμηλό τραπεζάκι, τυριά και αλλαντικά, μαζί και μια περιποιημένη πράσινη σαλάτα· μαχαιροπίρουνα τυλιγμένα σε κόκκινες χαρτοπετσέτες. Έλαμπε με την περιποιητικότητά του. Η ίδια είχε εκφράσει αντιρρήσεις για το ξαναντάμωμα. «Έλα να γιορτάσουμε τα εικοσάχρονα!», της είχε πει. «Βρε παιδί μου, κοντεύουμε στη σύνταξη». «Πέφτεις έξω». Γι’ αυτό το «πέφτεις έξω» είχε χτυπήσει πάλι βίαια η καρδιά της.

Ποιος είχε δίκιο; Όταν έσβησαν τα φώτα, έσκυψε πάνω του να βρει τη γνωστή μυρωδιά. Ήταν εκεί: αύρα παιδικής ηλικίας, αθωότητας, παραίτησης, ένα «κάνε με ό,τι θέλεις», απομεσήμερο κάτω απ’ τα πεύκα. «Είσαι όπως ήσουν, αλητάκι». «Κι εσύ, τέρας, το ίδιο». Αλλά δεν ήταν, φαίνεται, ακριβώς έτσι.
Η αίσθηση ότι το έργο είχε παιχτεί άλλοτε καλύτερα… Ίσως αυτό τους αναχαίτισε μετά την πρώτη αναγνώριση. Οι ίδιοι έδειχναν ζήλο, πάθος, τρυφερότητα, ακόμα και εφευρετικότητα – τα σώματα δεν απαντούσαν εξίσου ενθουσιασμένα. Ταλαιπωρία, να μην το καταλάβει ο άλλος, ούτε κι ο ίδιος ο εαυτός. Χειροκρότησαν στο τέλος τάχα ευχαριστημένοι, και γέλασαν σκανδαλιάρικα. Στην ουσία ξεροκατάπιναν. (Μεγαλοδύναμε θεέ, δεν αξίζει τάχα να γίνει λίμνη το αυτοκίνητο;)

Τον αποχαιρέτησε μία ή δύο η ώρα το πρωί. Προτιμούσε να περάσει την υπόλοιπη νύχτα στο ξενοδοχείο. Υπερβολή ο κοινός ύπνος, κι επιπλέον είχε δουλειά την επομένη… Μόνο που η δουλειά τέλειωσε πολύ γρήγορα, σαν πρόσχημα, κι αυτή έμεινε να σκέφτεται τον τρόπο που εκφώνησε τον αποχαιρετισμό χτες βράδυ. Πολύ άνετα, πολύ γελαστά: «άντε γεια, τέρας». Άλλωστε μέσα της συμπλήρωνε: «Τελευταία φορά. Αφού το βλέπεις, δεν τραβάει!»

Ποιο μεγαλύτερο ψέμα από την άνεση! Την άλλη μέρα το στομάχι έσφιξε. Όμως εκείνος δεν της είχε πει: «Ώστε θα μείνεις και αύριο, αλητάκι, και μεθαύριο. Τι καλά!» Όχι, την αποχαιρέτησε με βλέμμα που κάτι έψαχνε μες στο δικό της –σίγουρα, αλλά ταυτόχρονα έλεγε «αντίο», το πολύ «του χρόνου!» Το ότι θα συνυπήρχανε στην ίδια πόλη για άλλες δυο μέρες δεν φάνηκε στο βάθος της ματιάς του.

Λοιπόν, αφού πέρασε ολόκληρη η μέρα, εκεί προς το απόγευμα, όταν πλησίαζε το βράδυ, το σκέφτηκε καλά-καλά και του έγραψε: «Γεύση γλυκόπικρη». Αναφορά παράδοσης. Εντούτοις ουδεμία αντίδραση. Αλλά ίσως δεν ήταν το σωστό μήνυμα: πολύ ισορροπημένο, διαπίστωση χωρίς ερώτημα. Την επομένη –πού η περηφάνια και πού η ανεξαρτησία της;- επανέλαβε την ίδια αξιοθρήνητη διαδικασία: «Θλιβερές σκέψεις. Γιατί;». Και πάλι τίποτα. Στα είκοσι χρόνια αυτής της ιστορίας ποτέ της δεν θυμόταν να έχει ξεπέσει τόσο.

Κάποτε τον είχε βάλει να της ορκιστεί: καμιάν άλλη, παρά τις «απιστίες» του, καμιάν άλλη δεν είχε χώσει βαθιά μες στην καρδιά του. Ή: «τόσο βαθιά μες στην καρδιά του». Δεν θυμόταν τι από τα δύο τον είχε βάλει να ορκιστεί. Ήταν ένα παιχνίδι κάπως οριακό. Η ίδια είχε κι αυτή απαρνηθεί τον ωραίο φίλο με το καλαμπούρι στο στόμα και τη μελαγχολία στο βλέμμα («όχι πολύ βαθιά» είχε πει). Είχαν περάσει όμως αρκετά χρόνια από τότε. Τώρα συνδαύλιζαν την παλιά φωτιά με χαρτάκια – κανένα κούτσουρο της προκοπής. Μια στιγμή άναψε, φούντωσε. Ήταν η ώρα της αναμονής. Αλλά η αναμονή έχει τους δικούς της νόμους. Και μόνο το ότι «περιμένεις», σε κάνει να ριγείς, να τρέμεις. Αχ, την ξεγέλασε εκείνο εκεί το καρδιοχτύπι! Νόμισε, λέει, ότι είχε επιστρέψει στα 16.
(Πώς συγκινεί ο αριθμός 16! Κάθε επανάληψη αυξάνει κατακόρυφα την αλμυρή παραγωγή. Σείσε, νταλίκα, το αυτοκινητάκι, μήπως συνέλθει η έφηβος!)

Δεν ζηλεύουν και δεν πονάνε πια. (Η ζωγράφος ήταν στιγμιαίο ατόπημα). Δικαίωμά του πλέον να ’χει κλείσει όλα τα βράδια του και να ’χει κρατήσει μονάχα ένα ελεύθερο. Η καθημερινότητα έχει πιο πολλά δικαιώματα από το έκτακτο. Δυο «έκτακτα» σίγουρα δεν χωρούν σε μια βδομάδα, πόσο μάλλον τρία! Ούτε και στη δική της βδομάδα θα χωρούσαν. Μόνο δεν έπρεπε πια να την εξευτελίζουν. Αφού δεν πονούσαν, αφού με τόση άνεση έχωναν στην καρδιά τους –πώς μετριέται, αλήθεια, εκεί το «βάθος», άλλους, την άμοιρη τη σχέση έπρεπε να τη σεβαστούν. Του το εξηγούσε εδώ και χρόνια. Γιατί κάτι είχε υπάρξει κάποτε… Αλλά αυτός επέμενε να συναντιούνται. «Σε χρειάζομαι», έλεγε, και την έπειθε κάθε φορά. Την έπειθε η υπόκωφη φωνή του, αυτός ο σαν ψίθυρος από σπηλιά που φτάνει ωστόσο με ένταση στο αφτί της. Ήταν το πιο ακατανίκητο χαρακτηριστικό του. Κατά τα άλλα… Χρόνια τώρα κάτι παλιές ακατανίκητες ιδιότητες είχαν ατονήσει. (Δεν ήταν η πρώτη φορά, αλίμονο, που τα κορμιά φέρονταν σαν κοιμισμένα).

Έπρεπε από κάθε άποψη να σταματήσουν. Ας μιλούσαν στο τηλέφωνο να δώσουν ένα τέλος, συμφιλιωμένο και καθαρό, και ας μην επικοινωνούσαν ποτέ πια. Το τηλέφωνο. Η μικρούλα ασημένια συσκευή: «λίστα επαφών»… Σίγουρα δεν θα ήθελε καθόλου να ξέρει εκείνος πως εξαιτίας του κάποιος ταλαιπωρούνταν στη μέση της εθνικής οδού. Μα ίσως δεν του είχε δώσει να καταλάβει με τα άχρηστα μηνύματά της. Δεν ήταν ποτέ σκληρός.
Στο κάτω κάτω η οικτρή αποτυχία ίσως οφειλόταν... Αν δεν υπήρχαν τα νέα σκηνικά… Δεν έφταιγε τάχα η μεγάλη βεράντα που θα χωρούσε τόσον κόσμο το καλοκαίρι, η κάβα με τα πολλά ποτά, η καθισμένη φιγούρα; Αχ, επανερχόταν στα ίδια και στα ίδια! (Όσο για τη ζωγράφο, μπορεί να μην ίσχυε τίποτα από όσα μια νοσηρή φαντασία υπαγόρευε).

Το όνομα… Το τηλέφωνο.

Κι όμως έπρεπε να είχε στείλει μήνυμα. Το τέρας! Ποια αξία απέμενε σε μια σχέση, όταν ο άλλος δεν αφιέρωνε δυο λεπτά στην πληκτρολόγηση, όταν δεν κατέβαλλε τον κόπο να εφεύρει μια δικαιολογία. «Είμαι μπλεγμένος ώς αργά το βράδυ». Και: «σε σκέφτομαι».
Ή μήπως αυτό που φοβόταν πάνω από όλα –ο σοφός- ήταν πως η παραμικρή παρέκκλιση από το πρόγραμμα της «μιας νύχτας» μπορεί να τους έσφιγγε ξανά μεταξύ τους, να τους έβαζε όχι πια μόνο στην καρδιά παρά στη ζωή του άλλου. Πολύ επικίνδυνο, όντως! Είχαν υποφέρει βαριά, είχαν ματώσει. Ποιος ήθελε να ξαναζήσει εκείνη την αποκόλληση, σαν πεταλίδα απ’ τον βράχο της; Όχι, καλύτερα «βαθιά στην καρδιά» και καθόλου στη ζωή του άλλου. Δεν είχε κι άδικο. Όμως στην πράξη, αχ στην πράξη, έπρεπε να της είχε στείλει κάποιο μήνυμα………………

Δένει ξανά τη ζώνη. Κλείνει το κινητό· εντελώς. «Άντε, και του χρόνου!» Σφουγγίζει το πρόσωπό της. Τα υπέροχα ψηλά βουνά στο βάθος… Καθώς βγαίνει στην εθνική, μια νταλίκα παιανίζει. Διαμαρτύρεται τάχα ή χαιρετίζει;


Οdyss,20.08.2010

*/ "Καιόμενα σπίτια". Μια παράξενη παράδοση που υπήρχε σε κάποιες περιοχές της βαλκανικής στα νεολιθικά χρόνια. Στα ανατολικά Βαλκάνια, έκαιγαν τα σπίτια τους επίτηδες. Μάζευαν εύφλεκτη ύλη γύρω γύρω και τα έκαιγαν εντελώς, μέχρι το πάτωμα. Επίτηδες. Όχι για λόγους υγιεινής ή για λόγους χωροταξίας. Όχι για να χτίσουν μεγαλύτερα ή για να αποκτήσουν φαρδύτερους δρόμους, ούτε για να εξοντώσουν τις ασθένειες. Μόνο και μόνο γιατί ένα σπίτι πρέπει να πεθάνει. Αφού γερνάει, όπως οι άνθρωποι. Ένα σπίτι πρέπει να πεθάνει, για να γεννηθεί το καινούργιο σπίτι!