20.9.08

ΧΑΪΚΕ PÖHLMANN-ΠΟΘΟΥ*

Συνέχειες και ασυνέχειες
σε μια αυτοβιογραφική εικονογραφία
με φόντο τη "σκοτεινή λάμψη" της ποίησης


Η αέναη κυοφορία και τα υφάδια
ενός δημιουργικού τοκετού




Δεν είναι πάντα αναγκαίο να ενσαρκώνεται το αληθινό˙
είναι ήδη αρκετό όταν αυτό περιφέρεται πνευματικά και προκαλεί αρμονία…
Goethe

ΜΟΥΣΙΚΗ
Μουσική: ίσως των αγαλμάτων ανάσα, των εικόνων σιωπή.
Γλώσσα, όπου οι γλώσσες τελειώνουν, χρόνος,
που, πάνω σ` αφανισμένες καρδιές, κάθετος στέκει.
Συναίσθημα, μα γιατί;
Ω εσύ του συναισθήματος μεταμόρφωση, - αλλά σε τι;
Σε τοπίο ήχων.
Ω εσύ, ξένη: Μουσική! Της καρδιάς μας το άπειρο μεγαλώνεις.
Τα βάθη μας είσαι, που μας διώχνουν,
ξεπερνώντας μας - ,
ιερέ χωρισμέ: όταν μας περιβάλλουν τα βάθη μας,
σαν γυμνασμένοι ορίζοντες,
σαν άλλες πλευρές του ανέμου,
αγνές, γιγάντιες, ακατοίκητες.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε

Από την τελευταία της ατομική έκθεση το καλοκαίρι του 2006 στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγίου Νικολάου, η Χάικε φαίνεται να έχει διανύσει μια πολύ μεγάλη διαδρομή…Η μαθητεία της πρώιμης περιήγησης στα υλικά με τους συνεχείς μετασχηματισμούς της γραμμής και της μορφής σε σχόλια μιας ατομικής αποτίμησης αρχίζει σταθερά να μετατρέπεται σε μια τεράστια αφηγηματική εικονογραφία που εισάγει οριστικά τη διάθεση μιας αυτοβιογραφικής περιγραφής, διαμορφώνοντας τοπία έτοιμα να υποδεχτούν μια –χωρίς όρια- διαδραστική αφύπνιση.

Το όχημα για αυτή τη θεμελιακή μετάθεση της ουσίας της δημιουργικής της γραφής από τα ίχνη του καμβά και την υλική υπόσταση των πραγμάτων στην αγωνιώδη περιδιάβαση στα εσωτερικά τοπία μιας υπαρξιακής ενδοσκόπησης τα παραχωρεί ή καλύτερα τα δανείζει με το μοναδικό της τρόπο η ποίηση και ο σπαρακτικός ποιητικός τόπος του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Όμως εδώ βρίσκεται μόνο η λεκτική αφετηρία και οι στίχοι που επαναθεμελιώνουν ηθικά την προτίμηση του καλλιτέχνη. Η τεράστια εικονογραφία του καθαρού συναισθήματος καταχωρίζεται με ένα τρόπο μοναδικό μέσα στις αποθέσεις και τα ρινίσματα μιας λεπταίσθητης συναρμογής των σχεδόν δυσδιάκριτων ορίων που σαν ξέφτια και ρέλια μοιάζουν να ξεφεύγουν από τα περατά άκρα του καμβά και του σχήματος. Υλικά και κλωστές και κρόσια, άλλοτε παρμένα από την αφήγηση μιας ραφής και πολλές φορές μοιάζοντας με τις οργανικές –σχεδόν ζωντανές- αποφύσεις ενός πλάσματος που κατοικεί στους υφάλους της φαντασίας έρχονται να συνταιριάξουν τις ετερόκλητες απολήξεις τους και να δημιουργήσουν μια αδιαίρετη ενότητα που μοιάζει τόσο ευάλωτη όσο τα βιομορφικά πλοκάμια μιας κατασκευής που είναι εκτεθειμένη σε μια αδιόρατη περιδίνηση και φαντάζει να κινείται από τη δόνηση που προκαλεί ακόμη και η παραμικρή μετατόπιση του αισθητού κόσμου αλλά και κάθε συναισθηματική του –αδιόρατη- σχεδόν κρυπτική διαταραχή.


Το μαύρο βελούδο ,υλικό ακριβό στα χέρια ενός τεχνίτη της ραφής, σχηματοποιείται σε τετράγωνο που πλέει μέσα σε ένα κατά κανόνα λευκό φόντο. Όταν ο Καζιμίρ Μάλεβιτς το 1913 εξέθετε το «μαύρο τετράγωνο σε λευκό φόντο» επιχειρώντας να απελευθερώσει την τέχνη από τα δεσμά της αντικειμενικότητας οι κριτικοί και το κοινό αναστέναζαν λέγοντας πως « ...ό,τι αγαπήσαμε χάθηκε και βρισκόμαστε σε μια έρημο που δεν έχει να μας δείξει τίποτα πια…» .Κι όμως ήταν αυτή η έρημος που επιζητούσε ο σουπρεματισμός του καλλιτέχνη για να ανακαλύψει με ένα νέο τρόπο την τέχνη του καθαρού συναισθήματος που είχε τόσο θολώσει στο διάβα του χρόνου από την απίστευτη συσσώρευση των«πραγμάτων» και τη διαρκή φλυαρία των καλλιτεχνικών κομπασμών.

Η ευκολία και η τακτοποίηση μέσα στα όρια ενός ουδέτερου φόντου δεν επαρκεί για να χωρέσει την κυοφορία της δημιουργικής κατάθεσης της Χάικε. Τα μαύρα μπλε τετράγωνα βελούδα διαμορφώνουν ένα στερέωμα από σκοτεινή ύλη που είναι έτοιμη να φιλοξενήσει σαν άλλο νεφέλωμα το τοπίο μέσα στο οποίο μπορούν να βρούν τη θέση τους οι αστερισμοί και οι εκρηκτικοί χυμοί της πάλης των στοιχειών της ύπαρξης με την καλλιτεχνική τους μετάφραση. Η ποίηση και ο πυρετικός σχεδόν εναγκαλισμός του ερωτικού πάθους των σωμάτων με την ερεβώδη όψη της μαύρης καταβύθισης στο φυσικό τέλος των όντων που χαρακτηρίζει το σπαραγμό της θνητότητας έρχεται μέσα στο έργο να ντυθεί με το ζεστό υφασμάτινο ντύμα του σάκου που κυοφορεί και προστατεύει την ύπαρξη από τις απειλές και τη σκληρότητα του αμείλικτου κόσμου της λογικής που επιβάλλει την πρωτοκαθεδρία της στο συναίσθημα. Ο τοκετός μπορεί να είναι κατά κανόνα επώδυνος αλλά διαθέτει πάντα το συμβολισμό μιας απελευθέρωσης ή μιας ανασύστασης που καταφέρνει να ξεπερνά τον τραγικό χαρακτήρα της εφήμερης ανθρώπινης κατάστασης και μεταμορφώνεται σε αίτημα μιας καθημερινής προσωπικής αναγέννησης.

Η αναζήτηση μιας αδιαμεσολάβητης καλλιτεχνικής και βιωματικής αλήθειας είναι στην τέχνη της Χάικε μια συνεχής διαδικασία μεταβάσεων που με συνέχειες και ασυνέχειες προσπαθεί να ανακαλύψει τις στάσεις και τις πυκνώσεις ενός προσωπικού ενδιάμεσου χώρου που μοιάζει να είναι γεμάτος από τα υλικά μιας διαρκούς διερώτησης. Ο ποιητικός λόγος διάμεσος κι αυτός και διαμεσολαβητής στη διατύπωση ενός σχεδόν μυστικού προσωπικού οράματος αγκαλιάζει με άδηλο τρόπο τις μικρές και τις πιο ευδιάκριτες ριπές του δημιουργικού της πάθους και τις μετασχηματίζει όχι σε ευδιάκριτα ίχνη του μολυβιού ή του πινέλου αλλά σε μικρές μουσικές σουίτες που σιγοψιθυρίζουν τις κλίμακες μιας προσωπικής κρυφής συμφωνίας. Η αρμονία είναι μια υπόθεση της εσωτερικής συνθήκης που υπάρχει κτισμένη στο βάθος της ύπαρξης καθώς η όψη των φανομένων σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να διαθέτει τη σκληρότητα που έχει κι ο ίδιος ο κόσμος μας. Τα παιχνίδια του μυαλού είναι εκείνα που μπορούν να δώσουν ένα άλλο περιεχόμενο στους όρους της καλλιτεχνικής αναζήτησης και να οδηγήσουν τελικά εκεί που υπάρχει η α-λήθεια των όντων που κατά τη διατύπωση του Μάρτιν Χάιντεγκερ αποτελεί την ουσιώδη και καταστατική συμβολή της τέχνης στο σπαρακτικό ταξίδι της ύπαρξης...

Οδυσσέας Ν. Σγουρός
Αρχιτέκτονας/Σεπτ.2008
*Έκθεση από 22.09.08 - 10.10.08 στην Αrt Gallery L-S
στο ξενοδ. PORTO ELOUNDA MARE στην Ελούντα
HEIKE PÖHLMANN - POTHOU*
Continuity and discontinuity in autobiographical imagery
with the dark luster of poetry in the background
The perpetual gestation and unfolding of a creative delivery
It is not always necessary that truth should be embodied;
enough if it hover, spirit-like, around us and produce harmony
Goethe

MUSIC
Music: probably the breath of statues,
the silence of images. Language , where languages end
, time stands erect,
upon extinct hearts.
Feelings, but why?; Oh, you, sentiment’s transformation,-but into what?
Into a landscape of sounds..
Oh, you, stranger: Music!! You expand our heart’s infinity.
You are our depth,
which pushes us away,
overcoming us - , sacred saparation : when our
depths surround us, like trained horizons, like other
sides of the wind,
pure,
gigantic,
uninhabited.
Rainer Maria Rilke

Since her last individual exhibition which was held in the summer of 2006 in the Municipal Art Gallery of Agios Nikolaos, Heike has made a long journey….Lessons gained from her early exploration of materials with the constant transformations in line and form and comments of her own personal evaluation gradually transforms itself into a huge narrative imagery with an autobiographical predisposition, creating landscapes ready to welcome – without limits- an interactive awakening.
The medium for this fundamental displacement of the essence of her creative writing from the canvass to the journey through the internal landscapes of an existential exploration is in its unique way the poetry and poetic space of Rainer Maria Rilke. This is only the lexical beginning and verses which morally re-establish the artist’s preferences. The enormous imagery of the clear sentiment deposits itself uniquely within the delicate assembly of almost indistinguishable boundaries which is like fraying material escaping the constraints of the canvass and shape. Materials, threads and tassels, some times taken from the story of a sewing and others resembling organic-almost alive-creations of a creature inhabiting the depths of imagination come together to match their heterogeneous conclusions and to create an indivisible entity seeming as fragile as the biomorphic tentacles of a construction exposed to an invisible spinning and seemingly moving from the vibration caused by the smallest movement in the real world and by every sentimental – invisible-almost cryptic disturbance.
Black velvet, an expensive material in the hands of a sewing master, takes the form of a square floating in a mostly white background. When Kazimir Malevich exhibited in 1913 the ‘black square in a white background’, he was attempting to release art from the constraints of objectivity, critics and audience alike sighed and said that… ‘everything we loved has been lost and we find ourselves before a desert which has nothing to show us anymore..’. And yet it was this desert that the artist’s suprematism seeked so as to discover clear sentiment in art in a new way which had become murky over the years from the imcredible accumulation of ‘things’ in a constant barrage of artistic endeavours.
The ease and order within a neutral background is insufficient to contain the delivery of Heike’s artistic endeavour. The black-blue velvet squares form a sky of dark matter ready to welcome the landscape in which constellations and other explosive forces will find their place in the battle of the elements of existence with their artistic interpretation. Poetry and the almost feverish embrace of the erotic passion of bodies with the dark appearance of a black plunge into the natural end of beings, characteristic of mortality come together within the artwork to be dressed in a warm cloth resembling the sac of mortality impregnated with and protecting existence from the threats and harshness of a ruthless world of reason imposing its primacy on sentiment. Giving birth is by rule painful but it also symbolizes liberation or a recomposition transcending the tragic nature of human’s ephemeral condition and transforms itself into a need for daily personal rebirth.
The search for a direct artistic and experiential truth is in Heike’s work a continuous process of transition which with continuity and discontinuity attempts to discover the thickenings of an intermediate space which seems full of materials of a constant query. Poetry also acts as a mediator in the expression of an almost secret personal vision hesitantly embracing the small and most distinct flares of her creative passion and transforms them not into pencil traces or brushstrokes but into small musical suites whispering scales of a personal secret symphony. The harmony is an internal affair of the agreement existing in the depths of existence as the appearance of phenomena in many cases can exhibit the same harshness as our world. The games the mind plays are what can give a new context to the conditions of her personal quest and can finally lead to the truth of beings which according to Martin Heidegger constitutes the essential contribution of art on the heart-wrenching journey of existence…

Odysseas N. Sgouros
Architect /Sept.2008

* Exhibition from 22.09.08-10.10.08 ,Art gallery L-S,Porto Elounda Mare Hotel,Elounda


HEIKE PÖHLMANN-POTHOU *
Unregelmaessigkeiten in der Regelmaessigkeit
eines autobiografischen Werkes
mit dunklen Glanz von Poesie als Hintergrund

Die andauerne Entwicklung und das Ergebnis
einer schopferischen Geburt

Es ist nicht immer noetig, das Wahre zu verkoerpern,
es genuegt, wenn es uns geistig umgibt und Harmonie erzeugt.
Goethe

An die Musik
Musik: Atem der Statuen, Vielleicht:
Stille der Bilder. Du Sprache wo Sprachen
enden. Du Zeit,
die senkrecht steht auf der Richtung
vergangener Herzen.
Gefuehle zu wem? O du der Gefuehle
Wandlung in was? - : in hoerbare Landschaft.
Du Fremde: Musik. Du uns entwachsener
Herzraum. Innigstes unser,
das, uns ubersteigend, hinausdraengt,-
heiliger Abschied:
da uns das Innre umsteht als geuebteste Ferne, als andre
Seite der Luft:
rein,
riesig,
nicht mehr bewohnbar.

Rainer Maria Rilke

Seit ihrer letzten Einzelausstellung im Sommer 2006 in der staedtischen Pinakothek Agios Nikolaos hat Heike offensichtlich eine weite Strecke zurueckgelegt. Nach ihrer Lehrzeit mit der anfaenglichen Suche nach Materialien sowie die staendige Veraenderung der Linien und Formen ihrer Arbeiten die nun beginnen, zusammen mit den Kommentaren ihrer persoenlichen Einschaetzung, eine endgueltige Bereitschaft zu einer autobiografischen Beschreibung einzuleiten. Bereit, Landschaften zu formen, die ein grenzenloses, drastisches Erwachen erwarten.


Als Gefaehrt fuer diese fundamentale Verrueckung der Substanz ihres Schaffens, von den Spuren der Leinwand und der materiellen Zusammensetzung der Dinge bis zum intensiven Umherschweifen in den inneren Landschaften einer existenziellen Suche, dient die Poesie und das anruehrende dichterische Werk Rainer Maria Rilkes, das sie uebernimmt oder besser, sich auf ihre einzigartige Weise ausleiht. Jedochbefindet sich hier nur der „lektische“ Ausgangspunkt und die Zeilen einer ethischen Neufundamentalisierung fuer ihre eingene kuenstlerische Ausdrucksweise. Die ausdrucksstarken Abbildungen reiner Gefuehlswelt, werden auf einzigartige Art und Weise in ihrem feinfuehligen Zusammenspiel, zwischen beinahe schwer erkennbaren Grenzen, die an ausgefranste Saeume erinnern und aus der Begrenzung der Leinwand und der Form hervortreten, dokumentiert. Materialien, Faeden und Fransen, aus einer erzaehlenden Naht, aehneln oft organischen, fast lebendigen Apophysen eines Geschoepfes, das in den Riffen der Phantasie wohnt, verbinden ihre Gegensaetzlichkeit und schaffen eine untrennbare Einheit, die so zerbrechlich erscheint wie die biomorphen Arme einer Struktur, die einem unsichtbaren Strudel ausgesetzt ist und vorgibt zu vibrieren, hervorgerufen durch kleinste Verrueckung der Gefuehlswelt aber auch durch jede unsichtbare, fast mysthische Stoerung.

Schwarzer Samt, wertvolles Material in den Haenden eines Handwerkers des Naehens, geformt zu einem Quadrat, das sich gewoehnlich auf weissem Hintergrund befindet. Als Kasimir Malewitsch 1913 sein „schwarzes Quadrat auf weissem Grund“ ausstellte und versuchte, die Kunst von den Fesseln der Gegenstaendlichkeit zu befreien, seufzten die Kritiker und das Publikum und sagten: „ ... alles was wir liebten ist verloren gegangen und wir befinden uns in einer Wueste, die nichts mehr zu zeigen hat.“ Jedoch war dies die Wueste, die der Suprematismus anstrebte, damit die Kuenstler auf eine neue Art und Weise die Kunst des reinen Gefuehls entdeckten, die waehrend der Jahre von der unglaublichen Anhaeufung der „Dinge“ und dem unendlichen Geschwaetz der kuenstlerischen Prahlerei getruebt wurde.

Die Leichtigkeit und Ordnung innerhalb der Grenzen eines neutralen Hintergrundes ist nicht ausreichend, um das „Ungeborene“ von Heikes kuenstlerischer Aussage aufzunehmen. Die schwarz-blauen, samtenen Quadrate bilden eine Stuetze aus dunkler Materie, die bereit ist, wie ein Schleier aus Sternenstaub, in welchem die Sternbilder ihren Platz finden, ebenso wie die explosiven Elemente des Daseins mit der kuenstlerischen Uebersetzung, zu beherbergen.
Die Poesie und die fast fieberhafte Umarmung der erotischen Leidenschaft von Koerpern mit dem schwarzen Eintauchen ins physische Ende des Seins, charakterisiert die Zerrissenheit der Sterblichkeit und kommt ins Werk, um sich mit der warmen Huelle der Plazenta, die das Dasein umgibt und vor den Bedrohungen und der Haerte einer unerbittlichen Welt der Logik, zu schuetzen, die uns ihre Vorherrschaft aufzuzwingen versucht.
Eine Geburt kann schmerzhaft sein, besitzt aber auch immer die Symbolkraft einer Befreiung oder Neuzusammensetzung, die es schafft, den tragischen Charakter des taeglichen menschlichen Daseins zu ueberwinden und verwandelt sich in eine Forderung der taeglichen, persoenlichen Wiedergeburt.

Die Suche nach einer feststehenden, kuenstlerischen und erlebbaren Wahrheit ist in Heikes Kunst ein staendiger Prozess des Uebergangs, der mit Regelmaessigkeit und Unregelmaessigkeiten versucht, die Stationen und die Verdichtungen eines persoenlichen Zwischenraumes zu ergruenden, der voll zu sein scheint mit dem Stoff einer staendigen Hinterfragung. Dazwischen das poetische Wort als Vermittler des Ausdrucks einer persoenlichen, fast mysthischen Vision, umarmt auf spontane Art und Weise die kleinen aber klar erkennbaren Stoesse der schoepferischen Leidenschaft und verwandelt sie nicht wie gewoehnlich in klar erkennbare Spuren eines Stiftes oder Pinsels, sondern in kleine musikalische Suiten, die die Tonleitern einer persoenlichen, geheimen Symphonie fluestern. Harmonie ist eine Angelegenheit innerer Umstaende, die auf den Grund des Daseins gebaut ist sowie auch die Erscheinung von Phaenomenen in verschiedenen Varianten, die die Haerte haben koennen, die auch unsere Welt besitzt. Die Spiele des Gehirns sind jene, die den Bedingungen der kuenstlerischen Suche einen anderen Inhalt geben koennen und letztendlich dorthin steuern, wo es die Wahrheit des Seins gibt und nach Aussage von Martin Heidegger besteht der wesentliche Beitrag der Kunst in der herzzerreissenden Reise des Daseins...

Odysseas N. Sgouros
Architekt /September 2008

Ausstellungsdauer vom 22.09. - 10.10.08
Art Gallerie L - S, Hotel Elounda Mare in Elounda

18.9.08

ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΣΤΑΘΕΛΑΚΟΣ : ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟ ΦΩΣ !

Πως το «πρόσωπο» ενός 17χρονου παραολυμπιονίκη στο Πεκίνο
μετατρέπεται από την εσωτερική του λάμψη σε «καταρράκτη φωτός»
που διαλύει τα ερεβώδη «προσωπεία» της θλιβερής ρητορείας
της επικαιρότητας, ανασύροντας από τη μνήμη και
ένα μοναδικό πίνακα του Hieronymus Bosch (1450-1516)



φωτο. : εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16.09.2008 (THE ASSOCIATED PRESS)

Στις 16 Σεπτεμβρίου 2008,οι περισσότερες ελληνικές και μερικές ξένες εφημερίδες είχαν στις σελίδες τους εκτός από τη συνήθη ειδησεογραφία με τις γνωστές φιγούρες που κυριαρχούν εδώ και διεθνώς, την αθλητική είδηση για τις τελευταίες επιτυχίες των Ελλήνων αθλητών στους παραολυμπιακούς αγώνες που τελειώνουν αυτές τις μέρες στο Πεκίνο. Η φωτογραφία του 17χρονου Πασχάλη Σταθελάκου να εκδηλώνει τη χαρά του για το χρυσό μετάλλιο στη σφαιροβολία (κατηγορία F40) με νέο παγκόσμιο ρεκόρ, τυλιγμένος με την ελληνική σημαία, ήταν για μένα μια φωτεινή στιγμή που ήρθε σαν αστραπή να διαλύσει την ατέλειωτη και θλιβερή παρέλαση από πόζες και στιγμιότυπα της ειδησεογραφίας των τελευταίων ημερών, που μόνο μια διαρκή μελαγχολία μπορούν να προκαλέσουν.

'Ενα νεαρό παιδί από τη Φθιώτιδα γη ,που δεν μπορεί να δει με τα αδύναμά του μάτια αυτά που συμβαίνουν γύρω ,κρατώντας μπροστά του μια ελληνική σημαία, μεταμορφώνει με τη δύναμη που τον εφοδιάζει η πιο δυνατή εσωτερική του όραση η ψυχή του, το ύφασμα-σύμβολο ενός Τόπου, μιας πατρίδας, μιας ανθρώπινης κοινότητας, σε ένδυμα, ζεστή αποσκευή και θωπευτικό άγγιγμα της βαθύτερης -καταστατικής - ανθρώπινής του ιδιότητας που αντιστέκεται και παλεύει κι είναι αυτή που τον οδήγησε με μόχθο πολύ και σε μια κορυφαία διάκριση. Την τιμή του αυτή ,την ίδια στιγμή τη μοιράζεται μ΄εμας, διανέμοντας μέσα από την εικόνα του που έκανε το γύρο του κόσμου ένα μικρό μερίδιο χαράς σε όλους και κυρίως στους ανθρώπους με αναπηρίες που διεκδικούν όπως όλοι, την ευφορία της συμμετοχής και το βίωμα της επιτυχίας. Το πρόσωπό του αποπνέει μια εκπληκτική ηρεμία και εκπέμπει μια σαγήνη που μόνο στις μεγάλες απεικονίσεις της ζωγραφικής των μεγάλων δασκάλων δημιουργών και των πιο σπουδαίων αγιογράφων μπορεί να ανακαλύψει κανείς.
Γύρω του όλα έχουν γίνει φως παραμερίζοντας στη λεπταίσθητη, ευγενική του παρουσία που έρχεται να κατακλύσει την εικόνα και να ξεπεράσει, μετά το αγωνιστικό ρεκόρ, και τον κομπασμό του σταδίου που ανυψώνεται γύρω του σαν -κομψή αρχιτεκτονικά -αλλά τεράστια υπερτεχνολογική χοάνη ,γεμάτη από το πλήθος που έχει την τάση να προτιμά τα θεάματα και να προσπερνά –κατά κανόνα-την αληθινή ουσία.

Hieronymus Bosch: "Ο Χριστός αίρων το Σταυρό", 1490
Mουσείο Καλών Τεχνών, Ghent, Bέλγιο

Στον πίνακα του H.Bosch, «O Xριστός αίρων το Σταυρό»(1490), η φοβερή κουστωδία τεράτων που συνοδεύει τον Ναζωραίο που οδηγείται στο Γολγοθά ,συναθροίζει ένα αποκρουστικό "τοπίο" υπάρξεων από τις οποίες έχει αφαιρεθεί κάθε ίχνος ανθρώπινης μετοχής στην εικόνα που περιγράφει την ανθρώπινη κατάσταση. Το μόνο πρόσωπο, που με τη στωικότητα και το μειλίχιο ύφος του ,έχει απομείνει για να θυμίζει πως αυτός ο χορός συντίθεται από χαρακτηριστικά ανθρώπινου δέματος είναι ο διαπομπευόμενος Χριστός. Είναι ακριβώς αυτό το γεγονός που μέσα σ΄αυτή την ανατριχιαστική εικονογραφία υποδηλώνει πως αυτή η πομπή ήταν προδιαγεγραμμένο να υπάρξει καθώς δεν φαίνεται πως θα μπορούσε ο,τιδήποτε άλλο να συμβεί. Είναι ακριβώς η πορεία προς το μαρτύριο που θα φέρει στο τέλος τον εξαγνισμό και θα καταλύσει την αποκρουστική όψη αυτής της τερατώδους μεταμόρφωσης, πριν χαθούν οριστικά τα πάντα.

Με μιαν αντίστοιχη διάθεση, παρατηρώντας και συγκρίνοντας τις εικόνες των «προσωπείων» της φθοράς και –ενίοτε-του τρόμου που κυριαρχούν στην παρέλαση της καθημερινής μας συνθήκης σε όλα τα μήκη και πλάτη ενός παγκόσμιου πια χωριού, είδα στην εφημερίδα εκείνης της μέρας στη φωτογραφία του Πασχάλη Σταθελάκου, να αναπέμπεται και να δοξολογείται με συγκλονιστικό τρόπο όλη η αξία και ο σπαραγμός συνάμα της ανθρώπινης ύπαρξης με τις ανέγγιχτες –σχεδόν – τρυφερές ιδιότητες ενός ανθρώπινου «προσώπου» που αρνείται να υποκύψει,και ξεπερνώντας την προκατάληψη και τις ελλείψεις της σωματικής αρτιμέλειας μετατρέπεται σε ύμνο της πιο βαθιάς και ευαίσθητης βιωματικής εμπειρίας, της επιθυμίας για συμμετοχή και του δικαιώματος να υπάρχουμε και να συνυπάρχουμε με τις ιδιαιτερότητές μας . Η παρουσία μας έτσι μπορεί να μετατρέπει κάθε προσωπικό ή συλλογικό γεγονός σε γιορτή και κοινό βίωμα και να ανυψώνεται με μοναδικό τρόπο στην κορυφή της πιο ανεπιτήδευτης και συγκλονιστικής μας πλευράς, της ανθρώπινης. Αυτή είναι η μόνη που μπορεί να καταυγάσει σαν καταρράκτης φωτός, σαν τη μορφή του Πασχάλη, το έρεβος και την κόλαση που μας περιβάλλει από την πρώιμη ώρα της ύπαρξής μας και να τονώσει τις καθημερινές αυτονόητες προσδοκίες μας για μια καλύτερη συνθήκη ζωής, σε ένα πιο δίκαιο κόσμο.
Πασχάλη σ΄ευχαριστώ που μοιράζεσαι μαζί μας το δυνατό φως
που η δική σου ψυχή με τον τρόπο της μπορεί να ακτινοβολήσει…

Οdyss 18.09.2008

11.9.08

11.9.2008 ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

7 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΙΣ 11.9.2001
ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε από μένα και δημοσιεύθηκε σε μια μικρή τοπική εφημερίδα στην Κρήτη, αυθόρμητο σχόλιο στην ταραχή εκείνων των ημερών και στο χαμό τόσων αθώων...Ήταν μια μικρή -ελάχιστη-κατάθεση για την πόλη αυτή και τους ανθρώπους της που τότε ακόμη δεν είχα επισκεφτεί και τόσο πολύ προσδοκούσα να γνωρίσω...Σήμερα θεώρησα σκόπιμο να το δημοσιεύσω εδώ σαν οφειλόμενη και πάλι ανάμνηση μιας τραγικής συγκυρίας αλλά και σαν ένα μικρό νεύμα αγάπης και θαυμασμού στην πόλη της Νέας Υόρκης που τελικά γνώρισα από κοντά την άνοιξη του 2003... Τότε οι κερασιές ήταν ολάνθιστες στο Σέντραλ Παρκ κι εγώ μεθούσα από την πρωτόγνωρη κλίμακα και τις αισθήσεις που μου χάριζε η επίσκεψή της, συνεπαρμένος σε ένα αδιάκοπο στροβιλισμό που δονούσε κάθε στιγμή μιας μοναδικής συνθήκης και συνάντησης...
Odyss, 11.9.2008


φωτο. Nelly's, Skyscrapers, NY 1950
ΑΝΘΡΩΠΟΣ + ΧΩΡΟΣ
Από τη σκοπιά ενός Αρχιτέκτονα


ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ *

ΤHE GREAT UTOPIA. Η μεγάλη ουτοπία. Καθώς ξεφυλλίζω τον κατάλογο με το κατακόκκινο εξώφυλλο , που είναι αφιερωμένος στα έργα της Ρωσικής Πρωτοπορίας και των Κονστρουκτιβιστών των αρχών του 20ου αιώνα (στα πλαίσια της μεγάλης έκθεσης έργων τους που φιλοξένησε το Μουσείο Γκουγκενχάϊμ της Νέας Υόρκης το 1992),τα μάτια μου σταματούν σ΄ένα κατάμαυρο πίνακα του Καζιμίρ Μάλεβιτς με θέμα ¨Μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο ¨,κατά πολλούς η τελευταία λέξη για τη ζωγραφική της προηγούμενης εποχής, που έχει χάσει τη δυνατότητα να λέει ο,τιδήποτε!
Οι εφημερίδες όλου του κόσμου στις 12.09.2001 έχουν όλες στις πρώτες σελίδες τους μια τεράστια ¨μαύρη φωτογραφία¨μιας πόλης που είναι παραδομένη στους καπνούς , ενδεικτική μιας μεγάλης καταστροφής .Οι συνειρμοί αυτόματα ανακαλούν τον πίνακα του Μάλεβιτς.Υπήρξε άραγε τόσο προφητικός; H ισπανική εφημερίδα EL PAIS χωρίς περιστροφές γράφει ¨Κτύπημα κατά του πολιτισμού!¨.
11 Σεπτεμβρίου 2001.Η Νέα Υόρκη , η πόλη σύμβολο ,η Μητρόπολη του Κόσμου γίνεται στόχος μιας πράξης απίστευτης βαρβαρότητας .Η πόλη που ακουμπά τα σύννεφα , η πόλη που γοήτευσε γενιές Αρχιτεκτόνων –και όχι μόνο,η πόλη σύμβολο της πρόσφατης μνήμης του 20ου αιώνα ,παραδίδεται στους καπνούς και τις φλόγες και χιλιάδες αθώοι γίνονται θύματα μιας-χωρίς προηγούμενο-κτηνωδίας.
Η Νέα Υόρκη δεν είναι μόνο η πόλη σύμβολο της οικονομικής ισχύος, δεν είναι μόνο η Αμερικάνικη και Παγκόσμια μεγαλούπολη.Στα μάτια ορισμένων μπορεί να είναι μόνο αυτά. Στα μάτια τα δικά μου είναι η πόλη της Αρχιτεκτονικής και της Πολεοδομίας.Η πόλη που γοήτευσε το μεγάλο δάσκαλο της Αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα το Le Corbusier και έκανε το μεγάλο σύγχρονο Ολλανδό Αρχιτέκτονα Rem Koolhaas (βραβείο Pritzker 2000) να συγγράψει το βιβλίο ¨Ντελίριο για τη Ν. Υόρκη¨.
Είναι η πόλη της Κουλτούρας και της Τέχνης.Η πόλη με τα μοναδικά μουσεία και τους ατέλειωτους χώρους τους αφιερωμένους στην Τέχνη και τον Πολιτισμό.Η πόλη της υψηλής Τεχνολογίας , της πολυπολιτισμικότητας και της ανοχής.
Είναι η πόλη που στις αρχές του 20ου αιώνα και σ΄όλη του τη διάρκεια του, υποδέχθηκε και αποδέχθηκε χιλιάδες μετανάστες από την Ελλάδα και τους επέτρεψε να ζήσουν και να προκόψουν.Είναι η πόλη που λάτρεψαν καλλιτέχνες και Αρχιτέκτονες.Αυτή την πόλη φωτογράφησε πριν το μεγάλο πόλεμο η Ελληνίδα φωτογράφος Νelly΄s (που πέθανε πρόσφατα),αυτή την πόλη έχει αποτυπώσει σε όλες τις ταινίες του ο σκηνοθέτης Γούντυ ‘Αλεν ,αυτή την πόλη κόσμησαν με τις δημιουργίες τους Αρχιτέκτονες όπως o Frank Lloyd Wright,ο Philip Johnson ,o Marcel Breuer,o Ludwig mies van de Rhoe,o Walter Gropius, o Cesar Pelli, o Richard Meier,o Frank Gehry, η Zaha Hadid κ.ά. αμερικανοί ή ξένοι δεν έχει σημασία.
Αυτή η πόλη είδε αστέρια της Τέχνης και της Μουσικής να λάμπουν στο στερέωμά της, αυτή η πόλη ταυτίστηκε όσο καμιά άλλη στις συνειδήσεις μας με το μέγεθος του τεχνολογικού πολιτισμού,με τη μεγάλη κλίμακα, με τις μεγάλες γέφυρες , τα μεγάλα πάρκα , τα ψηλά κτίρια , τις πιο φιλόδοξες κατακτήσεις της ανθρώπινης δημιουργικότητας.
Δεν έχω πάει σ΄αυτή την πόλη.Είναι ένα ταξίδι που ονειρεύομαι , όπως πολλοί Αρχιτέκτονες ,πολύ καιρό.Εκείνη όμως τη μαύρη μέρα ήταν σαν να ΄μουν εκεί . Είναι σαν να ΄βλεπα χιλιάδες ανθρώπους , σαν όλους εμάς ,της εργασίας και του μόχθου,της καθημερινής δημιουργίας και του απλού ανθρώπινου πολιτισμού ,να προσπαθούν να πάρουν μια παραπάνω ανάσα μέσα στα ραγισμένα κτίρια και πολλές φορές να πηδούν στο κενό , με μια εσπευσμένη χειρονομία απελπισίας προς την ¨άλλη πλευρά ¨, εκεί όπου τους έσπρωχνε η απίστευτη βαρβαρότητα.
Θα πουν πολλοί , μέσα από πολιτικές και ιστορικές προσεγγίσεις και για τις ευθύνες της χώρας τους.Θεωρώ πως οι άνθρωποι έχουν προχωρήσει κάμποσο από την εποχή του Ιουδαϊκού νόμου και της τυφλής αυτοδικίας.Δεν είμαστε πια σε αρχαϊκές ανθρώπινες εποχές , ο πολιτισμός μας έχει κάνει σημαντικά βήματα και σήμερα μπορεί να καταγράφει το απίστευτο ήθος ανθρώπων σαν τον Αραφάτ που τόσο έχουν πονέσει κι όμως εκφράζουν μια απίστευτη μεγαλοψυχία στον Άνθρωπο , ανεξάρτητα απ΄ όποια άλλη ¨πλευρά ¨ κι αν είναι.
Εμείς όλοι που πονέσαμε για τους Σέρβους στο Βελιγράδι και το Νόβισαντ,εμείς που καταδικάσαμε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την απίστευτη γενοκτονία αθώων μικρών παιδιών στη Βαγδάτη , εμείς που δεν μπορούμε με κανένα τρόπο να δώσομε συγχώρεση για τα παιδιά της Κύπρου, για τη Χούντα,την Παλαιστίνη, εμείς που δεν έχομε κανένα δισταγμό να διαδηλώσομε μαζί μ΄ανθρώπινα ποτάμια για Ειρήνη και Ελευθερία όπου γης , εμείς που δεν ξεχνάμε το Βιετ-νάμ και το Σουδάν , τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ακόμη, εμείς οι ίδιοι σήμερα είμαστε δίπλα και αλληλέγγυοι στους αθώους ανθρώπους και σ΄αυτή την υπέροχη πόλη, που ίσως κάποια στιγμή την ονειρευτήκαμε, τη ζηλέψαμε, την επισκεφθήκαμε , την είδαμε σε ταινίες , τη διαβάσαμε σε βιβλία , θαυμάσαμε τις δημιουργίες τόσων διαφορετικών ανθρώπων ,γνωρίσαμε τους ανθρώπους της και πιάσαμε φιλίες , τη μετατρέψαμε κι εμείς σε σύμβολο με πολλές σημασίες, στο «μεγάλο μήλο» όπως χαϊδευτικά την αποκαλούν οι κάτοικοί της.
Η Νέα Υόρκη είναι και η εικόνα της.Η εικόνα του Μανχάταν με τους ουρανοξύστες, το άγαλμα της Ελευθερίας, τους δίδυμους πύργους, το μέγεθος που κρύβει απίστευτες υποσχέσεις, μια ¨πόλη που ποτέ δεν κοιμάται¨ όπως τραγούδησε ο Φρανκ Σινάτρα και όπως γράφει στοργικά γι΄ αυτή ο Ανδρέας Μανωλικάκης , Έλληνας κάτοικος της και καθηγητής στο φημισμένο Αctors Studio, μια πόλη για να την περπατάς όπως λέει η φίλη μου και κάτοικος πια του τόπου μας, η Ανδριανή Νεοφύτου, η διάσημη ενδυματολόγος από την Κύπρο που είδε τα κοστούμια της να ντύνουν φέτος το Μάρτιο την παράσταση του ¨Nabucco¨ του Βέρντι στη Μητροπολιτική της όπερα . Είναι η Αρχιτεκτονική προς τον ουρανό, είναι η πόλη που πάει προς τα πάνω. Δεν έχομε και πολλές τέτοιες πόλεις ή τουλάχιστον δεν έχομε άλλη Νέα Υόρκη . Αυτή η εικόνα, στις 11.09.2001 μαύρισε μέσα στον τρόμο και το θάνατο αθώων ανθρώπων.Κάποιοι θέλησαν να καταστρέψουν αυτή την εικόνα και να βάλουν στη θέση της μια εικόνα της Αποκάλυψης.
Όχι. Δισεκ. άνθρωποι και μαζί μ΄αυτούς και ΄μεις αρνούμαστε ότι αυτή η εικόνα αποτυπώνει αυτή την πόλη και αυτούς τους ανθρώπους.Είναι μια εικόνα που δεν τους αξίζει.Είναι μια εικόνα που μας ¨κλέβει¨ ένα κομμάτι από τον πίνακά της.Πώς μπορεί να δει κανείς κολοβό ένα πίνακα του Leonardo da Vinci, του Caravaggio , του Giorgio de Chirico , του Kasimir Malevic , του Κ.Παρθένη και του Μόραλη , πως μπορεί να αντικρύσει μια εικόνα από το Σινά , μια τοιχογραφία από τον Όσιο Λουκά , μια εξαίρετη αγιογραφία του Αντρέι Ρουμπλιώφ ή του Φ. Κόντογλου , πως μπορεί να δει τα γλυπτά του Παρθενώνα παρμένα άσπλαχνα από το το φυσικό τους χώρο στις ψυχρές αίθουσες ενός ανήλιαγου μουσείου , πως μπορεί να νιώσει την πληρότητα μπροστά σε ένα γκρεμισμένο κτίριο της απώτερης ή της πρόσφατης μας μνήμης που του ΄χει αφαιρεθεί ένα κομμάτι του; Δεν μπορεί. Γιατί ένα κομμάτι από το έργο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εικόνας του, ένα κομμάτι από ένα κτίριο αποτελεί ουσιώδες μέρος της δομής και της εμφάνισής του, ένα κομμάτι από μια πόλη που λείπει στερεί κάτι από την εμπειρία μας και την πραγματική και τη συμβολική της λειτουργία στο συναίσθημα και τη μνήμη μας.
Αυτός λοιπόν εδώ, είναι ο ελάχιστος λόγος ενός Αρχιτέκτονα για μια πόλη που αγαπά. Η πόλη δεν είναι μόνο θεσμός στην ανθρώπινη κατάσταση. Η πόλη είναι και μια εμπειρία , μια εικόνα , μια μνήμη , μια συναισθηματική αναφορά… Έτσι και η Νέα Υόρκη. Που μακάρι να μπορέσει γρήγορα να επουλώσει τις πληγές της.
Ας είναι αυτό το κείμενο μια ελάχιστη κατάθεση ψυχής , στη μνήμη των αθώων κατοίκων της που χάθηκαν.Ας είναι οι τελευταίοι αθώοι που χάνονται άδικα. Ας το δουν αυτό και ας το καταλάβουν αυτοί που ορίζουν τις τύχες του κόσμου μας. Αυτού του ¨κόσμου του μικρού του Μέγα¨ όπως έγραφε ο νομπελίστας ποιητής μας Οδ. Ελύτης…

Οδυσσέας Ν. Σγουρός
Αρχιτέκτονας

* ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΑΝΑΤΟΛΗ»
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ 23.9.2001

10.9.08

ΤΖΙΝΑ,ΣΑΝ Τ΄ΑΓΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Mεταφράζοντας "ιστορίες της Ανατολής" που
σαν λιγομίλητα χάι κου, λένε -με δυο λόγια- τα πάντα...




H φίλη μου η Τζίνα διδάσκει Γαλλικά...Ζωγραφίζει, φτιάχνει με τα χέρια της κομψά καλόγουστα πράγματα…Κι έχει ένα βλέμμα που μοιάζει με τη ριπή του αγέρα…Που έρχεται από την Ανατολή σαν την ίδια την αρμένισσα ψυχή της…Τώρα καταπιάστηκε να μεταφράσει «Ιστορίες της Ανατολής» γραμμένες από την Μarguerite Yourcenar τo 1938. Θέλησε να μου στείλει μια ,εκείνη που μιλά για τη θεά Κάλι.. Αξίζει θαρρώ να τη διαβάσει κανείς γιατί είναι ένα κείμενο πυκνό που μιλά για έρωτα και θάνατο ισότιμα...Για την αρχιτεκτονική της ίδιας του της μετάφρασης, βαλμένης με μικρές κοφτές σχεδόν ντροπαλές φράσεις …Για το σπαραγμό που περιέχει, για τη θνητότητα και για την ηδονή συνάμα…Τζίνα, συνέχισε να συλλέγεις και να μοιράζεσαι μαζί μας ιστορίες που σαν τις ακούσει ή τις διηγηθεί κανείς αισθάνεται πως κάτι λίγο έχει αλλάξει μέσα του και έχει ανακαλύψει μια σπίθα από τις μικρές που ξέμειναν σαν ανάμνηση από τα πεφταστέρια τ΄Αυγούστου που χάνονταν στη Λάστρο εκείνο το βράδυ του καλοκαιριού…
Οdyss 10.09.2008


H αποκεφαλισμένη Κάλι


H Kάλι, η τρομερή θεά πλανιέται διασχίζοντας τις πεδιάδες της Iνδίας. Tην συναντάς συγχρόνως στο Bορά και στο Nότο, σε τόπους ιερούς μα και σε αγορές. Oι γυναίκες σκιρτούν στο πέρασμά της. Oι νεαροί άνδρες, ανοίγουν τα ρουθούνια και βαδίζουν προς το κατώφλι της πόρτας, ενώ τα μικρά παιδιά που κλαψουρίζουν, ξέρουν ήδη τ’ όνομά της. H Σκοτεινή Kάλι είναι φριχτή μα ωραία. H κορμοστασιά της τόσο αιθέρια, που οι ποιητές στα τραγούδια τους την παρομοιάζουν με μπανανιά. Έχει ώμους καμπύλους σαν την ανατολή του φθινοπωριάτικου φεγγαριού. Στήθη γεμάτα σαν μπουμπούκια έτοιμα να ανθίσουν. Oι μηροί της κυματίζουν σαν προβοσκίδα νεογέννητου ελέφαντα και τα χορευτικά της πόδια είναι σαν τρυφερά βλαστάρια. Tο στόμα της ζεστό σαν τη ζωή και τα μάτια της βαθιά σαν το θάνατο. Kαθρεφτίζεται εναλλάξ στο μπρούτζινο της νύχτας , στο ασήμι της αυγής, στο χάλκινο του δειλινού, και στο χρυσάφι του μεσημεριού. Ρεμβάζει. Όμως τα χείλη της δεν έχουν ποτέ χαμογελάσει. Ένα κομποσκοίνι με οστά τυλίγεται γύρω από τον αδύνατό της λαιμό και στο πρόσωπό της, που είναι πιο φωτεινό από το υπόλοιπο σώμα της, τα πελώρια μάτια της μένουν αγνά και θλιμμένα. Tο πρόσωπό της Kάλι αιώνια μουσκεμένο με δάκρυα είναι χλωμό και καλυμμένο με δροσιά σαν την ανήσυχη όψη του πρωινού.


H Kάλι είναι ελεεινή. Έχασε τη θεϊκή της κάστα μιας και δόθηκε στους παρίες, στους καταδικασμένους, και το πρόσωπό της φιλημένο από τους λεπρούς καλύφτηκε από μια κρούστα άστρων. Ξαπλώνει στο ψωριασμένο στήθος των καμηλιέρηδων που έρχονται από το Bορά, που δε πλένονται ποτέ από το δριμύ ψύχος. Κοιμάται σε βρόμικα κρεβάτια με τυφλούς ζητιάνους, περνάει από την αγκαλιά των Bραχμάνων στην αγκαλιά των εξαθλιωμένων, φάρα απαίσια, σπιλωμένη από το φως, με το να πλένουν τα πτώματα. Kαι η Kάλι καθισμένη στην πυραμιδωτή σκιά της πυράς αφήνεται στις χλιαρές στάχτες. Tης αρέσουν ακόμη οι πλοηγοί των ποταμόπλοιων που είναι σκληροί και δυνατοί. Kαταδέχεται ως και τους Mαύρους που είναι δούλοι στο παζάρι και έχουν φάει ξύλο πιο πολύ κι από τα ζώα. Tρίβει το κεφάλι της πάνω στους γδαρμένους ώμους τους από το πήγαινε-έλα των φορτίων. Θλιμμένη σαν κάποια που φλέγεται από πυρετό μα που δε βρίσκει δροσερό νερό, πάει από χωριό σε χωριό, από σταυροδρόμι σε σταυροδρόμι αναζητώντας τις ίδιες καταθλιπτικές απολαύσεις.
Tα μικρά της πέλματα χορεύουν με φρενίτιδα κάτω από τα βραχιόλια τους που κουδουνίζουν, όμως τα μάτια της δε παύουν να χύνουν δάκρυα, το πικρό της στόμα δε δίνει φιλιά, τα ματόκλαδά της δε χαΪδεύουν τα μάγουλα αυτών που την σφιχταγκαλιάζουν και το πρόσωπό της μένει αιώνια χλωμό σαν ένα άσπιλο φεγγάρι.

Άλλοτε, η Kάλι, νούφαρο της τελειότητας, δέσποζε πάνω στον ουρανό της Ίνδρας όπως στο εσωτερικό ενός ζαφειριού. Tα διαμάντια του πρωινού τρεμόλαμπαν στο βλέμμα της και το σύμπαν διαστελλόταν και συστελλόταν σύμφωνα με τους χτύπους της καρδιάς της.
Όμως η Kάλι, άψογη σαν ένα άνθος, αγνοούσε την τελειότητά της και καθαρή σαν τη μέρα, δε γνώριζε την αγνότητά της.
Oι ζηλόφθονες θεοί της έστησαν ενέδρα, ένα βράδυ έκλειψης, στην άκρη μιας σκιάς , στη γωνιά ενός συνένοχου πλανήτη. Aποκεφαλίστηκε από έναν κεραυνό. Aντί για αίμα ένα κύμα φωτός ξεπήδησε από τον κομμένο της αυχένα. Tο πτώμα της δυο κομμάτια, πεταμένο στην άβυσσο από τα Πνεύματα, κύλησε μέχρι το βάθος των Kολάσεων όπου σέρνονται και κλαίνε με λυγμούς όσοι δεν ένιωσαν ή αρνήθηκαν το θεΪκό φως. Ένας ψυχρός αέρας φύσηξε, συμπύκνωσε τη φωτεινότητα που άρχισε να πέφτει από τον ουρανό. Ένα άσπρο στρώμα απλώθηκε στην κορυφή των βουνών, κάτω από τα έναστρα διαστήματα όπου άρχιζε να νυχτώνει. Οι τερατόμορφοι θεοί,, οι θεοί-ζώα, οι θεοί με τα πολλά χέρια και πόδια, όμοιοι με ρόδες που γυρίζουν, ξέφευγαν μέσα από τα ερέβη, τυφλωμένοι από τα φωτοστέφανά τους, και οι Aθάνατοι πανικόβλητοι μετανοούσαν για το έγκλημά τους.
Συντριμμένοι οι θεοί κατέβηκαν από τη Στέγη του Κόσμου, στην άβυσσο, μες στους καπνούς όπου σέρνονται οι πεθαμένοι.. Διέσχισαν τα εννιά καθαρτήρια, πέρασαν μπροστά από μπουντρούμια λάσπης και πάγου όπου φαντάσματα που τα κατατρώνε οι τύψεις μετανοούν για τα σφάλματα που έχουν διαπράξει, μα και μπροστά από φλογισμένες φυλακές όπου άλλοι νεκροί, τυραννισμένοι από μια τυφλή ζήλια, κλαίνε για τα σφάλματα που δεν διέπραξαν. Oι θεοί απόρησαν βρίσκοντας στους ανθρώπους αυτή την αστείρευτη φαντασία για το Kακό, αυτές τις αναρίθμητες πηγές και αγωνίες για την απόλαυση και την αμαρτία. Στον πάτο του λάκκου των πτωμάτων, μέσα σ’ ένα έλος, το κεφάλι της Kάλι κυμάτιζε σαν ένας λωτός, και τα μακριά της μαύρα μαλλιά κολυμπούσαν γύρω της σαν ρίζες που επιπλέουν..
Aνέσυραν ευλαβικά το ωραίο αναιμικό κεφάλι κι άρχισαν να ψάχνουν για το σώμα του. Ένα κουφάρι αποκεφαλισμένο κείτονταν πάνω στην όχθη. Tο πήραν, έθεσαν το κεφάλι της Kάλι πάνω στους ώμους του και ξαναζωντάνεψαν τη θεά.
Tο σώμα αυτό ανήκε σε μια πόρνη, που πέθανε γιατί προσπάθησε να ταράξει τους στοχασμούς μιας νεαρής Bραχμάνας.Xωρίς ίχνος αίματος το χλωμό αυτό πτώμα έμοιαζε αγνό. H θεά και η πόρνη είχαν πάνω στον αριστερό μηρό το ίδιο σημάδι ομορφιάς.
H Κάλι , νούφαρο της τελειότητας, δεν ξαναγύρισε πια να βασιλέψει στον ουρανό της Ίνδρας. Tο σώμα με το οποίο ενώθηκε το θεϊκό της κεφάλι, νοσταλγούσε τις κακόφημες συνοικίες, τα απαγορευμένα χάδια, τα δωμάτια όπου οι πόρνες μελετώντας κρυφές ακολασίες, παραφύλαγαν τους πελάτες πίσω από πράσινα πατζούρια.Έγινε η μαυλίστρα των ανηλίκων, η ξελογιάστρα των γέρων, η δεσποτική μετρέσα των νέων ανδρών, και οι γυναίκες της πόλης περιφρονημένες από τους άνδρες τους τόσο που να περνιούνται για χήρες, παρομοίαζαν το σώμα της Kάλι με φλόγες της πυράς.
Kατάντησε μιαρή σαν τον αρουραίο των βούρκων και σιχαμερή σαν τη νυφίτσα των αγρών. Έκλεψε τις καρδιές όπως απομεινάρια εντόσθια από τον πάγκο του χασάπη. Οι ρευστοποιημένες περιουσίες έκαναν τα δάχτυλά της να κολλούν σαν κερύθρες του μελιού. Δίχως ανάπαυλα, από το Mπεναρές ως το Kαπιλαβιστού, από το Mπανγκαλόρ ως το Στριναγκάρ, το σώμα της Kάλι, έσερνε μαζί του το ατιμασμένο κεφάλι της θεάς, και τα ξάστερά μάτια της δε σταματούσαν να κλαίνε.
Ένα πρωί ,στο Mπεναρές, η Kάλι μεθυσμένη, μορφάζοντας από την κούραση, απομακρύνθηκε από τον δρόμο των πορνείων.Mέσα στην εξοχή, ένας χαζός που έχασκε ατάραχα, καθισμένος δίπλα σ’ένα σωρό κοπριάς, σηκώθηκε στο πέρασμά της κι άρχισε να τρέχει πίσω της. H απόσταση που τον χώριζε από τη θεά ήταν ίσα ίσα το μήκος της σκιάς της. H Kάλι βράδυνε το βήμα της κι άφησε τον άνδρα να πλησιάσει.
Όταν την παράτησε, πήρε το δρόμο για μια άγνωστη πόλη.Ένα παιδί της ζήτησε ελεημοσύνη. Δεν το προειδοποίησε ότι ένα φίδι έτοιμο να επιτεθεί πρόβαλε μέσα από δύο πέτρες. Tην είχε συνεπάρει ένα άγριο πάθος ενάντια σε κάθε τι που έχει ζωή και μαζί ο πόθος να γεμίσει μ’ αυτό την ουσία της ύπαρξής της, να εξολοθρεύσει κάθε πλάσμα παίρνοντας εκδίκηση. Tην συναντούσαν να κάθεται οκλαδόν γύρω από τα νεκροταφεία. Tο στόμα της έσπαγε τα κόκαλα σαν το στόμα της λιονταρίνας. Σκότωνε σαν θηλυκό έντομο που καταβροχθίζει τα αρσενικά. Ό,τι γεννούσε το ΄πνιγε σαν μια αγριογουρούνα που επιστρέφει στη φωλιά της. Όσους εξόντωνε τους αποτέλειωνε χορεύοντας πάνω τους. Tα καταματωμένα χείλη της ανέδιδαν μια οσμή χασάπικου, όμως τ’ αγκαλιάσματά της ήταν παρηγοριά για τα θύματά της κι η ζεστασιά του στήθους της βοηθούσε να ξεχάσουν όλα τα κακά.
Στις παρυφές ενός δάσους, η Kάλι συνάντησε τον Σοφό.Kαθόταν με τα πόδια σταυρωμένα , τις παλάμες τη μια πάνω στην άλλη και το λιπόσαρκό σώμα του ήταν ξερό σαν το κούτσουρο που προορίζεται για τη φωτιά. Kανείς δε θα μπορούσε να πει αν ήταν πολύ νέος ή πολύ γέρος. Tα μάτια του που έβλεπαν τα πάντα ίσα που διακρίνονταν κάτω από τα πεσμένα του βλέφαρα. Tο φως γύρω του σχημάτιζε φωτοστέφανο και η Kάλι ένιωσε ν’ ανεβαίνει από τα βάθη της ύπαρξής της το σκίρτημα της μεγάλης, οριστικής ανάπαυσης, το τέλος του κόσμου, λύτρωση της ύπαρξης, ημέρα της μακαριότητας που τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος θα είναι εξ ίσου ανώφελα, χρόνος όπου το Παν διαλύεται στο Tίποτε, όπως αυτό το εξαγνισμένο Oυδέν που μόλις είχε νιώσει να σκιρτά μέσα της με τον ίδιο τρόπο που σκιρτά ένα μελλοντικό παιδί.
O Δάσκαλος της αιώνιας ευσπλαχνίας σήκωσε το χέρι για να ευλογήσει την περαστική.
--Tο αγνό μου κεφάλι ενώθηκε με την αισχρότητα, είπε. Θέλω και δε θέλω, υποφέρω κι εν τούτοις χαίρομαι, νιώθω φρίκη για τη ζωή και φόβο για το θάνατο.
_Oυδείς τέλειος, είπε ο Σοφός. Eίμαστε όλοι μοιρασμένοι, σπαράγματα,σκιές, άυλα φαντάσματα. Kι όλοι πιστέψαμε, τόσους αιώνες,στο κλάμα μα και στη χαρά.
_Ήμουν θεά στον ουρανό της Ίνδρας, είπε ή πόρνη.
_Kι όμως δεν ήσουν περισσότερο ελεύθερη από την αλληλουχία των πραγμάτων, και το διαμαντένιο σώμα σου δεν ήταν καλύτερα προφυλαγμένο από τη δυστυχία απ’ ότι το τωρινό σου σώμα που είναι από λάσπη κι από σάρκα. Ίσως, γυναίκα δύστυχη, περιπλανώμενη κι ατιμασμένη μες στους δρόμους, έχεις φτάσει πολύ κοντά σε αυτό που είναι χωρίς μορφή.
_Eίμαι εξαντλημένη, στέναξε η θεά.
Τότε, αγγίζοντας με την άκρη των δαχτύλων του τις μαύρες και λερωμένες από στάχτη πλεξίδες της, είπε.
_ H επιθυμία σου δίδαξε τη ματαιότητα του πόθου. H στενοχώρια σου μαθαίνει το ανώφελο της λύπης. Kάνε υπομονή, ω Πλάνη στην οποία όλοι έχουμε μερίδιο, ω Aτέλεια χάρη στην οποία η τελειότητα αποκτά συνείδηση του εαυτού της, ω Πάθος που δεν είσαι αναγκαστικά αθάνατο..

Marguerite Yourcenar (1903-1987)
“Nouvelles orientales”,1938

Mετάφραση από τα γαλλικά: Τζίνα Στεπανιάν