29.5.09

BAUHAUS 1919-2009 [2]

Ο Δημήτρης & η Σουζάνα Αντωνακάκη (α66)
και η εμπειρία του οικισμού του Διστόμου Βοιωτίας
ως κατακτημένη επιτομή μιας πρώιμης -αλλά μεστής
νοήματος – συμβολής στις αναζητήσεις της
μετα-bauhaus νεωτερικότητας

Ο μοντερνισμός του «Εργαστηρίου 66» και η
στιβαρή του ωρίμανση μέσω μιας βαθιάς διανοητικής
και κοινωνικής επεξεργασίας και κατάδυσης
στα όρια του «πολιτικού» υποστρώματος
της συνθετικής διαδικασίας


Δημ.& Σουζ.Αντωνακάκη (φωτο. Οdyss/Χανιά 24.04.09)
Η προσωπική μου μυθολογία στο δεύτερο βήμα αυτής της περιήγησης με αφορμή τα 90 χρόνια του Bauhaus, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στη θεμελιώδη επιρροή που άσκησε σε μένα και στη γενιά μου ο δάσκαλος μας Δημήτρης Αντωνακάκης μαζί με τη Σουζάνα –σύντροφό του στη ζωή και στην περιδιάβαση των τοπίων της αρχιτεκτονικής και του κόσμου.

Για μας ο μοντερνισμός στα χρόνια των σπουδών δεν είχε σχέση μόνο με τη κτισμένη παράδοση των επώνυμων αρχιτεκτόνων και των καταστατικών καλλιτεχνικών κινημάτων της αρχιτεκτονικής αμφισβήτησης στη διάρκεια του 20ου αιώνα ,αλλά περιείχε πάντα εν σπέρματι το στοιχείο της ριζοσπαστικής αναθεώρησης και της ρήξης με τη συνολική οπτική των πραγμάτων που δεν δίσταζε να το εκφράσει ακόμη και μέσα από μανιφέστα ή τη συμμετοχή σε πολιτικά προγράμματα της εποχής του.

Αυτή ήταν τελικά η μεγάλη μετάβαση στην οποία συνέβαλε με το δικό της ξεχωριστό τρόπο η κυοφορία και ο αναβρασμός της μεσοπολεμικής κυρίως περιόδου και ιδιαίτερα μετά την εμπειρία του Bauhaus.Η αρχιτεκτονική και οι αρχιτέκτονες ,όχι φορείς και εκφραστές κάθε είδους στιλιστικής και υφολογικής αναζήτησης, αλλά ενεργοί στο μέτωπο που μετασχηματίζεται το κοινωνικό ζήτημα και οι ανάγκες των πολλών σε μια κτισμένη και μοιρασμένη σε όλους πολεοδομική ή στεγαστική πρόταση.

Ο Δημήτρης Αντωνακάκης, ευαίσθητος πυκνωτής και πομπός θα πρόσθετα όλων των εμπειριών που είχαν σχέση με την αρχιτεκτονική, ήταν ο δάσκαλος που με μεγάλο θάρρος διατύπωνε όχι μόνο ένα αρχιτεκτονκό αλλά εν τέλει ένα συλλογικό όραμα. Συναιρώντας όλες τις προσλήψεις και τις προσεγγίσεις μιας μοντέρνας θεώρησης ήταν εκείνος που μιλώντας για σύνθεση έθετε ως προαπαιτούμενο τη σχολαστική ανάλυση, αναφερόμενος στην αισθητική την περιέγραφε κυρίως ως ένα ζήτημα ηθικής στάσης της κατασκευής και βέβαια με όλους τους έμμεσους και άμεσους τρόπους ποτέ δεν έπαψε να εκφράζει την πεποίθηση πως η αρχιτεκτονική αποτελεί μια κατ΄εξοχή κοινωνική χειρονομία και ως τέτοια πρέπει να είναι συγκροτημένη στιβαρά με λογικό αλλά και την ίδια ώρα ποιητικό τρόπο.

Το μάθημα του πνεύματος του Τόπου (genius loci) και η κριτική ματιά πάνω στην παράδοση και τις μορφές της ,μπορεί με μύριους τρόπους να ενσωματώνεται μέσα στις πιο ρηξικέλευθες σύγχρονες προτιμήσεις και να εισάγει μέσα από την επίπονη και πολύπλευρη αναζήτηση των ορίων της σύνθεσης στην εξαγγελία ενός προσωπικού οράματος που γνοιάζεται όμως για τους πολλούς. Θεωρία της Αρχιτεκτονικής, κινήματα και σχολές, οι μεγάλοι δάσκαλοι και δημιουργοί, η λογοτεχνία και η πολιτισμική θεωρία, ο κινηματογράφος και βέβαια και πρώτιστα το ίδιο το γιαπί –ο χώρος της κατασκευής – αποτελούσαν τα τοπία μέσα από τα οποία ο Δημήτρης μετέτρεπε ένα προσωπικό όραμα σε διδαχή γενναιόδωρα μοιρασμένη σε όλους ή τουλάχιστον σε ΄κείνους που ήθελαν «να δουν».

Την εποχή εκείνη το σημαντικό έργο του Δημήτρη και της Σουζάνας στα χρόνια του ΄70 και της μεταπολίτευσης αλλά και αργότερα είχε αρχίσει ήδη να διαμορφώνει ένα ευδιάκριτο ίχνος στο σώμα της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής που μετά την άνοιξη των αρχών της δεκαετίας του ‘60 είχε περάσει μέσα από τη ρητορεία της επτάχρονης δικτατορικής εκτροπής με εμφανή τα σημάδια μιας αισθητικής και κατασκευαστικής καθυστέρησης.

Η πολυκατοικία στην οδό Μπενάκη (1972-74), το αρχαιολογικό Μουσείο της Χίου, τα μοναδικά σπίτια έξω από την πόλη, το σπίτι του Π. Ζάννα στου Φιλοπάππου ( με συγκίνηση θυμούμαι την ξενάγηση από τον ίδιο το 1981-82 σε ένα σμάρι φοιτητών της αρχιτεκτονικής σχολής) και ένα εκτεταμένο σε ποιότητα και επίμονα κεντημένο έργο , αποτελούν μια τεράστια ευδιάκριτη κατάθεση και μοναδική συμβολή στη στρωματογραφία της νεώτερης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Αυτό όλοι κατάφεραν να το αναγνωρίσουν εκτός από την ίδια την Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ που αρνήθηκε συστηματικά να εκλέξει τον Δημήτρη και επίσημα καθηγητή ,για να κομίσει ίσως «γλαύκα εις Αθήνας» μιας και η αναγνώριση του έργου και της διδακτικής του ποιότητας ήταν ήδη καθολική- και πρώτα βέβαια από μας που σπουδάζαμε- αλλά και διεθνής.

Πολυκατοικία στην οδό Μπενάκη στην Αθήνα ,1972-74 /Aρχαιολογικό Μουσείο Χίου

Έργο σταθμός του εργαστηρίου τους στην εμπειρία του ελληνικού μοντερνισμού το οργανωμένο συγκρότημα 85 εργατικών κατοικιών κοντά στον οικισμό του Διστόμου της Βοιωτίας (1969) αποτέλεσε μια γοητευτική πρώιμη κατάθεση στη διατύπωση του συλλογικού του οράματος και έθεσε με σαφή και στιβαρό τρόπο το αίτημα ενός μπρουταλισμού που εξυψώνει την αρχιτεκτονική αναζήτηση στο ύψος των αναφορών του «λαϊκού»,διαρκούς αποθέματος αλλά και χώρου άντλησης επιρροών και συσχετίσεων σε όλες τις εμπνεύσεις της μοντερνικότητας και της εκφραστικής της πρωτοπορίας.

Η πολύτιμη εικόνα εκείνης της εποχής από το προσωπικό αρχείο του Δημήτρη και της Σουζάνας μου έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσω με μεγαλύτερο βάθος τη μοναδική συνθετική ποιότητα και την αξεπέραστη σχέση με το τοπίο που είχε αυτή η πρόταση όταν ολοκληρώθηκε. Μετά τις προσφυγικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας στη διάρκεια του μεσοπολέμου, η νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική ποτέ δεν έφτασε στο ύψος ενός τόσο εξαιρετικού παραδείγματος κοινωνικά οργανωμένου οικιστικού συγκροτήματος κατοικιών που να περιέχει τις φανερές αλλά και τις λανθάνουσες υποδηλώσεις μιας τόσο σθεναρής και καταστατικής για τη γενεαλογία του μοντέρνου, προσωπικής και κοινωνικής οπτικής.

Ο οικισμός στο Δίστομο Βοιωτίας,1969 (φωτο. αρχείο Δ.&Σ.Αντωνακάκη)
Ο οικισμός απλώνεται σε ζώνες στους πρόποδες των βουνών με υψομετρικές εξάρσεις και καταδύσεις θέτοντας με ορατό τρόπο ένα ζήτημα διαπραγμάτευσης των ορίων του κτιστού στη σχέση με το ανάγλυφο του φυσικού εδάφους και με καθαρή γεωμετρική διάθεση μετασχηματίζει τη ροή του κτιρίου σε ομολογία κατανόησης της διαδρομής του ίδιου του βλέμματος μέσα στις σταθερές της αιώνια σχηματισμένης άδηλης φοράς των γραμμών του τοπίου. Ο τρόπος που εξελίσσεται ο κτιριακός οργανισμός με μια διαρκή συμπλοκή των ισοϋψών του χθόνιου υποστρώματος με τις δομικές του ενότητες και τη σχεδόν παραληρηματική αλληλουχία πλήρων και κενών μετασχηματίζει την οργανική πολεοδομική αναζήτηση για τις σχέσεις ιδιωτικού και δημόσιου χώρου σε συγκλονιστική πλαστική εποποιία που παρόμοιά της σπάνια μπορεί να απαντηθεί στις γνωστές επώνυμες συνθετικές καταθέσεις της διεθνούς εμπειρίας του 20ου αιώνα.

Οικισμός Διστόμου /Σχηματικό διάγραμμα συνθετικής επεξεργασίας
Το αρχιτεκτονικό έπος της δημιουργικής σχεδιαστικής πρότασης του Δημήτρη και της Σουζάνας αίρεται με τρόπο ανεπίστροφο σε παράδειγμα που μόνο με κορυφαίες στοιχειώσεις του «λαϊκού» που έχει δοκιμάσει ο χρόνος και έχουν γαλβανίσει οι αναβρασμοί της εξέλιξης μπορεί να συσχετισθεί (Σάναα Υεμένης, Μάτσου Πίτσου Περού, Μάνη, Οία ,Χώρα Αμοργού). Η κορυφαία μετάβαση του αρχιτεκτονικού συμβάντος από τον υποκειμενισμό της επώνυμης έκφρασης στην έσχατη αντικειμενικότητα και τη γοητεία μιας κερδισμένης υπέροχης «ανωνυμίας».Η ροή των δεδομένων μιας διανοητικής επεξεργασίας την ώρα που μετατρέπεται σε μαρτυρία της κοινής μας συνείδησης.

Ο οικισμός αυτός θα μπορούσε να είναι πάντα εκεί, μέρος του τοπίου. Aυτή η ίδια φράση μου΄ ρχεται στο νου κάθε φορά που συναντώ το Δημήτρη Αντωνακάκη στο ΚΑΜ στα Χανιά, καλλιτεχνικό του διευθυντή και αέναο ταξιδευτή στις εσχατιές ενός τόσο πολύπλευρου κόσμου ιδεών και πραγμάτων. Μου φέρνει στο νου τη σεκάνς από την ταινία του Πατρίσιο Γκουσμάν «Σαλβαδόρ», όπου ο αφηγητής σχολιάζοντας την παρουσία και τη σχέση του Αλλιέντε με το πλήθος κάθε στιγμή του πολιτικού και του προσωπικού του χρόνου σημείωνε πως «….ο Σαλβαδόρ ήταν πάντα εκεί, μέρος του τοπίου…»
Νυκτερινή (!) τομή του συγκροτήματος του Διστόμου
Η συνθετική και κατασκευαστική έκφραση του οικισμού διαθέτει τις αφαιρέσεις και την τραχύτητα με τις οποίες τον έχει εφοδιάσει η αλληλουχία των σκληρών όγκων της πέτρας που τον υποδέχονται και οι εικαστικές και χρωματικές τονικότητες που κυριαρχούν έχουν υψηλό βαθμό ανταπόκρισης στην ακατάλυτη σκληρότητα των ίδιων των υλικών τους. Η ωσμώσεις του φυσικού περιβάλλοντος ρευστοποιούν σχεδόν τα πρωταρχικά του υλικά και τα μετατρέπουν σε ίζημα που στοιχειώνει την πλαγιά με σχεδόν κρυπτικό τρόπο, καταφέρνοντας να σχηματίσουν μια σχεδόν εμβληματική εικόνα που ανακαλεί στη συνείδηση τις πιο πρωτόλειες ανθρωπογενείς μνημειώσεις από τη μυθική αλλά πραγματική Αzzanathkona στη Μεσοποταμία ίσαμε τις μυστηριώδεις και συνάμα γοητευτικές πόλεις του Μάρκο Πόλο, εικονικό παραλήρημα της διανοητικής κυοφορίας ενός σπουδαίου λογοτέχνη σαν τον ΄Ιταλο Καλβίνο.

Στην προσωπική μου προτίμηση ο οικισμός του Διστόμου Βοιωτίας αποτελεί την κορυφαία χειρονομία του ελληνικού μπρουταλισμού και μεταφέρει στο χρόνο με καταλυτικό τρόπο το ιδίωμα μιας στιβαρής και θαρραλέας κατάθεσης της αρχιτεκτονικής νεωτερικότητας που επιδιώκει να συντονίζεται κάθε στιγμή με τα κοινωνικά και πολιτικά προτάγματα της εποχής της και διαθέτει πάντα μια ριζοσπαστική και ανοιχτή ματιά στον Τόπο και τον Κόσμο.

Στο κατατοπιστικό αρχειακό κινηματογραφικό υλικό που υπάρχει στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη, ερμηνεύεται από τους ίδιους με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο η μετάβαση από το φυσικό στο κτισμένο και αναλύεται η άρθρωση ενός προσωπικού συνθετικού οράματος σε αρχιτεκτονικό γεγονός.

Οdyss, 29.05.2009

22.5.09

ΒΑUHAUS 1919-2009 [1]

90 χρόνια
ανατροπές / μεταβάσεις / συνέχειες
Η περίπτωση Μαχ Bill (1908-1994)




















Walter Gropius, Bauhaus Dessau, 1925-26 /φωτο. Lucia Moholy, 1926
Καθώς συμπληρώθηκαν 90 χρόνια από τη δημιουργία της σχολής του Bauhaus στο Dessau της Γερμανίας, που άσκησε και εξακολουθεί να διαθέτει θεμελιώδη επιρροή στον αρχιτεκτονικό μοντερνισμό και αποτέλεσε σημείο καμπής όχι μόνο στην εξέλιξη της πρακτικής αλλά κυρίως των ιδεών της Αρχιτεκτονικής στη διάρκεια όλων αυτών των 90 χρόνων, η φετεινή χρονιά δίνει μια ευκαιρία αποτίμησης τόσο σε προσωπικό όσο και γενικότερο πλαίσιο.

Από την πρώτη εμπειρία της γνωριμίας με την «υπόθεση» Bauhaus, μέσα από την περιήγηση στο φωτογραφικό υλικό που μας είχε εφοδιάσει η – εφαπτομενική- αλήθεια διδασκαλία στη σχολή ίσαμε τις σημερινές πολυποίκιλες εικονογραφικές ωσμώσεις του στην προσωπική μου αρχιτεκτονική εμπειρία ή στην ανάγνωση της στρωματογραφίας που διασώζει τις πρωτόλειες εκφράσεις του ίσαμε στην πιο μικρή πόλη του τόπου μου, το Bauhaus εξακολουθεί να συναιρεί με γοητευτικό τρόπο την πιο ενδιαφέρουσα κτισμένη επιτομή μιας αρχιτεκτονικής που δεν αρκείται μόνο σε χειρονομίες για τη σύνθεση του ορατού καμβά που μας περιβάλλει αλλά αίρεται στο ύψος μιας βαθιά συλλογικής πολιτικής στάσης.

Το Bauhaus ξεκίνησε μετά την ήττα του α΄ παγκοσμίου πολέμου σε μια ταπεινωμένη Γερμανία και κατάφερε στα χρόνια του μεσοπολέμου να διατυπώσει με απτό τρόπο την ανάγκη για ένα καινούριο αρχιτεκτονικό και δημιουργικό όραμα ,που εκτός των άλλων θα ήταν αφοσιωμένο και θα μπορούσε να παρακολουθεί και να υποστηρίζει τα πολιτικά προτάγματα και τα προγράμματα για εκσυγχρονισμό που έθεταν με επιτακτικό τρόπο οι πολλαπλές μεταβάσεις εκείνης της περιόδου. Κατάφερε να αντέξει για 14 χρόνια, μέχρι το 1933 που οι ναζί έκλεισαν τη σχολή και ξεκίνησαν οι νύχτες των κρυστάλλων και η επώαση του αυγού του φιδιού ολοκληρώθηκε σταδιακά μέχρι ν΄ ανοίξουν οι πύλες της κόλασης στα Άουσβιτς της εποχής του ερέβους και του τρίτου ράιχ. Το τραγικό ήταν πως στην πόρτα αυτών των φονικών τόπων ήτανε γραμμένο ένα από τα συνθήματα του εκσυγχρονισμού («arbeit macht frei” /η εργασία απελευθερώνει) που μετατράπηκε έτσι στον πιο αποκρουστικό εφιάλτη , σαρώνοντας κάθε ίχνος ανθρώπινης ιδιότητας και εγκαθιστώντας την «κοινοτοπία του κακού» στο κέντρο κάθε απόφασης.
Λες και μετά την ανθοφορία μιας απίστευτης διανοητικής, καλλιτεχνικής και ιδεολογικής ενατένισης που εξέφρασε η σχολή του Bauhaus, ο κόσμος αλλά και οι ίδιοι οι γερμανοί αθώοι έπρεπε να περάσουν μέσα από τις μυλόπετρες μιας τραγικής μοίρας. Προσωπικά θεωρώ πως οι άνθρωποι που τοποθέτησαν τον μοντερνισμό στην αιχμή του τεράστιου μετασχηματισμού μιας εποχής που προσπαθούσε να απαλλαγεί από τις δεσμεύσεις του παρελθόντος και την υστέρηση και να ανακαλύψει το θαυμαστό καινούριο κόσμο που θα δημιουργούσε μια περισσότερο δημοκρατικά μοιρασμένη ευημερία σε όλους, είχαν και εξακολουθούν και σήμερα να έχουν μια μοναδική αίσθηση της σχέσης μας με ένα υλικό και πρακτικό κόσμο που εκτός των άλλων έχουμε ανάγκη για να μπορούμε να στεγάζουμε ακόμη και τις πιο μεταφυσικές μας –στο τέλος – φιλοδοξίες ή ενοράσεις.

Οι Γερμανοί πάντα ήξεραν να φτιάχνουν καλά ένα υλικό και να το χρησιμοποιούν κιόλας με το σωστό τρόπο. Στη σχολή του Bauhaus, συντελέστηκε ένα μικρό θαύμα. Η συστηματικότητα, η επινοητικότητα, η τελειομανία κάποτε και η πραγματική γνώση για τους τρόπους δομής κατάφερε να συναντηθεί με την αφαίρεση, τη δημιουργικότητα, την έμπνευση και ακόμη την τρέλα των αναζητήσεων της περιόδου και να μετατραπεί στην πιο καταστατική και στιβαρή αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική έκφραση που μέχρι σήμερα διατρέχει την παράδοση του μοντερνισμού και των πολύμορφων μετασχηματισμών της νεωτερικότητας.

Η επιρροή και η εξάπλωση του Βauhaus, ακόμη και στην περιφερειακή Ελλάδα, όπου βρήκε γόνιμο έδαφος λόγω των μεγάλων οικιστικών και στεγαστικών αναγκών εκείνης της περιόδου ,υπήρξε εντυπωσιακή και κατάφερε να δημιουργήσει σε λίγα χρόνια μια εκτεταμένη δεξαμενή εμπειριών από την οποία ο μοντερνισμός μέχρι σήμερα ποτέ δεν έπαψε να αρδεύεται και να αντλεί πληθώρα αναφορών.


O Max Bill και έργα του

Πριν από λίγες μέρες μαζί με την πρόσκληση πήρα και το πρόγραμμα προβολών του διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου Ecofilms ΄09 που θα γίνει και πάλι στη Ρόδο από τις 23-28.06.09 (καλλιτ. Διευθ. Λουκία Ρικάκη). Εκεί ανάμεσα στα άλλα εξαιρετικά φιλμ που θα προβληθούν ανακάλυψα και την ταινία ντοκιμαντέρ Max Bill του Eλβετού σκηνοθέτη Erich Schmid. Αναφέρεται στην προσωπικότητα και τη ζωή του σπουδαιότερου Ελβετού απόφοιτου της σχολής του Bauhaus Dessau, του Max Bill ,που με τη δραστηριότητα και τη δημιουργική του κατάθεση κατάφερε να γίνει στη χώρα του ο σημαντικότερος εκπρόσωπος μιας ολοκληρωμένης καλλιτεχνικής και πολιτικής αντίληψης που με μοναδικό τρόπο τροφοδοτήθηκε από τις σπουδές του στη διάσημη αυτή σχολή εκείνη την ηρωική εποχή. Αντιφασίστας, εικαστικός και αρχιτέκτονας, ευαίσθητος σε ζητήματα καλλιτεχνικής έκφρασης και ενεργός σε θέματα περιβαλλοντικής προστασίας υπήρξε ίσως ο σημαντικότερος Ελβετός καλλιτέχνης του 20ου αιώνα και της εποχής των μεγάλων ρήξεων και των ανακατατάξεων που δημιούργησε η αέναη κυοφορία του ριζοσπαστικού και του καινούριου.

Odyss, 22.05.2009

19.5.09

ΙΧΝΗΛΑΣΙΕΣ ΕΝΑΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ-ΠΟΛΙΤΗ

Με αφορμή μια παρουσίαση του βιβλίου «΄Ιχνος Χρόνου »
(εκδ. Καστανιώτη ,2008) του Καθηγητή Αρχιτέκτονα
Δημήτρη Φατούρου στο Μουσείο Μπενάκη (5.05.09),
μια προσωπική μαρτυρία από τη γνωριμία με τον οιονεί
Πολίτη -Αρχιτέκτονα, στα Χανιά (στο ΚΑΜ)
και ένα κείμενο του Δημήτρη Φιλιππίδη που τα λέει όλα…

«Ίχνος Χρόνου»…΄Οταν πήρα στα χέρια μου το ογκώδες βιβλίο του Δημήτρη Φατούρου είπα μέσα μου πως ένα πόνημα με τέτοιο μέγεθος σίγουρα δεν θα είχε μόνο αναφορές στην Αρχιτεκτονική.. Ο ίδιος ο τίτλος αυτόματα μου άσκησε εκείνη τη γοητεία που μου προκαλεί η χρήση και μόνο της λέξης «χρόνος» σε κάθε διατύπωση…Θυμήθηκα την ίδια στιγμή το Μάρτιν Χάϊντεγγερ (Είναι και Χρόνος) αλλά και τον Προυστ (Αναζητώντας το χαμένο χρόνο)…Αλήθεια υπάρχει Αρχιτεκτονική έξω από το χρόνο; Εκείνος της παρέχει γενναιόδωρα αυτή την εξαιρετική διάσταση για να μπορέσει να μνημειωθεί και να γίνει ένα αναπότρεπτο συμβάν…Μέσα στις αλλεπάλληλες στρώσεις του μπορούμε κι εμείς να την ανακαλύπτουμε και να κάνουμε τις αναφορές μας , ψάχνοντας πάντα τις αιτίες που την καθιστούν ένα ίζημα ανθεκτικό ενώ έχουν οδηγήσει ένα σωρό πράγματα στην αφάνεια ρευστοποώντας τα για πάντα μέσα στο μάγμα της εξέλιξης…

Ο Δημήτρης Φατούρος που γνώρισα στα Χανιά ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που είχα πλασμένο στη συνείδησή μου…Ένας Πολίτης -Αρχιτέκτονας με έργο στιβαρό, ευαίσθητος δέκτης και πομπός πολλών ερεθισμάτων και διαρκώς παρών…Από την ώρα που νεαρός σχεδίαζε το εξαιρετικό κολυμβητήριο στον Πειραιά ίσαμε την ώρα που ιχνογραφούσε το θεμελιώδες σπίτι στη Αίγινα, τόσο στέρεο παράδειγμα συνθετικής ευθικρισίας και μετασχηματισμού της ελάχιστης κλίμακας σε μνημειακή σχεδόν χειρονομία…Δραστήριος, ευαίσθητος, με ένα ανοικτό βλέμμα στον κόσμο της Αρχιτεκτονικής και του καθημερινού βίου…Και την ίδια ώρα αρχιτέκτονας κτίστης και δάσκαλος και αρθρογράφος και ενεργός πολίτης και ταξιδευτής και γενναιόδωρος εταίρος στις πιο εκλεκτές συναντήσεις…Σε κάθε «θερμό» σημείο όπου η καλή Αρχιτεκτονική προσπαθεί να περάσει στον κόσμο μέσα από εκθέσεις, συναντήσεις, ημερίδες, διαλόγους και ένα διαρκή προβληματισμό που όλα τα συναιρεί χωρίς να πετά τίποτα μεταφράζοντας την παραμικρή πρόσληψη σε γεγονός που αφορά τους Αρχιτέκτονες, τις ιδέες, το κτίσιμο, τον κοινό μας βίο, τον Κόσμο…Ο χαρακτηρισμός του Δ. Φατούρου ως Πολίτη-Αρχιτέκτονα θαρρώ πως είναι ο πιο σύντομος και περιεκτικός μαζί για ένα άνθρωπο που μου ανακαλεί στο νου το πρότυπο του αναγεννησιακού homo universalis

Το βιβλίο μια πολύπλευρη και γοητευτική περιήγηση στα δρώμενα του Τόπου μας μετά το ’50…Που με επίκεντρο την Αρχιτεκτονική και τη ματιά του καθηγητή Φατούρου, μετατρέπεται σε ένα μεγάλο ευρύ πεδίο ανάγνωσης, κατανόησης, ερμηνειών και καμιά φορά και απρόσμενης προσέγγισης όπου μια οξυδερκής, βαθιά στοχαστική και υποψιασμένη ματιά μετατρέπεται στον πιο ρηξικέλευθο ανατόμο της…Σημασία δεν έχει μόνο τι υπάρχει, τι κτίζεται, ποιοι το δημιουργούν αλλά πάνω απ΄όλα ο Τόπος που τα υποδέχεται και τα μετασχηματίζει σε ψιθύρους, κραυγές ή σπανιότερα μικρά αρμονικά πρελούδια που μας δίνουν την αφορμή να γράφουμε κάποτε στο χαρτί για να εκθειάσουμε, να στηλιτεύσουμε, να κατάλαβουμε το «άλλο», το ξένο που είναι ίσως μέσα μας και δεν μπορούμε πολλές φορές να το δούμε…Η ματιά του Δημήτρη Φατούρου έχει μια επιτηδευμένη πολυπλοκότητα και φανερώνει το πόσο πολυπράγμων είναι ο ίδιος…Είναι όμως –και αυτό έχει σημασία- πάντα τρυφερή…Σε χρώμα βαθύ σαν δειλινό σφαγμένο από το φως των ήλιων, όπως θα΄γραφε κι η Έμιλυ Ντίκινσον…Αυτός ο στίχος, ως αφιέρωση στον άνθρωπο Δημήτρη Φατούρο που πλούτισα γνωρίζοντας τον εκεί στα Χανιά πριν από χρόνια, κοινός καλεσμένος του Δημήτρη Αντωνακάκη και του ΚΑΜ…Ενός χώρου, εξαιρετικού εργοταξίου συναντήσεων των Αρχιτεκτόνων και όχι μόνο, με ένα πλούσιο κόσμο ιδεών και πραγμάτων βγαλμένων από το διαρκές εργαστήρι της ευαισθησίας, της γνώσης και της πιο πλατιάς ματιάς του Δημήτρη Αντωνακάκη που βρίσκεται πάντα εκεί, μέρος του ίδιου του ΚΑΜ και του τόπου…

Odyss, 19.05.2009


Δ. ΦΑΤΟΥΡΟΣ / ΙΧΝΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
(παρουσίαση βιβλίου Μ. Μπενάκη 5.5.2009)

Θα ήθελα ν’ αρχίσω ακολουθώντας κάποιες σκέψεις που είχα κρατήσει σ’ ένα σημείωμα για τον Φατούρο τον Ιούλιο 1996, καθώς τον παρακολουθούσα να μιλάει στο τότε Συμπόσιο της Μονεμβασίας. Πιστεύω πως θα μας ήταν χρήσιμες.
Έγραφα λοιπόν τότε τι μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σ’ αυτόν: τα «κενά», οι «αποσιωπήσεις» και οι δυνάμεις που κατευθύνουν τη φωνή και τη σκέψη του. Οι καταγωγικές του εμμονές, οι γυναίκες που τον μύησαν στις αισθήσεις, ο αόρατος φόβος του ν’ αντιμετωπίσει το παρελθόν πρόσωπο με πρόσωπο. Και συμπλήρωνα: δεν υπάρχει εδώ ποτέ «ολόκληρη» μια αφήγηση αλλά εκλεκτιστικά της αποσπάσματα. Για μερικά πράγματα είναι φλύαρος –όπως όταν μιλάει για τον ακάλυπτο, για το πέρασμα– για άλλα πάλι, ο ίδιος ανοίγεται στιγμιαία και μετά πάλι κρύβεται – αυτό ισχύει ιδιαίτερα για πολλές διαπροσωπικές σχέσεις, όπου τα πράγματα αφήνονται μετέωρα, ανολοκλήρωτα. Και τέλειωνα παρατηρώντας ότι είχα συνέχεια την αίσθηση πως καθώς μιλούσε μου έκλεινε το μάτι. Ότι δηλαδή –θα συμπλήρωνα σήμερα– πίσω από τη διήγησή του υπήρχαν απροσδιόριστα και αλλεπάλληλα στρώματα νοημάτων, αντιφάσεων, αδιεξόδων και ρήξεων που τα αποδεχόταν χαμογελώντας γαλήνια.
Από τότε έχουν περάσει μόλις 13 χρόνια, ένα τίποτα σε μια τόσο πλούσια ζωή σαν τη δική του. Οπότε δεν θα περίμενε κανείς να έχει αλλάξει ο Φατούρος σε τίποτα. Αλλά κι αυτό μπορεί να είναι μια ψευδαίσθηση: ο κόσμος γύρω μας συνεχώς αλλάζει, κι εμείς μαζί του, ασυναίσθητα ίσως αλλά πραγματικά, σε βάθος, ριζικά. Για να φέρω ένα ελάχιστο στοιχείο αυτής της αέναης ανατροπής, το 1996 ήμασταν μόλις 7 χρόνια από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και 5 χρόνια πριν την 11 Σεπτεμβρίου. Και σε άλλα 7 χρόνια θα κυκλοφορούσε το βιβλίο του Ίχνος Χρόνου.
Χρόνος, ο Χρόνος με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα. Αυτό τελικά μας καθορίζει, μας σφραγίζει. Και το βιβλίο του Φατούρου επίτηδες διαλέγει αυτή την τόσο σημαδιακή λέξη για τίτλο του. Κι αμέσως, ριζοσπαστικά και χωρίς περιστροφές, επιχειρεί να παλέψει μαζί του. Κάτι σαν τη μυθική πάλη στα μαρμαρένια αλώνια – σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα, ποιος θα επικρατήσει. Ο Φατούρος με την τυπική του ήπια, αλλά τόσο παραπειστική, προσέγγιση καταφέρνει αποφασιστικά χτυπήματα ενάντια στον χρόνο, τον εξουθενώνει, τον ταπεινώνει. Αλλά δεν τον αφανίζει, κι αυτό είναι δείγμα της σοφίας του. Τον βάζει όμως κάτω, τον ανατρέπει, τον αναιρεί και τον κάνει υποχείριό του. Τον υποχρεώνει να υπακούει στα δικά του κελεύσματα. Κι ο χρόνος υπακούει.
Μα φυσικά, αυτό το βιβλίο δεν είναι ένα δοκίμιο για το χρόνο. Κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα, για τον Φατούρο μάλιστα, ακόμα περισσότερο. Η προσέγγισή του είναι έμμεση – προσέξτε τη λέξη «έμμεση», γιατί άπειρες φορές ο Φατούρος αναφέρει τη λέξη, αλλά και τη χρησιμοποιεί. Μιλάει έμμεσα, διαθλασμένα, ώρες-ώρες τραυλίζοντας σαν ζαλισμένη Πυθία, βγάζοντας ακατανόητους ήχους προφητικούς. Και το δηλώνει ρητά. Έμμεσα λοιπόν για το χρόνο και κάτι ακόμα: βάζει μπροστά τη λέξη «ίχνος». Όχι «ίχνος» (λέγω εγώ) που θα σήμαινε κάτι κατακτητικό, κάτι εξουσιαστικό, αποφασιστικό και μονοσήμαντο, κάτι που προϋποθέτει προσδιορισμένο κι αταλάντευτο στόχο. Προτιμώ το «Ίχνη», δηλαδή πολλά μονοπάτια που συναντιούνται, διασταυρώνονται τυχαία και πάλι χωρίζουν, που κάπου αρχίζουν και μπορεί να σταματούν κάπου αλλού, σε κάποιο ξέφωτο δάσους καλή ώρα σαν του Χάιντεγγερ. Ένα τοπίο, με άλλα λόγια, όπου οι κινήσεις είναι χαοτικές, απρόβλεπτες, αποπροσανατολιστικές.
Αυτό, μας λέει ο Φατούρος, είναι το σημερινό τοπίο της αρχιτεκτονικής. Όπου πίσω από τη λέξη «αρχιτεκτονική», αυτός έχει φροντίσει να τοποθετήσει ή εγκαταστήσει έναν κόσμο ολόκληρο, ένα απείκασμα (δηλαδή μια εικόνα) της σύγχρονης ζωής, στο οποίο συμμετέχουν τόσα άλλα πράγματα με πολλαπλές εκλεκτικές συγγένειες και συνάφειες με την αρχιτεκτονική – το πιο πολύτιμο ίσως μάθημα που εισέπραξε μαθητεύοντας στον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και στον Πικιώνη.
Άρα, μιλώντας για «ίχνη χρόνου», ο Φατούρος μιλάει πότε άμεσα και πότε έμμεσα για αρχιτεκτονική, πότε με τη συμβατική της έννοια, πότε ξεφεύγοντας προς τις περιφερειακές, περιθωριακές της εκφάνσεις. Και κάθε φορά νικά τον χρόνο κατά κράτος, γιατί τον εκβιάζει και τον ανατρέπει, τον αναιρεί ιερόσυλα. Δεν κάνει ιστορία, δεν θέλει να παρατάξει τεκμήρια ανέγγιχτα και ιερά, που φέρουν πάνω τους τη σκόνη του χρόνου. Ό,τι επιλέγει για να μας δείξει είναι «πειραγμένο», ύποπτο παρέμβασης κι αναθεώρησης. Άρα, απόλυτα ζωντανό – όπως ο ίδιος, πεισματικά παρών στον ενεστώτα χρόνο, εκεί που δηλαδή μηδενίζεται ο χρόνος και τα ίχνη του αχνίζουν ακόμα, τόσο νωπά και νέα, όπως το μυαλό του που τα γέννησε.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν πιστεύω ότι στην πραγματικότητα ο ίδιος άλλαξε σε τίποτα αλλά βοήθησε ιδιαίτερα στο να αλλάξει ο τρόπος που κοιτάμε γύρω μας. ουσιαστικά αλλάζοντας τον κόσμο για χάρη μας. Κι όλα τ’ άλλα ήταν υπεκφυγές: ότι δήθεν αναθεωρεί απόψεις, ότι δήθεν ξανασκέφτεται πράγματα, ότι δήθεν ανασκευάζει και αποκαθιστά. Τίποτε απ’ αυτά. Καταθέτοντας ατέλειωτους καταλόγους, κωδικοποιώντας, κάνοντας πλάγιες εφόδους, προσφέροντας μια επίφαση του σταθερού αρχείου των πραγμάτων, όπως είπα εξαρχής, κλείνει το μάτι συνωμοτικά προς το μέρος μας. Και χαράσσοντας νέα ίχνη ελευθερίας, ολοένα διαφεύγει προς το άγνωστο.

Δημήτρης Φιλιππίδης

Δημήτρης Α. Φατούρος / CV

Ο Δημήτρης Α. Φατούρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Αρχιτέκτων ΕΜΠ 1952. Καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1959-1996, και από το 1996 ομότιμος καθηγητής, Visiting Fellow, στο Πανεπιστήμιο Yale, 1966-1967. Ήταν πρύτανης του ΑΠΘ (1983-1988), γενικός διευθυντής Ανώτατης Εκπαίδευσης του ΥΠΕΠΘ (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1974), υπουργός Παιδείας (1993-1994). Επίσης διετέλεσε πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, πρόεδρος στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών κ.ά. Έχει διδάξει και έχει δώσει διαλέξεις σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Έχει μελετήσει μόνος του ή με άλλους αρχιτέκτονες πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, όπως το Κλειστό Κολυμβητήριο στον Πειραιά, τα Μουσεία Καβάλας και Φιλίππων, την Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα κ.ά. Έχει πολλές δημοσιεύσεις για την αρχιτεκτονική, την τέχνη, την αισθητική και τον πολιτισμό σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και βιβλία. Έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία του για την αρχιτεκτονική και έχουν δημοσιευτεί για το έργο του πολλά αφιερώματα.


2.5.09

ΩΔΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Η εποποιία της αειφορίας του καινούριου
στο Κρητικό τοπίο που απέμεινε ανέγγιχτο.
Εμπειρία μιας μέρας στο Οροπέδιο του Καθαρού

στην Κριτσά, τόσο κοντά στον Άγιο Νικόλαο…


Το κρητικό τοπίο για να σχηματισθεί πέρασαν χρόνοι πολλοί… Από την εποχή της μάχης των Λαπιθών και των Τιτάνων ,τότε που μετακινήθηκαν βουνά κι ανοίξανε χαβγάδες και φαράγγια ίσαμε την ώρα της θεογονίας σε απάτητα βαθιά σπηλιάρια για να μη φτάνει η οργή των Κ(χ)ρόνων και να ρέει άφθονο το γάλα της τροφού Αμάλθειας, από τη νύχτα π΄ άνοιξε το ρήγμα του Χα και κύλησε στο βράχο γλύφοντας σπλαχνικά τη γης το αιώνιο νερό ίσαμε την πανσέληνο που ο Αϊ Γιώργης ο Σεληνάρης μοίρασε νάματα στη βρύση του να ξεδιψάσει τους προσκυνητές της Πίστης χρειάστηκε πολλή φροντίδα της χθόνιας μάνας μας της Γης…


Η διαμόρφωση του κρητικού τοπίου εκφράστηκε μοναδικά στη χιλιόχρονη διαδρομή των πρίνων, το άρωμα της φασκομηλιάς που μας γιάτρευε μικρούς, τον ακριβό δίκταμο(έρωντα) και την αλαδανιά, τα κατσοπρίνια και τους σκίνους, το μονοδέντρι ακοίμητο σκοπό στην κορυφογραμμή της Δίκτης λίγο πιο ΄κει από το Σπαθί την πιο ψηλή κορφή του «Λάζαρου», τις απιδιές στον Περθιανό και το Μέσα Αόρι, τα κρίνα, τις παιώνιες και τις αιμάσσουσες δρακοδιές στο γύρισμα του Απρίλη…



Βράχοι παλιοί αργασμένοι από τον καιρό, μάρτυρες μιας φυσικής παρουσίας που χάνεται βαθιά την ώρα που μεγάλωναν και δάσωναν οι κρητικές βελανιδιές την πλαγιά στην άκρη του οροπεδίου του Καθαρού ,μιας πατημασιάς τόπο από το Δάμακα, χαράκια και πλακούρες διάσπαρτα παντού από τον κάμπο με τα 1300 μ. υψόμετρο εκεί που ψάχνανε να βοσκηθούν οι νάνοι ιπποπόταμοι ίσαμε το Κοτσυφονερό (τι μοναδική ονομασία) στο ακατοίκητο διάσελο προς τη μεριά της Ιεράπετρας, όλα ανέγγιχτα ακόμη εκεί να περιμένουν να μερώσει το βλέμμα να σχηματίσει η ματιά τη γραμμή του ορίζοντα που ορίζουνε οι καρυδιές και τα απαλά καινούρια καφεπράσινα φυλλώματά τους που σου ΄ρχεται η διάθεση να τα αγγίξεις ναι νιώσεις τη θαλπωρή ,την τρυφεράδα τους, μια θωπεία σχεδόν ερωτική….


Αυτή ήτανε η εμπειρία της Πρωτομαγιάς…Μακριά από τη βουή της παραλίας και τις οικοδομές που δεν αφήνουνε το βλέμμα να ξεκουραστεί, να πλανηθεί να νιώσει και να παγιδέψει το φυσικό, το ακατάλυτο, αυτό που μπορείς μόνο να αισθανθείς μυρίζοντας τον οργασμό του θυμαριού, ακούγοντας το θρόισμα των φύλλων την ώρα που τα χαϊδεύει τ΄αγέρι για να σαρώσει τις λαγκαδιές και να μοιράσει το σπόρο τους στους ύπερους μιας οργιαστικής ανθοφορίας που περιμένει ηδονικά να πάρει μέσα της τη γόνιμη σπορά να συνεχίσει ετούτη την ατέλειωτη κυοφορία και τη γέννα που ήτανε, είναι και θα είναι η Ζωή…

Αυτή την ώρα οι σταρ της Αρχιτεκτονικής και τα στιλιστικά τους σκέρτσα μοιάζουν ανήμποροι να εκθρονίσουν από το αίσθημα και το συναίσθημα της στιγμής, τη βαθιά υπόκλιση στην αειφόρα Φύση, ανήμερη, αδυσώπητη και ιεραρχική και την ίδια ώρα μοναδική και ακατάλυτη και εκρηκτική, μείγμα των στοιχειών και της άχρονης και αιώνιας ισορροπίας της πλάσης, της εκκωφαντικής υλικής και την ίδια ώρα πνευματικής μας κατάστασης που ορίζει το Ον και το Χρόνο…

Σκέψεις λίγες ,διανοητική «περφόρμανς» στο όργιο της πρωτομαγιάτικης Φύσης που μας ρούφηξε για μια μέρα μέσα της ,ανακατεύοντας μας με τις ρίζες, τα κλαδιά, τα χαράκια και τους τράφους, τα κλαδιά της καρυδιάς στοργικά στηρίγματα των καινούριων χρυσοπράσινων φύλλων της Άνοιξης, το κελάρισμα του ολοκάθαρου νερού στο μικρό ρυάκι που σκύψαμε και ήπιαμε με τα χέρια χωρίς να γυρέψουμε ποτήρι, στο στρωσίδι με τις μαργαρίτες τ’ Αοριού που έλαμπαν καθώς τις προσπερνούσαν οι πρωινές ηλιαχτίδες… Μόνο το νερό στις διηγήσεις του Ταρκόφσκι είχε τη δύναμη να περιγράφει τόσο την ανθρώπινη κατάσταση και τούτη η μικρή ταπεινή νεροσυρμή που είδα σήμερα στο Καθαρό στο οροπέδιο μου την έφερε αυτόματα στο νου…



Μακριά από το θόρυβο και τη βουή του οικοδομικού κορεσμού που τείνει όλα να τα καταβροχθίσει και μας στο τέλος μαζί…Ο Θεός να βάλλει το χέρι του να μην περάσει το αποτρόπαιο χωροταξικό σχέδιο για την τουριστική (υπ)ανάπτυξη… Μόνο ο Γκόγια θα μπορούσε να ζωγραφίσει το «γίγαντα» που θα μας φάει όλους… Σαν τον Πανταγρουέλ αλλά κακός ετούτος…

Ωδή στη φύση (από τον Αρχιτέκτονα) ,όπως «…στη Χαρά» που θα΄ γραφε ο μεγάλος Λούντβιχ…

Οdyss, 02.05.02009