12.10.14

ODYSS: ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ*_01 # 12.10.2014

3SΚ** / ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ  / 25.9.14-9.11.14

Ο πρώτος λόγος /













ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ:  
ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΜΙΑΣ ΕΚΘΕΣΗΣ***

Δύο πράγματα συγκράτησα από όσα ειπώθηκαν στα εγκαίνια της έκθεσης του Αντώνη και του Βαγγέλη Στυλιανίδη (3SK) στο Μουσείο Μπενάκη στις 24 Σεπτέμβρη. Το πρώτο ήταν μια απορία της Μάρως Αδάμη, διευθύντριας των ΑΝΑ (Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής), προλογίζοντας: τι είναι μια αρχιτεκτονική έκθεση και γιατί γίνεται; Το δεύτερο ήταν τα όσα είχε να πει ο Βαγγέλης Στυλιανίδης με επίτηδες τονισμένο ρεαλισμό, παίρνοντας τελευταίος το λόγο, πριν ανέβουμε στην αίθουσα της έκθεσης. Είπε, ανάμεσα σε άλλα, πως η αρχιτεκτονική δεν είναι «τέχνη», πως δεν υπάρχει καλή ή κακή αρχιτεκτονική αλλά εκείνη που φέρνει λεφτά, πως ο πελάτης είναι εξίσου υπεύθυνος για την αρχιτεκτονική που γίνεται, κι ότι η δουλειά του ως αρχιτέκτονα ήταν να κυνηγάει συνέχεια το γιαπί.
Πώς θα μπορούσαν τέτοιες απορίες και αφορισμοί να μεταφερθούν στον τρόπο οργάνωσης μιας έκθεσης; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, γιατί οι εκθέσεις αρχιτεκτονικής (όπως και η δημοσίευση έργων της) τηρούν κάποιους συμβατικούς κανόνες, από τους οποίους δύσκολα μπορούν να ξεφύγουν. Πάντα επιβάλλεται ένα πνεύμα εξωραϊσμού, δηλαδή μια σκόπιμη επέμβαση στην πραγματικότητα. Όσα επιλέγονται να αναδειχθούν υπερισχύουν ενώ πολλά άλλα αποσιωπώνται. Λίγο-πολύ αυτή η τακτική εφαρμόζεται στην Ελλάδα, καθώς σε γενικές γραμμές υπερισχύει η τεχνική απόκρυψης από την πρόθεση αποκάλυψης.
Αν τα λόγια του Β. Στυλιανίδη μας είχε ανοίξει την όρεξη για μια στροφή προς την αλήθεια της αρχιτεκτονικής, πώς αυτό φαινόταν στην έκθεση; Αλλά και πιο γενικά: πώς μπορεί ο απροσχημάτιστος ρεαλισμός να περάσει σε μια έκθεση;
Τα αναρτημένα σχέδια και φωτογραφίες στους περιμετρικούς τοίχους πιστοποιούσαν μια διάθεση ισότιμης, χωρίς φόβο, προβολής όλων των έργων, άσημων και άγνωστων, διάσημων και πολυδημοσιευμένων, μιας επιβλητικής παραγωγής μέσα σε 40 χρόνια. Το σχεδιαστικό υλικό και τα εργαλεία που εκτίθονταν στα δύο κεντρικά τραπέζια πιστοποιούσαν κάτι άλλο: τον τεράστιο μόχθο πάνω στο σχεδιαστήριο της εποχής πριν την εμφάνιση της ψηφιακής σχεδίασης. Δύο χειρονομίες με φανερή την απουσία της αισθητικής ματιάς – η ομορφιά, μας θύμιζαν, είναι ένας μύθος. Η αλήθεια είναι η εξαντλητική, κάποτε κτηνώδης δουλειά, όπου η επιτυχία ή αποτυχία κρίνεται τυχαία, ως έμμεση συνέπεια της ικανοποίησης του προγράμματος.
Ώς εκεί υπήρχε απόλυτη συνέπεια ανάμεσα στις διακηρύξεις και στο προϊόν, δηλαδή την έκθεση. Όμως στον τοίχο στο βάθος φιγουράριζε, σαν φάντασμα, η τεράστια φωτογραφία της «πίσω» όψης του νέου Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) στο κέλυφος του παλιού εργοστασίου Φιξ. Εκείνη με την επένδυση πέτρας, που τόσες συζητήσεις έχει ήδη προκαλέσει. Σαν κάτι που στέκεται ξέχωρα. Σαν να ανήκε σε μιαν «άλλη» έκθεση, που ανοιγόταν από εκεί και πέρα, σ’ ένα αόρατο κομμάτι του Μουσείου.
Εκεί, ο ρεαλισμός είχε ξεχαστεί, είχε διαλυθεί στον αέρα. Οι επισκέπτες, οι προμηθευτές, οι κατασκευαστές και οι πελάτες – όλοι προσπερνούσαν χωρίς να στέκονται. Σαν να μην τους αφορούσε. Άραγε το είχαν προβλέψει και το επιδίωκαν οι Στυλιανίδη; Άνοιγαν έτσι μια κρυφή πόρτα σε μια επόμενη «έκθεση», μόνο για όσους ήθελαν να δουν, που δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά το ίδιο το Μουσείο όταν επιτέλους ολοκληρωμένο θα ανοιχτεί στο κοινό;
Αλλά αυτό, τότε, δεν ήταν μια πράξη ύψιστου ρεαλισμού; Το κτίριο καθαυτό, η καυτή πραγματικότητα αδιαπραγμάτευτη, γυμνή από καρυκεύματα και μεθερμηνείες;
Δημήτρης Φιλιππίδης

…και ο ύστερος /



ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΓΟΥΡΟΣ: 
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ - ΜΗΧΑΝΗ ΜΝΗΜΗΣ

Προσλήψεις & αποτιμήσεις του έργου των αδελφών Στυλιανίδη 
& μερικά παράπλευρα σχόλια  

Ούτε εκατό μέτρα πιο κάτω από το γραφείο μου στον Άγιο Νικόλαο, υπάρχει το μεγαλύτερο αστικό κέλυφος μέσα στον κεντρικό ιστό της πόλης. Είναι ένα ξενοδοχείο σχεδιασμένο από τους αρχιτέκτονες αδελφούς Στυλιανίδη. Καταλαμβάνει ολόκληρο το ιστορικό οικοδομικό τετράγωνο που στέγασε από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1970, το περίφημο πυρηνελαιουργείο «Ρούσσος» της οικογένειας Κουνδουράκη (Κούνδουρου).Μια εμβληματική πρώιμη βιοτεχνική επιχείρηση που αποτέλεσε την ισχυρή οικονομική αφετηρία της μεγάλης διαδρομής του γένους των Κουνδούρων, που καθόρισαν με την παρουσία τους τα δρώμενα αλλά και τη φυσιογνωμία της αστικής συγκρότησης του Αγίου Νικολάου. Εκλεκτοί γόνοι της οικογένειας, πολλές σημαίνουσες προσωπικότητες με πρώτο αναμφίβολα το σπουδαίο ανθρωπιστή, δικηγόρο και μάρτυρα της Εθνικής Αντίστασης Ρούσσο Α. Κούνδουρο (1891-1944/εκτελέστηκε από τους ναζί στις 29.08.1944) και το νεότερο, σκηνοθέτη και πολύπλευρο δημιουργό Νίκο Κούνδουρο (γεν.1925), με έργο που περιλαμβάνει  μερικές από τις πιο σπουδαίες ταινίες του μεταπολεμικού κινηματογράφου στην Ελλάδα («Ο Δράκος» κ.α.).
Στη διάρκεια της κατασκευής του, μου είχε κάνει εντύπωση η επίμονη επεξεργασία της λεπτομέρειας και η ποιότητα των συνεργείων και των υλικών. Καθώς περνούσα τακτικά από το εργοτάξιο κινούμενος στο περιβάλλον της πόλης, είχα σχηματίσει μια θετική εικόνα για τους δημιουργούς αρχιτέκτονες  που προσωπικά ο ίδιος ποτέ δεν είχα συναντήσει. Το κτίριο ολοκληρώθηκε, καταλαμβάνοντας τη θέση του στην αρχιτεκτονική στρωματογραφία της κεντρικής περιοχής της πόλης και εγκαθιστώντας μια ολοφάνερη μορφολογική και δομική ποιότητα που θεωρώ πως αποτέλεσε πρότυπο θετικής επιρροής σε αρκετούς νεότερους αρχιτέκτονες. Η τοποθέτηση ενός κεντρικού διαμπερούς αιθρίου και η δυνατότητα κίνησης των πεζών μέσα από το κτίριο, πρότειναν μια άλλη σχέση του κελύφους με τον αστικό δημόσιο χώρο και την πόλη και του προσέδωσαν μια ολοφάνερη πολεοδομική ποιότητα που ξεπερνούσε τις συγκυριακές εικονογραφικές ή επιφανειακές προσεγγίσεις. Αυτό, που τελικά δοκιμάζει ο χρόνος στην καλή αρχιτεκτονική είναι η διαμόρφωση μιας σχέσης του αντικειμένου με το περιβάλλον και τους χρήστες του, που στην περίπτωση αυτή δεν είναι μόνο οι ένοικοι του ξενοδοχείου αλλά και οι περαστικοί και οι επισκέπτες της πόλης που κυκλοφορούν ανυποψίαστοι σε πολλές περιπτώσεις, αναζητώντας νέες εμπειρίες ή απλά προσπερνώντας τις σημαντικές ή ασήμαντες ψηφίδες του κοινόχρηστου δημόσιου καμβά του καθημερινού βίου, δηλ. της ίδιας της πόλης.
Η δεύτερη βιωματική εμπειρία, πιο πρόσφατη αυτή, με τη σημαντική σε εύρος δημιουργική κατάθεση των αδελφών Στυλιανίδη, ήταν η κατασκευή ενός μεγάλου σε μέγεθος ξενοδοχειακού συγκροτήματος που σχεδίασαν ακριβώς απέναντι από την οχυρή νησίδα της Σπιναλόγκας. Η Σπιναλόγκα, χώρος ιστορικά φορτισμένος και ιδιαίτερα στη διάρκεια ενός σκοτεινού 20ου αιώνα, όπου μετατράπηκε σε χώρο αποκλεισμού και εξορίας δια βίου άρρωστων ανθρώπων (χανσενικών), είναι αρχαιολογικά προστατευμένη περιοχή και εποπτεύσιμη από μεγάλο τμήμα της παραλιακής ζώνης του κόλπου της Ελούντας. Η μελέτη ενός εκτεταμένου κτιριολογικού προγράμματος ξενοδοχείου υψηλών απαιτήσεων, έχει να αναμετρηθεί με τις κλίμακες και τα μεγέθη του ιστορικού και μνημειακού αποθέματος της περιοχής αλλά και με το τοπίο. Το ζήτημα που αποκτά εδώ προτεραιότητα δεν έχει σχέση με τυπολογικές κατευθύνσεις και μορφολογικές επιλογές στη συνθετική αντιμετώπιση, αλλά με το κρίσιμο ερώτημα αν μπορεί να επιτρέπεται στην περιοχή ένας τόσο μεγάλος συντελεστής αξιοποίησης (0,20 μέχρι πρόσφατα, τώρα έχει αλλάξει σε 0,12), ένα επιτρεπόμενο μέγεθος δηλαδή που υπερβαίνει κατά πολύ τόσο τα οικιστικά δεδομένα του μικρού παρακείμενου οικισμού όσο και τη φέρουσα ικανότητα της ιστορικής τοπογραφίας της ευρύτερης γεωγραφικής και ιστορικής ενότητας επιρροής της Σπιναλόγκας.
Η συνθετική επεξεργασία ενσωμάτωσε αναφορές που έχουν σχέση με τις βενετσιάνικες μνημειακές κατασκευές και παράλληλα προσπάθησε να διαμορφώσει δεσμούς με τις τοπικές τυπολογίες και την κλίμακα των χαμηλών κρητικών σπιτιών της παράδοσης. Η εξαντλητική σχεδιαστική αναζήτηση είναι ολοφάνερη έχοντας παραγάγει χωρικές ποιότητες που δεν συναντά κανείς εύκολα σε αντίστοιχες υποδομές. Όλες οι ενστάσεις που μπορεί να εγείρει ένας καλοπροαίρετος συνομιλητής έχουν σχέση με θέματα ποσοτικών μεγεθών και πυκνότητας  του συγκροτήματος. Είμαι βέβαιος από τα λίγα που γνωρίζω, πως η προσπάθεια των αρχιτεκτόνων για τον αρτιότερο χειρισμό των ζητημάτων κλίμακας, συνέχειας και ασυνέχειας των κελυφών και σχέσης με το περιβάλλον αναφοράς τους, πρέπει να υπήρξαν αμείωτες μέχρι το τέλος. Βέβαια στην περίπτωση αυτή το αποτέλεσμα μπορεί να κρίνεται με άνεση και ευκολία από πολλούς εκ των υστέρων. Σε αρκετές περιπτώσεις διερωτώμαι για την ικανότητα παραγωγής ενός καλύτερου αποτελέσματος από εκείνους που δεν έχουν σχέση με ένα αντικείμενο, γιατί έχω την προσωπική εμπειρία ενός διαρκούς κάματου και μιας κυριολεκτικής μάχης που απαιτείται μέχρι τέλους για να μπορέσει να υπάρξει συνεννόηση των ανθρώπων που εμπλέκονται σε μια οποιαδήποτε κατασκευή και στη συνέχεια βέβαια να αρθρωθεί και ένα αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα που να μπορεί να στέκεται και να αντέχει στο χρόνο. Είναι προφανές πως λάθη ή αστοχίες μπορούν να συμβούν πάντα όταν υπάρχει δραστηριότητα και παράγεται έργο. Πάντα όμως έχει ιδιαίτερη σημασία και η αναγνώριση της τιτανικής προσπάθειας που απαιτεί δια βίου η καλή αρχιτεκτονική.
"Σήματα μνήμης"_Ναζιστικό μπούνκερ της κατοχής στα όρια του ξενοδοχείου των αδελφών Στυλιανίδη απέναντι από τη Σπιναλόγκα (φωτο.: Οdyss/2012) 

Στην άκρη του συγκροτήματος αυτού διατηρήθηκε και συντηρήθηκε ένα παλιό φυλάκιο- μπούνκερ της ναζιστικής κατοχής, που αποκαταστάθηκε –ίσως περισσότερο από ό,τι χρειαζόταν – ως σήμα υπενθύμισης και μνήμης της κατοχικής βαρβαρότητας. Χαίρομαι όχι μόνο ως αρχιτέκτονας αλλά κυρίως ως Πολίτης της περιοχής, όταν διασώζονται στοιχεία της συλλογικής μας ταυτότητας ανάμεσα στα οποία κατέχουν αναμφίβολα ξεχωριστή θέση τα κελύφη της τοπικής ιστορικής εμπειρίας και βέβαια της περιόδου εκείνης που η Σπιναλόγκα ήταν ακόμη σε λειτουργία ως τόπος αποκλεισμού ασθενών αλλά στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οι πύλες της κόλασης ήταν ορθάνοιχτες στα κολαστήρια των ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης. Η αρχιτεκτονική με κάθε τρόπο πρέπει να εναντιώνεται στους μηχανισμούς της λήθης και οι μικρές χειρονομίες που κινούνται στο πεδίο αναφορών της, ακόμη και αν αφορούν τη διατήρηση και την ανάδειξη ενός απαρατήρητου τοίχου ή μιας ελάχιστης ιστορικής μαρτυρίας, είναι στοιχεία που ενισχύουν το ουμανιστικό της περιεχόμενο.
Η τελευταία αναφορά μου, έχει σχέση με το πολύπαθο Μουσείο σύγχρονης τέχνης στη λεωφόρο Συγγρού που ολοκληρώθηκε πρόσφατα αλλά δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί. Το καταστατικό αστικό κέλυφος του Ζενέτου, που με είχε εντυπωσιάσει στα φοιτητικά χρόνια της Αθήνας και αποτέλεσε στη συνέχεια μια προσωπική εμμονή σε γραπτά και ταξίδια, μέχρι την ώρα που ανέλαβαν οι μπουλντόζες της εξέλιξης να το τεμαχίσουν, αποδεικνύοντας την «αγάπη» (διάβαζε αποστροφή) των επίσημων θεσμών αλλά και πολλών ειδικών στη μοντέρνα όψη μιας πόλης, που είναι σε θέση να δημιουργεί ένα αστικό χάος και στη συνέχεια να καταστρέφει ό,τι το οργανώνει ή το ξεπερνά με το μέγεθος και την ποιότητά του. Το κτίριο αυτό ήταν η επιτομή μιας εποχής και ενός οραματιστή δημιουργού, του Τάκη Ζενέτου,  που είχε με προφητικό σχεδόν τρόπο καταφέρει να συνδέσει την αρχιτεκτονική του με τα οράματα μιας επερχόμενης αλλά δυσδιάκριτης ακόμη κατασκευαστικής και τεχνολογικής συνθήκης. Το δοκιμιακό αυτό –από μετατροπή- κέλυφος κατάφερε να εγκαταστήσει δίπλα σε ένα κεντρικό άξονα έντονης τροχαίας κυκλοφορίας ένα κτιριακό οργανισμό που για πολλά χρόνια ενσωματώθηκε στις ροές των κυκλοφοριακών και οικιστικών εντατικών μεγεθών της περιοχής του. Το αστικό βιομηχανικό συγκρότημα του εργοστασίου Φιξ, υπήρξε για μεγάλο διάστημα της δεύτερης μεταπολεμικής περιόδου ένας μεγάλης κλίμακας κτιριακός φορέας διήθησης και ανασχηματισμού των δυναμικών παραγωγικών και συγκοινωνιακών μεγεθών που προσδιόριζαν τα ρευστά και μετακινούμενα όρια της ιστορικής πόλης στην αξονική της μετάβαση προς το θαλάσσιο μέτωπο.
Το κτίριο Φιξ μετά τον ακρωτηριασμό του (αεροφωτογραφία) 

Παρά τις ελάχιστες διαμαρτυρίες κυρίως των φοιτητών της Αρχιτεκτονικής, οι οδηγοί αρχιτεκτονικής και η μαχητική αρθρογραφία αρχιτεκτόνων και ευαίσθητων στα ζητήματα της πόλης ανθρώπων, δεν κατάφεραν να διασώσουν το κέλυφος του Φιξ που κατασπαράχτηκε στην κυριολεξία από τις απαιτήσεις της σαρωτικής επέλασης των νέων αστικών προτεραιοτήτων, αδύναμη «ναυαρχίδα» πια μιας παρακμασμένης παραγωγικής και αστικής μετάλλαξης που το είχε καταστήσει άδειο κουφάρι, κυριαρχικό σε μέγεθος αλλά αδύναμο να διατηρήσει την υπεροπτική του σχέση με το χαοτικό πολεοδομικό περιβάλλον. Η χαρακτηριστική διαφάνεια της μεγάλης του όψης, που λειτουργούσε ως ανοικτή οθόνη συμβάντων της βιομηχανίας που στέγαζε στον ισόγειο χώρο του, εκβάλλοντας με φασματικό τρόπο στους εποχούμενους με ταχύτητα στη Συγγρού, τη γραμμή παραγωγής και αντιπαραβάλλοντας την ετερρόρυθμη  ένταση της μεταβλητής εξωτερικής κίνησης μιας αρτηρίας της πόλης με την αδιάπτωτη μηχανική σταθερά της εσωτερικής βιομηχανικής νόρμας, ήταν το στοιχείο που καθόρισε στη γραμμικά αναπτυγμένη αυτή όψη τις συνθετικές και σχεδιαστικές χειρονομίες του σπουδαίου δημιουργού του. Στην άλλη όψη της οδού Καλλιρόης, κλειστή και σχεδόν αθέατη και κρυπτική, η κουρτίνα των τοίχων με ελάχιστα λειτουργικά ανοίγματα και διατρήσεις αερισμού, προφύλασσε το εσωτερικό από τα βλέμματα των περαστικών και της κοντινής γειτονιάς, δημιουργώντας ένα συμπαγές φίλτρο.











Οι παλιές όψεις του κτιρίου Φιξ του Τάκη Ζενέτου 


Το σχήμα των μελετητών με τους αδελφούς Στυλιανίδη και την Κ. Κοντόζογλου που ανέλαβε να χειριστεί την αποκατάσταση και την επανάχρηση του «μοντέρνου ερειπίου», φαντάζομαι πως προσέγγισε με δέος, αλλά χωρίς αμηχανία, την πιο σημαντική ίσως ανάθεση της δημιουργικής του πορείας. Ο ανασυνθετικός κτιριολογικός προγραμματισμός του κελύφους ήταν απόλυτος. Σκέπτομαι πως ίσως ένα Μουσείο σύγχρονης τέχνης θα μπορούσε μόνο πραγματικά να στεγάσει αυτή η «πολεοδομική μηχανή αστικής μνήμης» και οι μελετητές κατάφεραν με την πρότασή τους, να αναθεωρήσουν τις λειτουργικές και τυπολογικές του αφετηρίες, εισάγοντας μια ολοφάνερη μετασχηματιστική οπτική, που χωρίς να αρνείται την κυριαρχία και τις οπτικές –σαφέστατα- ποιότητες του αρχικού όγκου, προέβαλε κάποιες φορές με ιερόσυλο και αυθάδη αν προτιμάτε τρόπο τις δικές της εννοιολογικές και συνθετικές προσεγγίσεις. Το αποτέλεσμα είναι παραπάνω από ανεκτό. Θα υποστήριζα, πως οποιοσδήποτε χειρισμός δεν είχε ως προγραμματικό σχέδιο την απόλυτη διατήρηση, την αποκατάσταση και την ολοκλήρωση ίσως του αρχικού οράματος του Τ. Ζενέτου, αλλά στόχευε στην ανασχεδιασμό ενός τμήματος και τη μεταμόρφωση του αρχικού απομειωμένου σπαράγματος, θα είχε λίγο πολύ να αντιμετωπίσει τα ίδια ζητήματα και το αποτέλεσμα θα ήταν λίγο πολύ κοντινό. Μόνο αν σκεφτούμε την παράνοια και τις διατομικές προβλέψεις του νέου αντισεισμικού κανονισμού σε κατασκευές από σκυρόδεμα, θα κατανοήσουμε πως σήμερα -το 2014-  δεν θα μπορούσαν να κατασκευαστούν τα περισσότερα κτίρια του Τάκη Ζενέτου και τα περισσότερα γνωστά και εμβληματικά κελύφη της δεκαετίας του 1960. Να αναφέρω το σπίτι στο Καββούρι και στη Γλυφάδα ή να θυμηθώ και την οικία Λαναρά στην Ανάβυσσο του Ν.Βαλσαμάκη ή αν προτιμάτε το κτίριο του Ο.Λ.Π. των Γιάννη Λιάπη και στον Πειραιά; Αυτά ως σχόλιο, στην περίφημη «απουσία της διαφάνειας» του νέου κτιρίου του Φιξ προς την πλευρά της Συγγρού, που σαφέστατα κατάργησε ένας ελάχιστα ευέλικτος κανονισμών φορτίσεων και ίσως η αδυναμία τεχνικής και κατασκευαστικής ευκαμψίας που υποχρέωσε τους συνθέτες αρχιτέκτονες να συμμορφωθούν απόλυτα με τη στατική και δυναμική αντιμετώπιση που προβλέπει ο κανονισμός για τα Μουσεία και τους χώρους συγκέντρωσης κοινού.


H όψη του νέου ΕΜΣΤ στη λεωφ. Συγγρού 

Η νέα όψη εισόδου του ΕΜΣΤ από την οδό Καλλιρόης






























Το νέο Φιξ, έχει ποιότητα. Ενσωματώνει την προσπάθεια πολλών ανθρώπων που επέμειναν ανυποχώρητα και υπερασπίστηκαν το όραμα του Ε.Μ.Σ.Τ., απέναντι στις φοβερές ανακολουθίες και τις καθυστερήσεις ενός δημόσιου έργου και ενός θεσμικού μηχανισμού που δεν πολυκαταλαβαίνει το «μοντέρνο» και κυρίως δεν έχει την έγνοια της διάσωσης και της ανάδειξης της αστικήςμνήμης της πόλης. Είναι ένα θαύμα η ολοκλήρωσή του και όπως αποδεικνύεται μέχρι σήμερα, θα είναι και ένα δεύτερο θαύμα τα εγκαίνια του σε μια περίοδο που η φράση της Μαρίας Αντουανέτας όλο και πιο πολύ χαρακτηρίζει την επικαιρική μας συνθήκη. «Όταν δεν έχετε ψωμί να τρώτε παντεσπάνι». Ναι, ίσως ο Πολιτισμός μπορεί να μας σώσει από τη βαρβαρότητα που φαίνεται να επελαύνει…


Odyss / 12.10.2014                        

*/ Το βήμα των άλλων: Με προσκεκλημένο κάθε φορά ένα εκλεκτό φίλο και συνεργάτη στο προσωπικό μου blog, θα επιχειρείται η παράλληλη παρουσίαση, ο σχολιασμός και η κατάθεση προβληματισμού πάνω σε ζητήματα που ενδιαφέρουν όλους εκείνους που έχουν την πεποίθηση πως «μόνο ο λόγος μπορεί να επαναθεμελιώνει ηθικά τον κόσμο μας κάθε μέρα…» (Τζ.Κρίστεβα).

**/ 3SK - Στυλιανίδης Αρχιτέκτονες (από το διαδικτυακό τόπο του μουσείου Μπενάκη)  
Ο Αντώνης Στυλιανίδης ίδρυσε το γραφείο το 1969 και συνεργάζεται με τον Βαγγέλη Στυλιανίδη από το 1978. Ο Κώστας Σιώνης συμμετέχει στο γραφείο από το 1979 και η Βάσια Στυλιανίδη από το 2001. Το 2004 ιδρύεται η 3sk Στυλιανίδης Αρχιτέκτονες Α.Ε. με έδρα στην Αθήνα. Η δουλειά του γραφείου καλύπτει όλο εύρος του design: δημόσια κτήρια, πολιτιστικά κέντρα, θέατρα, μουσεία, γραφεία, καταστήματα, εργασιακοί χώροι, τράπεζες, ξενοδοχεία και μεγάλες τουριστικές μονάδες καθώς και κατοικίες, μεμονωμένες και ως συγκροτήματα.
Φωτογραφίες: Ενίσχυση και μετασκευή πρώην Εργοστασίου ΦΙΞ σε ΕΜΣΤ- Στην εκπόνηση της αρχιτεκτονικής μελέτης συνεργάστηκε η Κ. Κοντόζογλου.

***/ Μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στο έργο των αδελφών Στυλιανίδη και των συνεργατών τους, άνοιξε στο Μουσείο Μπενάκη στην οδό Πειραιώς στην Αθήνα στις 24.09.2014 και θα είναι επισκέψιμη μέχρι τις 9.11.2014.