24.2.10

memorabilia*_01_Dr Caligari

//Με μοναδικό μας όπλο τη μνήμη (σύμφωνα και με μια πολύ γνωστή αποστροφή του υποδιοικητή Μάρκος στο Μεξικό) ας επιχειρήσουμε μέσα από το παράδειγμα των μεγάλων καλλιτεχνικών αφηγήσεων του 20ου αιώνα να κάνουμε τις ψύχραιμες αναγνώσεις που απαιτεί η εποχή καθώς ορισμένοι βιάστηκαν κιόλας να δημιουργήσουν σ΄όλους μας ένα αίσθημα συνενοχής και πανικού, που δεν συμβάλλει καθόλου ούτε στην προσπάθεια κατανόησης της σημερινής μας συνθήκης αλλά ούτε και στη συνειδητή εναντίωση στις επιλογές που στρέφονται εναντίον κάθε έννοιας αλληλεγγύης και συλλογικότητας.
//«To εργαστήριο του Δρ Καλιγκάρι», εμβληματική ταινία του γερμανικού εξπρεσιονισμού (1920) είναι μόνο μια από τις νοηματικές συνάψεις που μου δημιουργούνται τις τελευταίες μέρες, αρκετά μακρινές βέβαια από την περίοδο των δολοφόνων της ναζιστικής κατοχής και των στρατοπέδων εξόντωσης με τα οποία γέμισαν την Ευρώπη αλλά τόσο ομόλογες με τη ζοφερή εκείνη μεσοπολεμική εποχή μιας άλλης οικονομικής κρίσης που οδήγησε την –όχι ενοποιημένη ακόμη τότε ήπειρό μας- στις πύλες της κόλασης χωρίς καμιά «αποζημίωση».
H αφίσα της ταινίας "Το εργαστήριο του Δρ Καλιγκάρι",(1920).

Και αυτό το μήνα η ρητορεία περίσσεψε. Ολόκληρη η εγχώρια αλλά και η διεθνής ειδησεογραφία σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης έχει πια μετασχηματισθεί σε μια ατέρμονη οικονομική λογοδιάρροια που αποκαλύπτει με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο τη φοβερή μονομέρεια που μας επιφύλαξε μέχρι τώρα η διαβόητη ανάπτυξη. Στο κέντρο βάρους κάθε συζήτησης κυριαρχούν μόνο οι οικονομικές αναλύσεις για τις πιέσεις των μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, τα τεράστια δυσαναπλήρωτα χρέη (τίνων αλήθεια;) που συσσωρευμένα απειλούν να μας γυρίσουν πολλά χρόνια πίσω, τα εργασιακά, τα ασφαλιστικά και τα πολιτικά (;) ακόμη δικαιώματα που σταδιακά θα μεταλλαχθούν και θα γίνουν χειρότερα σε βάρος των πολλών. Μαζί με όλα αυτά δημιουργείται η πεποίθηση πως όσο περνούν τα χρόνια γινόμαστε άβουλοι θεατές σε ένα τεράστιο παιχνίδι αγορών (που δεν απέχει από το χυδαίο τζόγο) όπου τον πρώτο λόγο έχει η απληστία και οι εξαχρειωμένοι κερδοσκόποι κάθε είδους και όπου τα πάντα λειτουργούν –ακόμη και στην Ευρώπη- κατευθυνόμενα σε βάρος των ευάλωτων και αδύναμων οικονομιών και ιδιαίτερα του νότου, έξω από κάθε πολιτική και συλλογική διαπραγμάτευση. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στην «Όπερα της πεντάρας»** τα είπε όλα στην ώρα τους και πάλι τώρα θαρρώ πως πρέπει επειγόντως να ξαναδιαβαστεί.

Που είναι αλήθεια σήμερα οι κοινωνίες των πολιτών που με τόσο κόπο κτίσθηκαν μετά τη φοβερή εμπειρία των πολέμων στη διάρκεια του 20ου αιώνα , ξανακερδίζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέσα από τα συντρίμμια και τα εγκλήματα του ναζισμού και των παραφυάδων του; Που είναι η «πολιτική Ευρώπη» που οραματίστηκαν τα τελευταία 50 χρόνια οι πολίτες μιας αναπτυγμένης ηπείρου που είχε πάντα το προνόμιο να εκφράζει ιστορικά τις πιο ριζοσπαστικές προσεγγίσεις σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης εξέλιξης; Eίναι αλήθεια κατανοητή η ολοκληρωτική –στην κυριολεξία- έκφραση του μελλοντικού διακυβεύματος μόνο από τα χείλη των κεντρικών τραπεζιτών και του ανέμπνευστου σημερινού πολιτικού προσωπικού της δήθεν ενοποιημένης Ευρώπης; Όταν από τα χείλη του ίδιου του πρωθυπουργού ακούει κανείς πως μια ολόκληρη χώρα (η δική μας) έχει μεταμορφωθεί σε πειραματόζωο, λειτουργώντας σαν υπνωτισμένη και άβουλη υπό τις εντολές άλλων και αδυνατώντας να προσδιορίσει τι φταίει γι΄αυτό το λήθαργο στο οποίο έχει περιπέσει και από όπου πρέπει οπωσδήποτε να βγει, τι του απομένει πια να υποθέσει;
Χαρακτηριστικές σκηνές από την ταινία.
Προσλαμβάνοντας κάθε μέρα τα πιο ετερόκλητα ερεθίσματα και διαβάζοντας δεκάδες άρθρα ,με απόψεις ολοφάνερα αντικρουόμενες και τόσο διαφορετικές δεν μπορεί κανείς παρά να παραδεχθεί πως ο κόσμος που μέχρι τώρα χτίσαμε βρίσκεται σε σύγχυση. Το χειρότερο απ΄όλα είναι πως η κατάσταση αυτή, διάχυτη παντού, επιτρέπει σε όσους έχουν οικονομική ισχύ και δύναμη να ορθώνουν κάθε μέρα και πιο πολλά τείχη γύρω μας, να εκμεταλλεύονται τη δική μας ακηδία και να μας οδηγούν σε μια ακόμη πιο βαθιά και τρομακτική νάρκη, απ΄ όπου κάθε απόδραση φαντάζει να οδηγεί σε ένα ακόμη πιο κλειστοφοβικό λαβύρινθο. «Η σκλαβιά είναι ελευθερία»,έγραφε στο προφητικό «1984»,ο Τζ.΄Οργουελ, ανανεώνοντας με άλλη διατύπωση λογοτεχνικά και κοντά στην εποχή μας τη διαστροφή του νοήματος των λέξεων που τόσο πρώιμα είχε διατυπώσει ο Θουκυδίδης στο Γ΄βιβλίο του για τα Κερκυραϊκά (περί εμφυλίου).
Όλα αυτά έχοντας κατά νου, θυμήθηκα την εκπληκτική ταινία του γερμανικού κινηματογράφου «Το εργαστήριο του Δρ Καλιγκάρι» που κατά διαβολική σύμπτωση παίχτηκε στις 26.02.1920 για πρώτη φορά στις αίθουσες (πριν 90 χρόνια δηλαδή), κάνοντας μεγάλη εισπρακτική επιτυχία και περνώντας στην ιστορία του σινεμά σαν ένα μοναδικό και αξεπέραστο δείγμα του μεσοπολεμικού εξπρεσιονισμού, που εξακολουθεί και στις μέρες μας να δημιουργεί μια ταραχή και μια αναστάτωση απρόβλεπτη. Αν διαβάσει κανείς την πλοκή και όσα φοβερά περιλαμβάνει μέχρι τέλους -όπου δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύτρωση- θα καταλάβει γιατί μια τέτοια υπόθεση δεν μπορεί να έχει για παράδειγμα σχέση ούτε καν με την αρχαία τραγωδία όπου στο τέλος πάντα «δι΄ελέου και φόβου» υπήρχε και μια κάθαρση…Με λίγα λόγια όλα μπορούν να συνεχιστούν στο μέλλον με ένα τρόπο χειρότερο από εκείνο που ξεκίνησαν… Και τότε τι μπορεί να περιμένει κανείς;…Θαρρώ πως τώρα μόνο η ποίηση ,ο έρωτας και η διαρκής αντίσταση μπορούν να εγείρουν ένα ηθικό φραγμό και να δώσουν την απάντηση…Αντισταθείτε λοιπόν, απέναντι ακόμη και στις ίδιες τις ιδέες σας…Ο Κώστας Αξελός, μας έδειξε ένα δρόμο…
Odyss,24.02.2010
Το εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι (από την WIKIPEDIA)
Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι
(γερμ. Das Cabinet des Dr. Caligari, αγγλ. The Cabinet of Dr. Caligari) είναι γερμανικό ασπρόμαυρο
εξπρεσιονιστικό έργο του βωβού κινηματογράφου του 1920. Θεωρείται ως έργο-ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου και ειδικότερα του κινήματος του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
ΠΛΟΚΗ
Κάποτε σε ένα πανηγύρι εμφανίζεται ένας πλανόδιος
μάγος, ο Δρ. Καλιγκάρι που στην σκηνή του έχει ένα μέντιουμ, τον υπνοβάτη Τσέζαρε (Cesare, Καίσαρας) που βρίσκεται σε διαρκή λήθη εδώ και 25 χρόνια. Ο μάγος δίνει παραστάσεις, στις οποίες ξυπνάει τον υπνοβάτη για να απαντήσει στις ερωτήσεις του έκθαμβου κοινού. Ένας από τους θεατές τον ρωτάει: «Πόσο θα ζήσω ακόμα;» και ο Τσέζαρε του απαντάει: «Το τέλος σου θα έρθει σύντομα. Απόψε θα πεθάνεις.» Πραγματικά ο θεατής αυτός θα δολοφονηθεί την ίδια νύχτα, και ο φίλος του θα πιστέψει τις μαντικές ικανότητες του μέντιουμ. Από κει και πέρα η μικρή πόλη αρχίζει να τρομοκρατείται από μια σειρά μυστηριωδών νυκτερινών δολοφονιών. Η αστυνομία θα πιάσει έναν μικρολωποδύτη που θα ομολογήσει ότι δολοφόνησε μια γριούλα, αλλά υποστηρίζει ότι για τις άλλες δολοφονίες είναι αθώος.
Ο Φράνσις, φίλος του δολοφονημένου θεατή, αρχίζει να κάνει έρευνες και ανακαλύπτει μια τρομερή αλήθεια, σύμφωνα με την οποία ο μάγος στην πραγματικότητα είναι ο τρελός διευθυντής του τρελοκομείου της πόλης, που χρησιμοποιεί για ψευδώνυμο το όνομα Δρ. Καλιγκάρι. Ο Δρ. Καλιγκαρι είχε κάνει μια διατριβή με θέμα τον ομώνυμο μύθο του 11ου αι., σύμφωνα με τον οποίο ο ομώνυμος μάγος είχε δημιουργήσει έναν
δαίμονα, τον Τσέζαρε. Ο Καλιγκάρι είχε συνεχίσει στην διάρκεια της σταδιοδρομίας του να ασχολείται με τον μύθο αυτό, προσπαθώντας να τον επαναλάβει. Όταν μια μέρα οι γιατροί του τρελοκομείου του έφεραν έναν ασθενή υπνοβάτη που κοιμόταν διαρκώς, ο Δρ. Καλιγκάρι συνειδητοποιεί ότι αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία και αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τον υπνοβάτη για να πραγματοποιήσει κρυφά τα σχέδιά του. Ο υπνοβάτης παίρνει το όνομα του πνεύματος Τσέζαρε και γίνεται άβουλος δούλος του Δρ. Καλιγκάρι· μέσα στον ύπνο του εκπληρώνει τις νυκτερινές δολοφονίες που αυτός του υπαγορεύει.
Τελικά ο Φράνσις αποκαλύπτει την αλήθεια και κατορθώνει να πιάσουν τον Δρ. Καλιγκάρι και να τον κλείσουν μέσα στο ίδιο το τρελοκομείο φορώντας του τον
ζουρλομανδύα. Το έργο θα καταλήξει όμως με μια άλλη, απρόβλεπτη τροπή, αφού ο Φράνσις, φεύγοντας ικανοποιημένος από το τρελοκομείο θα συλληφθεί με την σειρά του και θα κατηγορηθεί για παράνοια, ενώ ο Δρ. Καλιγκάρι θα παρουσιαστεί και πάλι ως διευθυντής του τρελοκομείου με τα λόγια: «Τον καημένο, τρελάθηκε. Αλλά εγώ θα τον κάνω καλά.»
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΣΤΙΛ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΟΗ
Η σκηνοθεσία του έργου είχε αρχικά προταθεί στον
Φριτς Λανγκ, ο οποίος αρνήθηκε λόγω υπερβολικού φόρτου. Το έργο είχε την πρεμιέρα του στις 27 Φεβρουαρίου του 1920 και έκανε αμέσως ιδιαίτερη επιτυχία. Τα σκηνικά και γενικά το εξπρεσιονιστικό στιλ του έργου ήταν πρωτόγνωρα στο κοινό. Τα κτίρια και οι πόρτες είναι παράξενα, αλλόκοτα και στραβά σαν από εφιάλτη. Το φως άλλοτε φυσικό μα έντονο, άλλοτε ως ζωγραφισμένο με έντονες φωτοσκιάσεις επιδεινώνει την κατάσταση. Το σενάριο και η πλοκή είναι επίσης εξωπραγματικά και μέσα στην μόδα στην Γερμανία της διαταραγμένης μεσοπολεμικής εποχής, όπου κυκλοφορούσαν πάμπολλες θεωρίες παγκόσμιων συνωμοσιών.
Οι κριτικοί της εποχής του ερμήνευσαν το βαθύτερο νόημα του έργου ως αντίδραση ενάντια στην εξουσία της ηττημένης
Γερμανικής αυτοκρατορίας.
Το έργο έγινε αμέσως παράδειγμα της
εξπρεσιονιστικής και σουρεαλιστικής τέχνης, βρήκε όμως την ίδια μοίρα με άλλα καλλιτεχνήματα, αφού με την άνοδο των Ναζί κατηγορήθηκε ως εκφυλισμένη τέχνη και απαγορεύτηκε το 1933, ενώ συμπεριλήφθηκε το 1937 στην "Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης". Σήμερα έχει αποκατασταθεί και θεωρείται ως έργο ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου, και συνεχίζει να εμπνέει ακόμα και σύγχρονους σκηνοθέτες και σεναριογράφους.
*/λατιν._αυτά που αξίζει να θυμούμαστε
**/η επόμενη ανάρτηση θα αναφέρεται στο θεατρικό αυτό έργο.