Με αφορμή το σχολιασμό μιας διαδρομής
στο μουσείο του Άρη Κωνσταντινίδη στα Γιάννενα
ο Δημήτρης Φιλιππίδης επιχειρεί μια κατάδυση
στο συμβολικό βάθος της ίδιας της ύπαρξης
Το κτίριο του αρχαιολογικού μουσείου στα Γιάννενα αποτελεί μια από τις κορυφαίες κατά τη γνώμη μου διατυπώσεις του ελληνικού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού και κατέχει ξεχωριστή θέση στην αστική γεωγραφία της πόλης, κέντρου και πρωτεύουσας μιας ιδιαίτερης περιφέρειας που πλουτίζεται με μια μοναδική αλληλουχία φυσικών τοπίων και ανθρωπογενών στοιχειώσεων του κτισμένου…
Ο Άρης Κωνσταντινίδης σχεδίασε και έκτισε στα τέλη της εμβληματικής δεκαετίας του 1960, ένα κτίριο που είχα την εμπειρία να δω από κοντά το 2005 σε μια φάση εργασιών επισκευής και προσθήκης που είχε τότε κινητοποιήσει την αρχιτεκτονική κοινότητα του τόπου ή τουλάχιστον εκείνη που εξακολουθεί να υπερασπίζεται την κληρονομιά του μοντερνισμού και επιχειρεί κατά καιρούς να αποτρέπει με όσα μέσα διαθέτει τη δήωση και τη σταδιακή εξαφάνιση των πιο αξιόλογων δειγμάτων της.
Το κτίσμα, μια «δωρική» και απόλυτα αυτονόητη εικονογραφική οντότητα στέκει πάντα αγέρωχο με φόντο τις χιονισμένες κορυφές του τοπίου. Εμφανές (βαμμένο) σκυρόδεμα και ντόπια πέτρα στις πληρώσεις, μακρόστενοι φεγγίτες στις πλαστικές εξάρσεις του γραμμικά αναπτυγμένου κτιριακού όγκου και οι περίφημοι ενδιάμεσοι ( τότε στην αρχή) ημιυπαίθριοι χώροι μικρές στάσεις και μεταβατικές αναπνοές –ανασυστάσεις σε ένα διαρκές πέρασμα που αναπτύσσεται πιασμένο από την άκρη του μίτου μιας αφήγησης που διηγείται το παρελθόν, με τα σπαράγματα της απτικής μνήμης του τόπου που μαρτυρούν και ιχνογραφούν ταυτόχρονα τα περιγράμματα του κοινού βίου των ανθρώπων του σε μιαν αλλοτινή εποχή.
στο συμβολικό βάθος της ίδιας της ύπαρξης
Το κτίριο του αρχαιολογικού μουσείου στα Γιάννενα αποτελεί μια από τις κορυφαίες κατά τη γνώμη μου διατυπώσεις του ελληνικού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού και κατέχει ξεχωριστή θέση στην αστική γεωγραφία της πόλης, κέντρου και πρωτεύουσας μιας ιδιαίτερης περιφέρειας που πλουτίζεται με μια μοναδική αλληλουχία φυσικών τοπίων και ανθρωπογενών στοιχειώσεων του κτισμένου…
Ο Άρης Κωνσταντινίδης σχεδίασε και έκτισε στα τέλη της εμβληματικής δεκαετίας του 1960, ένα κτίριο που είχα την εμπειρία να δω από κοντά το 2005 σε μια φάση εργασιών επισκευής και προσθήκης που είχε τότε κινητοποιήσει την αρχιτεκτονική κοινότητα του τόπου ή τουλάχιστον εκείνη που εξακολουθεί να υπερασπίζεται την κληρονομιά του μοντερνισμού και επιχειρεί κατά καιρούς να αποτρέπει με όσα μέσα διαθέτει τη δήωση και τη σταδιακή εξαφάνιση των πιο αξιόλογων δειγμάτων της.
Το κτίσμα, μια «δωρική» και απόλυτα αυτονόητη εικονογραφική οντότητα στέκει πάντα αγέρωχο με φόντο τις χιονισμένες κορυφές του τοπίου. Εμφανές (βαμμένο) σκυρόδεμα και ντόπια πέτρα στις πληρώσεις, μακρόστενοι φεγγίτες στις πλαστικές εξάρσεις του γραμμικά αναπτυγμένου κτιριακού όγκου και οι περίφημοι ενδιάμεσοι ( τότε στην αρχή) ημιυπαίθριοι χώροι μικρές στάσεις και μεταβατικές αναπνοές –ανασυστάσεις σε ένα διαρκές πέρασμα που αναπτύσσεται πιασμένο από την άκρη του μίτου μιας αφήγησης που διηγείται το παρελθόν, με τα σπαράγματα της απτικής μνήμης του τόπου που μαρτυρούν και ιχνογραφούν ταυτόχρονα τα περιγράμματα του κοινού βίου των ανθρώπων του σε μιαν αλλοτινή εποχή.
φωτο. odyss /ιούνιος 2005
Η πρόσληψη του κτισμένου χώρου στα κτίρια του Άρη Κωνσταντινίδη είναι μια υπόθεση που έχει σχέση με τους προσωπικούς μύθους του καθενός αλλά αναμφίβολα μεταγράφει και το στοιχείο της δόνησης που προκαλούν οι φανεροί και οι κρυμμένοι κυματισμοί της έμπνευσης ενός αληθινού δημιουργού. Η ολοκλήρωση της φυσικής επαφής με αυτή την επιτομή μιας μοντέρνας αρχιτεκτονικής συνείδησης είναι ίσως και το πρόκριμα για το διανοητικό παροξυσμό στον οποίο σε υποχρεώνει στη συνέχεια το κείμενο του Δημήτρη Φιλιππίδη από το βιβλίο « Πέντε δοκίμια για τον Άρη Κωνσταντινίδη» (ένα μικρό αλλά τόσο σημαντικό τόμο των εκδόσεων libro του 1997) που περιέχει μερικά από τα πιο ρηξικέλευθα κριτικά σημειώματα που έχουν γραφεί για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική από το οξύ βλέμμα ενός βαθιά καλλιεργημένου ανθρώπου και δασκάλου που έχω προσωπικά δια βίου την ευκαιρία να γνωρίζω.
Το κείμενο του Δημήτρη Φιλιππίδη αποτελεί μια εκπληκτική χειρονομία διανοητικής διασύνδεσης και αναγνώρισης της «ομόλογης» φυσιογνωμίας ενός κτισμένου έργου – στην περίπτωση αυτή του μουσείου- όχι μόνο μέσω των φυσικών, ιστορικών ,τοπιογραφικών ή πολεοδομικών παραμέτρων του ιστού που το υποδέχεται αλλά κυρίως μέσω της κατανόησης της ίδιας της συστατικής νοηματικής του συγκρότησης σε ένα εξελιγμένο αφηγηματικό μύθο του «πνεύματος» του τόπου που δεν αρκείται μόνο στην ανασύσταση των σπαραγμάτων της μνήμης και του συλλογικού δέους της ύπαρξης αλλά επιχειρεί να καταδυθεί στα όρια μιας εσωτερικής και σχεδόν μεταφυσικής ενδοσκόπησης. Αυτή χρησιμοποιεί ως υλικό όχι μόνο τα ερεθίσματα της αισθητηριακής καταγραφής των γεγονότων αλλά παρέχει την πρωτοκαθεδρία στις δονήσεις που μόνο η ανθρώπινη ψυχή – πλατωνική ή αριστοτελική εν τέλει δεν έχει σημασία- μπορεί να προκαλέσει στο ταπεινό εποικοδόμημα μιας αναπόδραστα αφιερωμένης στη θνητότητα δοξολόγησης της διαδρομής μας στο χρόνο. Το νεκρομαντείο του Αχέροντα της Δωδώνης με τη φημισμένη συμβολικά και κυριολεκτικά παρουσία του στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Ηπείρου και τα σπαράγματα του αρχαιολογικού χώρου του σήμερα, προσφέρουν το ευδιάκριτο ίχνος πορείας μέσω του οποίου επιχειρείται η ανάγνωση και η ερμηνεία ενός σύγχρονου μοντέρνου κτιρίου που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μέσα από τη μυστική αναλογία που μπορεί να διαμορφώνει στο χρόνο η δυνατή αίσθηση και το μοναδικό ταλέντο ενός μεγάλου Αρχιτέκτονα και δημιουργού που με την παρουσία του καθόρισε κεντρικά τη φυσιογνωμία της ελληνικής αρχιτεκτονικής στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Εδώ τα επιχειρήματα της γεωμετρίας λειτουργούν ως εξάρτημα για την αναζήτηση των κρυφών ,άδηλων ωσμώσεων που μπορεί κανείς να ανακαλύψει στη διάρκεια ενός δυναμικού μετασχηματισμού που δεν περιορίζεται ασφυκτικά στην αντανάκλαση της συνθήκης του τόπου στον καθρέφτη της έμπνευσης αλλά καταφέρνει να αρθρώσει τους όρους μιας μυστικής συμφωνίας και να αναδείξει σε αληθινό έργο τέχνης τη μεταμόρφωση της ίδιας της συνείδησης των «όντων» σε αγωνιώδη διερώτηση για το σπαρακτικό περιεχόμενο της όλης τους ύπαρξης.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλά κριτικά κείμενα με το βάρος που κατέχει στη δική μου οπτική το συγκεκριμένο. Θυμάμαι μόνο πως αντίστοιχη βαθιά εντύπωση μου προκάλεσαν μέχρι τώρα μόνο δυο κείμενα. Το μεσοπολεμικό «Κουτιών εγκώμιο» του νεαρού τότε Ηλία Ηλιού, πρώιμη και θαρραλέα υπεράσπιση του ήθους του μοντερνισμού και της κυοφορίας ενός θαυμαστού καινούριου κόσμου και η γνωστότερη ίσως σε αρκετούς κοινή απόπειρα του Τζούλιο Καϊμη με σχέδια Wrieslander για να γνωρίσει σε ένα ανυποψίαστο –ακόμη τότε- κοινό το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, μυθικό και μαζί τόσο αληθινό επιστέγασμα και κτισμένη αντίληψη του μοναδικού κόσμου ενός ταπεινού ανθρώπου που ήξερε να συνομιλεί με το σύμπαν και την άδηλη ουσία του.
Η γοητευτική εν τέλει «αρχιτεκτονική του κειμένου» του Δ.Φ. για το μουσείο των Ιωαννίνων επιβεβαιώνει και ισχυροποιεί την αντίληψή μου πως προτείνει ότι για να δει κανείς πραγματικά αυτά που αξίζει να μας συγκλονίζουν και προορίζονται να έχουν μια διάρκεια οφείλει κυρίως να έχει ένα ανοιχτό βλέμμα ισότιμα στις ρητές μα και τις άρρητες όψεις του κόσμου και της ίδιας της αρχιτεκτονικής και πάνω απ΄ όλα να διαθέτει μια ισχυρή «εσωτερική» όραση…Με λίγα λόγια το «καταστατικό» αυτό κριτικό κείμενο καταφέρνει να ανασκάψει με λεπταίσθητες και οξυδερκείς χειρονομίες το ιδρυτικό και νοηματικό πρόγραμμα του ίδιου του κτιρίου και να προκαλέσει από μόνο του συγκίνηση που μόνο η «καθαρή ποίηση» μπορεί να προκαλεί ,τη μαγική ώρα που στέκεται άφωνη μπροστά στη εικόνα ενός αληθινού –και εν πολλοίς «αόρατου» – κόσμου που μπορεί να ψηλαφεί μόνο μια συνείδηση απαλλαγμένη από τη λατρεία και τη λαγνική εξέλκωση των περιτυλιγμάτων του σύγχρονου θεαματικού παροξυσμού της αρχιτεκτονικής …
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλά κριτικά κείμενα με το βάρος που κατέχει στη δική μου οπτική το συγκεκριμένο. Θυμάμαι μόνο πως αντίστοιχη βαθιά εντύπωση μου προκάλεσαν μέχρι τώρα μόνο δυο κείμενα. Το μεσοπολεμικό «Κουτιών εγκώμιο» του νεαρού τότε Ηλία Ηλιού, πρώιμη και θαρραλέα υπεράσπιση του ήθους του μοντερνισμού και της κυοφορίας ενός θαυμαστού καινούριου κόσμου και η γνωστότερη ίσως σε αρκετούς κοινή απόπειρα του Τζούλιο Καϊμη με σχέδια Wrieslander για να γνωρίσει σε ένα ανυποψίαστο –ακόμη τότε- κοινό το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, μυθικό και μαζί τόσο αληθινό επιστέγασμα και κτισμένη αντίληψη του μοναδικού κόσμου ενός ταπεινού ανθρώπου που ήξερε να συνομιλεί με το σύμπαν και την άδηλη ουσία του.
Η γοητευτική εν τέλει «αρχιτεκτονική του κειμένου» του Δ.Φ. για το μουσείο των Ιωαννίνων επιβεβαιώνει και ισχυροποιεί την αντίληψή μου πως προτείνει ότι για να δει κανείς πραγματικά αυτά που αξίζει να μας συγκλονίζουν και προορίζονται να έχουν μια διάρκεια οφείλει κυρίως να έχει ένα ανοιχτό βλέμμα ισότιμα στις ρητές μα και τις άρρητες όψεις του κόσμου και της ίδιας της αρχιτεκτονικής και πάνω απ΄ όλα να διαθέτει μια ισχυρή «εσωτερική» όραση…Με λίγα λόγια το «καταστατικό» αυτό κριτικό κείμενο καταφέρνει να ανασκάψει με λεπταίσθητες και οξυδερκείς χειρονομίες το ιδρυτικό και νοηματικό πρόγραμμα του ίδιου του κτιρίου και να προκαλέσει από μόνο του συγκίνηση που μόνο η «καθαρή ποίηση» μπορεί να προκαλεί ,τη μαγική ώρα που στέκεται άφωνη μπροστά στη εικόνα ενός αληθινού –και εν πολλοίς «αόρατου» – κόσμου που μπορεί να ψηλαφεί μόνο μια συνείδηση απαλλαγμένη από τη λατρεία και τη λαγνική εξέλκωση των περιτυλιγμάτων του σύγχρονου θεαματικού παροξυσμού της αρχιτεκτονικής …
Οdyss 5.4.08
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου