9.6.10

MARINA ABRAMOVIC #

ΤHE ARTIST IS PRESENT
[o καλλιτέχνης είναι παρών]

EMEIΣ είμαστε;



Στις 31.05.2010, ολοκληρώθηκε στο μουσείο μοντέρνας τέχνης της Νέας Υόρκης η σημαντικότερη καλλιτεχνική κατάθεση [performance] που θεωρώ πως έχει πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα η φοβερή Marina Abramovic,η γιουγκοσλάβα καλλιτέχνις που τα τελευταία 30 χρόνια με την παρουσία της και τις υλοποιημένες προτάσεις της (στις περισσότερες περιπτώσεις με εργαλείο το δικό της σώμα) κατάφερε να μας αφυπνίσει και να μετασχηματίσει τη δημιουργική της ενόραση σε σιωπηλή αλλά εκκωφαντική κατανόηση ενός κόσμου που πολλές φορές αρνείται να κοιταχτεί στον καθρέφτη.

Την τελευταία μέρα του Μάη, με αφετηρία στις 14 Μαρτίου 2010, επαναλήφθηκε η τελευταία της συγκλονιστική «καταστασιακή» προσέγγιση στους χώρους του ΜΟΜΑ, πιο μεγάλου μουσείου μοντέρνας τέχνης της Νέας Υόρκης και ίσως και του κόσμου, που με τον εμβληματικό τίτλο ¨Τhe artist is present” συμπυκνώνει και εκπέμπει μια πραγματική και συμβολική κραυγή που υπογραμμίζει την ίδια την –μη αναπληρώσιμη- προσωπική φυσική της παρουσία που δεν μπορεί με τίποτα να υποκατασταθεί.

Από την ώρα που άνοιγε το μουσείο μέχρι την ώρα που έκλεινε η Μαρίνα ήταν εκεί παρούσα ,ντυμένη με ένα μεγάλο κόκκινο, σκουρόχρωμο μπλε ή ακόμη και λευκό μανδύα, καθισμένη ακίνητη, περιμένοντας το κοινό να πάρει τη θέση του σε μια καρέκλα απέναντί της. Μια ατέρμονη χειρονομία επιθετικής υποδήλωσης του σωματικού εκτοπίσματος και εκπομπής του διανοητικού της φορτίου αλλά και μια προσπάθεια κατανόησης αλλά και εξορκισμού της κυριαρχίας του «άλλου»πάνω στη σωματική της ιεραρχία. Παλεύοντας τον ίδιο το δαίμονα της δικής της επίμονης ,ακατάβλητης και ανυποχώρητης στάσης απέναντι στο «εισβάλλον» πρόσωπο, ισότιμο εταίρο -για όση ώρα το άντεχε- στην αναζήτηση μιας προσωπικής ώσμωσης ή μιας υπόγειας αλλά τόσο ευδιάκριτης και εκτεθειμένης σύναψης των βλεμμάτων που προσπαθούσαν να διαπεράσουν με όλο το υλικό των αισθήσεων και των συναισθημάτων το πιο σκληρό υπόστρωμα του αχανούς εσωτερικού τοπίου των δυο απέναντι σωμάτων, πυκνωτών και σηματικών πομπών ταυτόχρονα.

Το ύψος του χώρου του πέμπτου ορόφου του μουσείου τεράστιο, πέρα από τις οικείες κλίμακες και τα καθημερινά μεγέθη ενός ανθρώπινου αρχιτεκτονικού τοπίου. Η Μαρίνα με τη σωματική της παρουσία, το αγέρωχο και ατίθασο και βαθύ βλέμμα της , να διαμορφώνει από μόνη της ένα δυναμικό πεδίο με μεγάλες εντάσεις και φοβερή ατμόσφαιρα που σε υποβάλλει, σχηματοποιώντας με την παρουσία της ένα ολάκερο τόπο, με γεωμετρικά και φυσικά χαρακτηριστικά απρόσμενα και την ίδια ώρα με την πιο βαθιά διανοητική διακήρυξη που υποστηρίζει και υπερασπίζεται το μοναδικό αναφαίρετο δικαίωμα του όντος , δηλαδή την αυτόβουλη και ακλόνητη θέλησή του όχι μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται πως είναι εκεί .Παρόν. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή ζωντανό, απτό, φορτισμένο με τη μυική του τάνυση, με τη διεισδυτικότητα των αισθητηριακών του εργαλείων, με τα χείλη που σιωπούν έστω, με τα υγρά του μάτια, με τα μικρά και μεγάλα τοπία του ανθρώπινου προσώπου που φωτίζονται και διαπερνούν, με την πανίσχυρη όχι μόνο συμβολική αλλά ενεργή και αυτούσια υπόκλιση στο πιο συγκλονιστικό μυστικό της ανθρώπινης παρουσίας, το ίδιο το υλικό σώμα, που δεν μπορεί να το υποκαταστήσει ο λόγος, η φωτογραφία, το ηχητικό ντοκουμέντο, το μακρινό μήνυμα και τα άφθονα εργαλεία του διαδικτυακού ντελίριου, δηλαδή θα υπογράμμιζα με θάρρος, τα e-mails,το facebook, το twitter και οι κάθε λογής μηχανές αναζήτησης και το google.

Μια κραυγή στην έρημο της σημερινής συνθήκης της βουβής και άδηλης και μοιραίας ταπείνωσης του υποκειμένου, αφανούς και ιδιωτεύοντος και όλο και πιο μεμονωμένου και απομονωμένου και αποτραβηγμένου από το ανοικτό θέατρο των αληθινών αναγκών και της εργώδους απαίτησης για μεγαλύτερη συμμετοχή και παρουσία και θαρραλέα συν-δήλωση της ανθρώπινης μοναδικής παρουσίας, μόνης ικανής να «κατοικεί» και να πλάθει και να διανέμει και να μοιράζεται την αλήθεια της ίδιας της ύπαρξης.

Η μεγάλη Μαρίνα, με τα αδρά χαρακτηριστικά ενός τονισμένου προσώπου, με τεράστια μάτια διάπλατα ακοικτά στα σκοτάδια της ανθρώπινης υλικής και ηθικής συνθήκης, με το βλέμμα της να περιτρέχει με επιμονή και να συναιρεί όλες τις πτυχές και τα μορφώματα του ορατού κόσμου, με τη θεϊκή της φιγούρα να οδηγεί το ρυθμό μιας ακαταπόνητης ανάβασης στις κορυφές της έμπνευσης και την ίδια στιγμή να καταδύεται στο βάθος των πραγμάτων και της πραγματικότητας, ήταν η ίδια καλλιτέχνις που στη μπιενάλε της Βενετίας το 1999 με το βαλκανικό μπαρόκ [Balkan baroque],ξεπλένοντας με φορμόλη τόνους από ματωμένα κόκκαλα ζώων, ανήγγελε σαν την Κασσάνδρα τη στυγνή πολυπλοκότητα και την άρνηση της ανθρώπινης ιδιότητας που έφερε ο εμφύλιος στην πατρίδα της, την κυριαρχία στο θυμικό και το μυαλό των ανθρώπων του «κακού» που είχε στη διάρκεια αυτής της φοβερής εποχής καταντήσει σχεδόν κοινότοπο…

Οdyss, 9.06.2010