17.9.09

HORROR VACUI *

Κι όμως, «O βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος…»**
[5+1 ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ***]


Δημήτρης & Σουζάνα Αντωνακάκη / Σπίτι διακοπών
στον Οξύλιθο, Ι (Εύβοια, 1973)
(φωτ. από τη μονογραφία "ATELIER 66/The Architecture of Dimitris and
Suzana Antonakakis/Edited by Kenneth Frampton/Rizzoli, NY)


Αρης Κωνσταντινίδης /Αρχαιολ. Μουσείο Ιωαννίνων (1965-66)
(φωτ.Οdyss,2009)


Πάνορμο Ρεθύμνου, "Καλύβα" παραγωγού
(φωτ. Odyss,2005)


Εξωνάρθηκας Αγίας Παρασκευής Σιάτιστας (1677)
(φωτ.Odyss,2009)


Πάτροκλος Καραντινός, Αρχαιολ. Μουσείο Αγίου Νικολάου Κρήτης (1966)
(φωτ.Οdyss,2008)


Piero della Francesca, H μαστίγωση του Ιησού, περ. 1450
(Εθν.Πινακοθήκη Ούρμπινο,Ιταλία)

Kαι να που το αρμόδιο υπουργείο που χειρίζεται τα ζητήματα του σχεδιασμού και της αρτιότητας των μελετών και των κατασκευών, μέσα στη βία της προεκλογικής «τακτοποίησης» όλων του των εκκρεμοτήτων, κατάφερε όχι μόνο να δώσει ένα αποφασιστικό χτύπημα σε μια από τις σπουδαιότερες θεσμίσεις του –πάλαι ποτέ εμπνευσμένου οικοδομικού κανονισμού (ΓΟΚ 1985) - αλλά κυρίως να εκφράσει με τον πιο χαρακτηριστικό και απροκάλυπτο τρόπο την επέλαση του περίκλειστου, ερμητικού και εσωστρεφούς χώρου**** σε βάρος του ανοιχτού, υποδεκτικού και τόσο απαραίτητου περάσματος από τη δημόσια έκθεση στην εσωτερική περιοχή του άβατου της κατοίκησης, ουσιαστικής και δηλωτικής χειρονομίας του ίδιου του χαρακτήρα του ελληνικού βίου…Του ημιυπαίθριου ή αν θέλετε του ημιανοιχτού, του ενδιάμεσου του προστατευμένου χώρου που–χιλιάδες χρόνια τώρα- προκύπτει από εκείνη την αυτονόητη, την καίρια, την καταστατική και απαραίτητη για το μικροκλίμα και την ιδιαιτερότητα του τόπου μας διαπραγμάτευση των ορίων του έξω και του μέσα…

Ό,τι δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να εξαφανίσουν, να εκμεταλλευθούν χωρίς κανένα θεσμικό έλεγχο και να μοσχοπουλήσουν οι κάθε λογής θλιβεροί μεταπράτες της χυδαίας και εκμηδενισμένης χρηστικά εμπορευματοποιημένης (πολυ)κατοικίας ή έπαυλης, μετατρέποντας με επιτηδειότητα σε εμπορεύματα με αστραφτερά περιτυλίγματα τα κάθε λογής αηδιαστικά κατασκευάσματα της ατελείωτης «ζαχαροπλαστικής» τους διάθεσης, το έκαναν με μια απλή τροπολογία σε ένα νομοθέτημα, εκείνοι που κατά τεκμήριο θα όφειλαν να υπερασπίζονται την ποιότητα του αρχιτεκτονημένου χώρου, δηλαδή το ίδιο το ΥΠΕΧΩΔΕ.

Η σύγχρονη «κατασκευαστική πανώλη» που μεταμορφώνει σταδιακά τα παλιά αστικά κέντρα και τις παρυφές των διαρκώς εξαπλούμενων πόλεων, τους οικισμούς και το ελληνικό τοπίο σε κατεστραμμένους από την οικοδόμηση και επαναλαμβανόμενους «χώρους του τίποτα»(nolands) ,δηλαδή περιοχές όπου ευδοκιμεί ο κατακερματισμός του –ανύπαρκτου πια- δημόσιου χώρου και η σχεδόν καφκική μεταμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος σε ασύλληπτη καρικατούρα μιας τερατώδους οικιστικής κακοφωνίας όπου κυριαρχούν οι δεκάδες αποχρώσεις του σομόν και τα ανιαρά και διαρκώς επαναλαμβανόμενα μορφολογικά σκουπίδια μιας όλο και μεγαλύτερης τυπο(το)λογίας, αντιμετωπίζεται και «συντρίβεται» κατά κράτος με την κατάργηση της ίδιας της έννοιας του (ημι)υπαίθριου βίου...

Έτσι κατανοούν μερικοί «αμνήμονες» πως πρέπει να σταθούν απέναντι στα κτισμένα γεγονότα που μας κληροδότησαν οι χρόνοι και σε μερικά ακόμη που καταφέραμε να αρθρώσουμε μέσα από την εμπειρία εφαρμογής του ΓΟΚ του 1985. Να καταργήσουμε λοιπόν τις στεγασμένες στοές που περπατούσαν οι ηλικιωμένοι έξω από τις μονάδες της φροντίδας τους και τα παιδιά στις σχολικές εγκαταστάσεις, να μην επιτρέψουμε σε κανένα επισκέπτη μουσείου να ξαποστάσει για μιαν ανάσα από τον ήλιο του μεσημεριού ,να κλείσουμε μια και καλή τις νοτικές βαθιές αυλές που ο ίσκιος τους επέτρεπε την ώρα του καλοκαιριού τ΄αγνάντι της αυλής και του πελάγους(8 μήνες το χρόνο!), να κτίσουμε συμπαγείς τοίχους παντού –ορθώνοντας κι εμείς παντού τα τείχη μας- στα αίθρια των παλιών σπιτιών και στις λουσμένες στο φως βεράντες τους για να μην καταφέρει έτσι κι ο επιτήδειος απέναντι να κλείσει το δικό του ημιυπαίθριο αυθαίρετα, να διώξουμε από τις λαϊκές αγορές στους δρόμους τα κιόσκια και τα στέγαστρα και να ισοπεδώσουμε αν χρειαστεί και τις υπέροχες «καλύβες» στο Πάνορμο στο Ρέθυμνο, που οι μικροπωλητές το θέρος γεμίζουν με τα φρούτα τους για τους περαστικούς και εμένα μου θυμίζουν όποτε περάσω τα πρώιμα γραφτά του Άρη Κωνσταντινίδη, που νέος πολύ ακόμη είχε τα μάτια να δει εκείνα που άξιζαν και που μερικοί δεν θα καταφέρουν ποτέ στη διάρκεια ενός ολάκερου βίου να το κάνουν….
Όλα τα προβλήματα του κτισμένου και του άκτιστου τώρα, θα τα τακτοποιήσει φαίνεται η νέα τροποποίηση των διατάξεων που φαίνεται να αγνοεί επιδεικτικά την αρχιτεκτονική σε όλες της τις εκφάνσεις και εκφράσεις, που διαγράφει προκλητικά την κληρονομιά και τη στρωματογραφία της ανώνυμης παράδοσης του τόπου μας από το αρχιπέλαγος και τα νησιά ίσαμε τα ηπειρώτικα βουνά και τις μνημειώσεις της αιώνιας πέτρας, που δεν έχει την παραμικρή γνώση για τον τρόπο που η μοντερνικότητα και το κατασκευαστικό μεσοπολεμικό και υστεροπολεμικό της ήθος χειρίστηκε και ανέδειξε με ποιητικό πολλές φορές τρόπο τη σχέση του εσωτερικού με τον εξωτερικό χώρο, από τον Άρη Κωνσταντινίδη και τον Πάτροκλο Καραντινό, ίσαμε τον Ζενέτο, τον Κρόκο και τους Αντωνακάκηδες…Αυτή που εξαφανίζει μέχρι ανυπαρξίας κάθε δυνατότητα άρθρωσης μιας αρχιτεκτονικής συμβατής με τον Τόπο…Μια νέα διάταξη που εξαιρεί από την εφαρμογή της –διάβαζε ολεσχερή κατάργηση του ημιυπαίθριου χώρου- τα ξενοδοχεία (!) αλλά όχι τα δημόσια κτίρια, δηλαδή τα σχολειά, τα δημαρχεία, τα μουσεία, τα γηροκομεία, τα κτίρια για τον πολιτισμό (αυτά τα λίγα έστω)…Αιδώς Αργείοι…

Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί…Που διυλίζετε τον κώνωπα και καταπίνετε την κάμηλο…Που ήταν μέχρι τώρα οι εντεταλμένοι μηχανισμοί σας για να ελέγξουν την ορθή εφαρμογή των διατάξεων για τους ημιυπαίθριους ;...Ξέρω ήταν σε ετοιμότητα κάθε στιγμή για να αντιμετωπίσουν τις καταπατήσεις του αιγιαλού από κάθε λογής επιτήδειους και κυρίως από πολυτελείς τσιμεντομονάδες όπου βρίσκoυν φιλόξενο κατάλυμα στην ολόχρονη ραστώνη τους και οι κάθε λογής γραφειοκράτες…Σίγουρα ήταν απασχολημένοι για να προστατεύσουν με κάθε τίμημα την καταστροφή και το κτίσιμο και της τελευταίας σπιθαμής γης που απέμεινε γύρω από τα δάση και τους φυσικούς δρυμούς των μικρών τόπων μας και την ίδια ώρα φρόντιζαν με μεγάλη αφοσίωση για να υπερασπιστούν τους κοινόχρηστους χώρους στις πόλεις μας από κάθε λογής καταπατήσεις στο βωμό μιας όλο και αηδιαστικότερης εκμετάλλευσης της ελάχιστης επιφάνειας πεζοδρόμιου και δημόσιου χώρου που απέμεινε ελεύθερη για να μπορέσουν να κινηθούν με άνεση οι ανάπηροι, τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι…

Βέβαια αν δεν κατάφερναν να διεκπεραιώσουν κάτι από τα παραπάνω σίγουρα θα έτρεχαν με αυτοθυσία να οργανώσουν, να επιβλέψουν, να αναδείξουν τις ομορφιές που γενναιόδωρα μας χάρισε η φύση και να μας κάνουν όλους φύλακες-άγγελους στην προστασία και του τελευταίου μικρού δέντρου που κινδυνεύει να πέσει θύμα της οικοδομικής βουλιμίας μας ή της ακόρεστης επιθυμίας μας για ανάπτυξη και εκμετάλλευση και της ελάχιστης απαντοχής που μας απόμεινε για να παραχθεί λίγο κέρδος…Τέλος θα πρόσθετα ,για να μην αδικήσω κανένα, και την καθημερινή τους έγνοια για τα μνημεία, τους αρχαιολογικούς μας χώρους, τα μουσεία μας (όσα γλύτωσαν από την εκσυγχρονιστική τους μανία από τη Θεσσαλονίκη ίσαμε τα Ιωάννινα) και τον αρχιτεκτονικό μας πλούτο, όλες εκείνες τις γοητευτικές αλλεπάλληλλες αποθέσεις του που φανερώνουν πως ο τόπος μας έχει και αυτός μια ιστορία και μια συνέχεια…

Ναι και οπωσδήποτε θα σταθώ στη μέχρις αυτοθυσίας και συγκινητικής αυταπάρνησης αφιέρωσή τους στη διάσωση και την προστασία της πιο πρόσφατης μοντερνικής αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς που όση δεν πρόλαβε να συντριβεί κάτω από τις συνεχείς κατεδαφίσεις και να σβηστεί για πάντα η ριζοσπαστική της –και ενίοτε πολιτικά ύποπτη- ματιά (που πάντα είχε μια επιμονή στο ήθος της κοινωνικής συνδρομής και της ανάδειξης των αναγκών των πολλών), αφέθηκε επιδεικτικά να καταρρεύσει ή να παρακμάσει ή να περιπέσει σε μια άδηλη εξαφάνιση…Για να μη δημιουργεί αυτή τη ζωοποιό αναστάτωση και τη συγκίνηση που κατάφερνε για παράδειγμα να προκαλεί ένα εργοστάσιο σαν του Φιξ στη Συγγρού ή ένα σπίτι σαν εκείνο στο Καββούρι του Ζενέτου, για να μη μας δίνονται τόσο πιεστικά μαθήματα για το πώς πρέπει να στέκεται ένα κτίριο στο τοπίο σαν τα Ξενία και το μικρό σπίτι στην Ανάβυσσο του Κωνσταντινίδη, για να μην μας κατακυριεύει η επιθυμία για συναισθηματικές περιηγήσεις όταν επισκεπτόμαστε τα έργα του Κρόκου, για να μην κάνουμε περίεργους συνειρμούς για τις επιρροές που διατρέχουν όλες τις εκφράσεις της ελληνικής νεωτερικότητας μετά την άνθηση του ’60 και συναντιούνται με μαγικό τρόπο στα ΄Ασπρα Σπίτια στη Βοιωτία, στην πολυκατοικία της οδού Μπενάκη και στο σπίτι του Ζάννα των Αντωνακάκηδων, για να μην μπορούμε να σκεφτόμαστε πως εκτός από την αθλιότητα των κάθε λογής μεταπρατών που σκυλεύουν καθημερινά στο κτισμένο υπάρχει και μια γοητευτική και καμιά φορά άρρητη εικόνα που αξίζει να της δοθούμε και να τη βάλουμε στο κέντρο της καθημερινής μας ματιάς…Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ, με κάθε τρόπο σε όσους διακαώς επιθυμούν να καταπατήσουν την καθημερινή μας διαρκή ευαισθησία και την κοινή μας ματιά για την ποιότητα της και τη δυνατότητά της να μας κινητοποιεί και να μας εκθέτει σε μια διαρκή ποιητική διαπραγμάτευση με όλα όσα συνθέτουν ένα κοινό βίο…

Ποιο ζείδωρο βλέμμα θα βρεθεί να δεί όσα αξίζουν ακόμη; Ποιος ΥΠΕΧΩΔΕ θα θελήσει να μοιάσει λίγο με ένα οραματιστή σαν τον Αντώνη Τρίτση και να καταφέρει να κάνει ένα νέο οικοδομικό κανονισμό ανοικτό στις δυνατότητες της πραγματικής μας αξιακής παράδοσης, που θα αφήνει την αρχιτεκτονική να ξεδιπλωθεί πέρα από τη στενομυαλιά των κάθε λογής γραφειοκρατών και τις ορέξεις των κάθε λογής βουλιμικών οικοδομικών μεταπρατών που τόσο βάναυσα την υπονομεύουν; Ποιος «πολιτισμένος» δημόσιος λειτουργός θα μπορέσει να κατανοήσει πως την ώρα που αίρονται όλοι οι φραγμοί για την πιο αχαλίνωτη καταναλωτική μας αποχαύνωση και γράφονται καθημερινά κηρύγματα για άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων θα εξακολουθήσει να υπάρχει αυτή η κοντόφθαλμη, μικρονοϊκή και μίζερη επιμονή και ο «φόβος του κενού», που κι αυτό φαίνεται να διώκεται με κάθε τρόπο μέσα από τις απίστευτες και τραγικές θεσμικές τους διατυπώσεις…

ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΜΕ την Αρχιτεκτονική με κάθε τρόπο απέναντι στις κυρίαρχες μετριότητες που επιχειρούν να την καταργήσουν με προκρούστειες πρακτικές και συνοπτικές διατυπώσεις…

Odyss,18.09.2009

* : Ο τρόμος του κενού. Γνωστός καλλιτεχνικός όρος για το φόβο που δημιουργεί στην τέχνη ο άδειος –κενός- χώρος, μέσα στο τελάρο και πολλές φορές οδηγεί σε μια πληθωρική και φλύαρη πλήρωση των πάντων -και της τελευταίας σπιθαμής- με τα αντικείμενα της δημιουργικής έκφρασης του καλλιτέχνη. Χρησιμοποιείται εδώ μεταφορικά για να δείξει πως κάτι συμβαίνει αντίστοιχα και με τους κενούς, ημιυπαίθριους ή και υπαίθριους χώρους στην αρχιτεκτονική που πολλές φορές πέφτουν θύματα μιας ακόρεστης βουλιμίας των χρηστών του κτιρίου όταν δεν πέσουν θύματα -στο τέλος- «εμπνευσμένων» νομοθετών. Ας απαγορέψουν λοιπόν τα πάντα, ίσως αν δεν κτίζουμε τίποτα να μπορέσει να ηρεμήσει λίγο η ματιά μας από την οικιστική φρίκη που μας περιβάλλει και που για να προκύψει έχουν συνεργήσει πολύ και βέβαια και οι ανύπαρκτοι «ουσιαστικοί ελεγκτικοί θεσμοί».

**: Η περίφημη διατύπωση του Περικλή Γιαννόπουλου στο βιβλίο του «Ελληνική Γραμμή»(1903), χαρακτηριστική αναφορά για πολλές γενιές Αρχιτεκτόνων.

***: Οι εικόνες αυτές είναι πια "απαγορευμένες". Θα τις συναντά κανείς μόνο σε παλιές φωτο. και πίνακες ζωγραφικής και όσο θα υπάρχουν θα σώζεται η μνήμη μιας "αληθινής αρχιτεκτονικής" κατά που έγραφε και ο Άρης Κωνσταντινίδης που δυστυχώς δεν παράγεται από βουλιμικούς κατασκευαστές του σήμερα , ούτε βέβαια και από ατάλαντους και άσχετους νομοθέτες που δεν κατανόησαν ποτέ τι σημαίνει να κτίζεις σύμφωνα με όσα σου διδάσκει το πνεύμα του ίδιου του Τόπου σου.
****: Βλέπε αμέσως παρακάτω και το εξαιρετικό κείμενο της Αρχιτέκτονος Σουζάνας Αντωνακάκη που δημοσιεύτηκε στη στήλη «Τρίτη άποψη» στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στις 10.09.2009


Ο φόβος του υπαίθρου
Της Σουζάνας Αντωνακάκη

Στη χώρα της υπαίθριας ζωής των στοών και των υπόστεγων, περιοχών οργανικά ενταγμένων στο συνολικό οικιστικό σύνολο, που χαρακτηρίζουν την αρχαία και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, φτάσαμε ουσιαστικά στην κατάργησή τους ή και στη διά νόμου απαγόρευση αυτών των ενδιάμεσων κόμβων στους οποίους εκτυλίσσεται η ζωή ενταγμένη στο κλίμα και στις ανάγκες που προκύπτουν από τις ιδιαιτερότητες του τόπου. Σ΄ αυτό το προστατευμένο ύπαιθρο εγγράφονται όλες οι γνωστές διαβαθμίσεις του δημόσιου- ιδιωτικού, οι προσαρμογές και οι μεταμορφώσεις του υπαίθριου σε κλειστό και αντίστροφα, που μας γοητεύουν στην ελληνική και μεσογειακή αρχιτεκτονική και αποτελούν αντικείμενο έρευνας της ποιότητας του κτισμένου περιβάλλοντος. Αν αναζητήσουμε στις αφηγήσεις και στην ποίηση από την εποχή του Ομήρου λέξεις και περιγραφές που παραπέμπουν στην υπαίθρια ζωή στους οικισμούς, στα σπίτια και στα ανάκτορα, θα διαπιστώσουμε πόσο έχει διαβρωθεί ο τρόπος ζωής από αυτή τη βουλιμία για κλειστούς χώρους, η οποία ενώ δεν προέρχεται συνήθως από πραγματικές ανάγκες, ωστόσο διαμορφώνει τα στερεότυπα της κατοικίας και της κατοίκησης. Έτσι, η τυπολογία της κατοικίας αποκλείει χώρους «διφορούμενους»- μεταβλητούς, οι οποίοι λειτουργούν ως κλειστοί εξώστες ή ως επεκτάσεις του εσωτερικού χώρου, ανάλογα με την εποχή και τη θέση τους μέσα στο οικιστικό σύνολο. Ας θυμηθούμε τα χαγιάτια και τις ευρηματικές λύσεις στις υπόστεγες περιοχές των αυλών κοντά στο φουρναρειό ή στο μαγειρειό, ή τα «στεγάδια» με τον διπλό προσανατολισμό ανάμεσα στα δωμάτια- περιοχές δροσερές και σκιερές που προσθέτουν την ανάσα της ποίησης του ευέλικτου χώρου στην καθημερινή ζωή. Αν η εσωστρέφεια με την οποία αντιμετωπίζεται η κατοικία στις πόλεις έχει κάποια δικαιολογία είναι τελείως απαράδεκτο να εφαρμόζεται στους παραδοσιακούς οικισμούς ή στις παραθεριστικές κατοικίες. Διαβάζω, για παράδειγμα, στο διάταγμα για τον οικισμό Μανδράκι στη νήσο Νίσυρο ανάμεσα στους όρους και περιορισμούς δόμησης (άρθρο 2 παρ. 3/δ): Δεν επιτρέπεται η κατασκευή ημιυπαιθρίων χώρων. Σε πολλές περιπτώσεις, επίσης, διαπιστώνουμε τον φόβο των υπευθύνων για τον έλεγχο των μελετών να εγκρίνουν στέγαστρα και υπόστεγα, ακόμα και αν προσμετρώνται στον συντελεστή δόμησης. O νόμος, ανοιχτός σε «ερμηνείες» και παραβάσεις, με την κατεστημένη πλέον νοοτροπία στην Ελλάδα ως προς την εφαρμογή του, ήταν προφανές ότι θα χρησιμοποιούνταν προς άλλη κατεύθυνση από αυτή που υποτίθεται ότι εξυπηρετούσε. Φτάσαμε, λοιπόν, στο αποτέλεσμα ο ημιυπαίθριος χώρος της κατοικίας να αποτελεί στοιχείο αντιπαράθεσης και διαπραγμάτευσης με τις υπηρεσίες αρχιτεκτονικού ελέγχου, ενώ ταυτόχρονα να έχει μεταβληθεί σε φόβητρο για όσους τολμήσουν να καταλάβουν και να κλείσουν αυτόν τον σύμφωνα με τις περιγραφές «ετοιμοπαράδοτο» χώρο επέκτασης της κατοικίας. Γνώριμα υπαίθρια δωμάτια στα λαϊκά αθηναϊκά σπίτια ή στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική των ελληνικών οικισμών, ενώ γίνονται αντικείμενο λατρείας και θαυμασμού των υμνητών της «ανώνυμης» αρχιτεκτονικής, απαγορεύονται ή αντιμετωπίζονται με καχυποψία κατά τον έλεγχο της μελέτης, ενώ αναζητείται η κατάλληλη διατύπωση του νόμου για να συρρικνώσει ή να καταργήσει αυτούς τους «ύποπτους» χώρους. Ποιος, λοιπόν, θα πίστευε ότι δεν υπάρχει τρόπος να ενθαρρύνονται κατασκευαστές και ιδιοκτήτες στην επέκταση στο ύπαιθρο του κλειστού χώρου της κατοικίας ή του διαμερίσματός τους; Άραγε η σχολαστική περιπτωσιολογία, οι δεσμεύσεις και όλα τα σχετικά με μετρήσιμα μεγέθη στοιχεία τού διατάγματος θα ωφελήσουν ή θα δεσμεύσουν και τις ελάχιστες δυνατότητες που έχουν απομείνει για μια αρχιτεκτονική προσαρμοσμένη στον τόπο, αλλά ανοιχτή σε νέες ερμηνείες ως προς τις διαβαθμίσεις του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και της ζωής στο ύπαιθρο; Συμβάλλει η νέα νομοθεσία στην πραγματική εκτίμηση του πολύτιμου δώρου του περιβάλλοντος που παραλάβαμε και το παραδώσαμε στη συναλλαγή και στην ουσιαστική υποβάθμιση της καθημερινότητας μέσα στον κάλυκα της ζωής που είναι η κατοικία;