16.10.11

ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ… ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΑΙ


Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ *

Θα ήθελα να σας μιλήσω σήμερα για την έννοια της αναζήτησης. Μιας αναζήτησης που ακολουθεί τα αποσιωπητικά του τίτλου αυτού του συνεδρίου. Που κι αυτά, με τη σειρά τους, μαρτυρούν μια αβεβαιότητα, έναν έκδηλο μετεωρισμό. Σαν να μην είναι τίποτα ακόμα βέβαιο, σαν να μην είμαστε ακόμα σίγουροι για το πού βρισκόμαστε, τι κάνουμε, και πού πάμε.
Για να πλησιάσω αυτό το θέμα, θα πάρω πρώτα μια πιο βατή, συμβατική κατεύθυνση. Θα δοκιμάσω να εξηγήσω ένα-ένα τα συστατικά ενός εναλλακτικού, φαινομενικά ουδέτερου, τίτλου. Να ο τίτλος: Αρχιτεκτονική του Δημόσιου Χώρου στην Ελλάδα. Έστω λοιπόν, Αρχιτεκτονική = το αποτύπωμα οργανωτικής βούλησης, η γεωμετρική τάξη, η τιθάσευση του τυχαίου.  Δημόσιος = κοινόχρηστος, εκείνα τα ψίχουλα κοινοκτημοσύνης ως υπόλειμμα της ιδανικής ισοπολιτείας. Χώρος = το κενό και απροσδιόριστο, το ισοδύναμο του βιβλικού χάους, εκείνο που αποκτά νόημα μόνο εφόσον περιέχει γεγονότα (δράση).
Αν ο τίτλος Αρχιτεκτονική του Δημόσιου Χώρου μοιάζει ουδέτερος, όταν θελήσω σε συνέχεια να εξηγήσω τον καθένα από τους όρους του, βρίσκομαι βαθιά πελαγωμένος. Αυτό δεν έχει γίνει στην τύχη, βέβαια. Εννοείται πως επίτηδες διάλεξα παγιδευμένους ορισμούς. Ορισμούς που από μόνοι τους αρχίζουν να συγκρούονται μεταξύ τους, να θέτουν προϋποθέσεις, να απαιτούν νέους ορισμούς και διευκρινίσεις.  Αλλά δεν θα σας φανερώσω ακόμα τα κίνητρά μου. Θα παρατηρήσω μόνο –για να πάμε ένα βήμα πιο κάτω– ότι όλα είναι αλληλένδετα, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο συμβιωτικά. Όπως αυτά τα μύδια πάνω στην πέτρα. Όπως η λαϊκή αγορά της οδού Καλλιδρομίου στην Αθήνα, ή η λαϊκή μπροστά στη Ροτόντα ή η αγορά Βλάλη στη Θεσσαλονίκη.
Όπου –ακολουθώντας τώρα μιαν άλλη διάσταση– αναφερόμαστε σε σύνολα, όπως του πλήθους που παρακολουθεί μια παράσταση στην πλατεία μπροστά στο Beaubourg στο Παρίσι· μιας παρέας που λιάζεται μακάρια, απομονωμένη από τους περαστικούς στη Βενετία· ή μιας άλλης, δικής μας τώρα, στο Φάληρο μια Καθαρή Δευτέρα.  Ίσως και όχι μόνο: εξίσου θα μπορούσε αυτή η δημόσια πλατφόρμα να χωρέσει και την απέραντη μοναξιά ενός ψαρά στο Βόλο, ενός απεργού μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενός πωλητή σημαιών σε κάποια εθνική επέτειο, ή ενός άπατρι και άκακου καταληψία στην Πλάκα. Γιατί όχι – και ενός σκύλου που απολαμβάνει την πλακόστρωση στην πλατεία Μοναστηρακίου στην Αθήνα. Αλλά το ίδιο ισχύει ακόμα και για ανθρώπινα ομοιώματα. Με αυτές βέβαια τις επισημάνσεις βρισκόμαστε ήδη βαθιά μέσα στη σπηλιά του Πλάτωνα – αλλά, ας μη σταθούμε εκεί.
Και προχωράμε παρακάτω. Για να αγγίξουμε εκείνους τους αινιγματικούς χώρους, όπως ένα άδειο οικόπεδο στου Ψυρρή, ή ένα εγκαταλειμμένο μαγαζί – και πάνω απ’ όλα, ένα αδιέξοδο στην Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας. Εκεί που η συγκίνηση του άγνωστου, ο ίλιγγος του φόβου, σε μουδιάζουν. Χώροι απόλυτα έμψυχοι κι ας τους λείπει το παραμικρό ίχνος ζωής.
Πράγμα που σε κάνει άθελα να σκέφτεσαι αν εκείνο τελικά που κάνει τη διαφορά είναι το πόσο γεμάτο ζωή είναι άραγε ένα μέρος. Εφόσον βέβαια εκείνο που λέμε «ζωή», τόσο εγωιστικά και μυωπικά, το μεταφράζουμε ως ανθρώπινη παρουσία. Όπως η παραδειγματική πλατεία Συντάγματος –για την οποία είμαι βέβαιος πως θ’ ακουστούν πολλά ηχηρά την επόμενη βδομάδα– ή ακόμα καλύτερα, η πλατεία Δημαρχείου που εδώ τη βρίσκουμε σε μια ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της, στις Γιορτές, όταν γεμίζει λυόμενα μαγαζιά και κόσμο. Επίσης, την εμβληματική οδό Ερμού, το καύχημα της αθηναϊκού καταναλωτικού κοινού, και τέλος, το χαρούμενο βουητό του κόσμου που τρώει ένα Σάββατο μεσημέρι στην οδό Αδριανού, κάτω από έναν πλάτανο και δίπλα στο ανοιχτό όρυγμα του τραίνου του ΗΣΑΠ.
Αλλά αν είχαμε τον τρόπο, θα μπορούσαμε να μεταφερθούμε αιφνίδια στην πλατεία της Μακρινίτσας που σκιάζεται από ανάλογα πλατάνια – με τη διαφορά πως τώρα η πλατεία είναι χειμωνιάτικη, έρημη, εγκαταλειμμένη στον ήχο του νερού που τρέχει στις κρήνες. Κι αν αυτό σας φαίνεται στημένο, φτηνό κόλπο (που με κάποιο τρόπο είναι), τότε δείτε μιαν άλλη πλατεία, μάλλον μια αυλή, όχι πια ιστορική ή καταξιωμένη, χωρίς ίχνος αβανταδόρικης βλάστησης, όπου πάλι ένας άδειος χώρος στη Μακρινίτσα, πλημμυρισμένος στα τραπεζοκαθίσματα, έχει αποκτήσει μια αθέλητη σκηνογραφική τελειότητα με εκείνο το κρεμασμένο πανί από πάνω του.
Ας αφήσουμε προς στιγμή όμως τέτοιες μαγικά γαλήνιες ατμόσφαιρες που μόνο μέσα στην ερημιά ξεδιπλώνονται μπροστά μας, τόσο αναπάντεχα, τόσο εντυπωσιακά. Ας μιλήσουμε για εκείνη την εξίσου έντονη, κραυγαλέα διάσταση του δημόσιου που μυρίζει κοινότητα, κοινοπραξία, τελικά την ίδια την κοινωνία –δηλαδή, εκείνα τα κοινά πράγματα που δένουν και δεσμεύουν τις επιμέρους μονάδες– είναι εκείνο που βίαια καταλύεται και θρυμματίζεται όταν ξεπεραστούν κάποια όρια. Η χορογραφία μιας ανώνυμης διαδήλωσης, τα εμβληματικά Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών την εποχή που έβραζε το ζήτημα ονομασίας της Μακεδονίας, οι πιο πρόσφατες (στο φετινό καλοκαίρι) αποτυπωμένες μούντζες σε μια αποξηλωμένη από μάρμαρα επιφάνεια στην πλατεία Συντάγματος, όλα αυτά αφηγούνται μιαν άλλη περιπέτεια, που κανένας δεν θα ήθελε να περιλάβει στα οράματά του.   
Τι έχουμε άραγε να δείξουμε απέναντι σε αυτά τα παραπάνω; Ώς πού μας έχουν φτάσει οι τόσο γόνιμες, συχνά ηρωικές προσπάθειες απάντησης στο αίτημα της αναζήτησης που είπαμε στην αρχή; Έστω πως συμβατικά κοιτάμε τέσσερις δεκαετίες προς τα πίσω, από τη Μεταπολίτευση κι εδώ. Θα δούμε συμβολικές χειρονομίες, όπως την υπόμνηση διέλευσης ενός χαμένου ποταμού στην οδό Καλλιρρόης στην Αθήνα, ή την υπόμνηση ενός γκρεμισμένου τζαμιού στην Πλάκα. Θα συναντήσουμε επίσης αναμνήσεις ενός μυθικού μεγαλείου –που πάντα υπάρχει, κατατεθειμένο προς χρήσιν μόνο στο παρελθόν– όπως την εναρκτήριο τελετή των Πανευρωπαϊκών Αγώνων σε ένα φτιασιδωμένο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, τον βαρύγδουπο εορτασμό της νέας Χιλιετίας στην Ακρόπολη με ήχους και φώτα ή την ακόμα πιο μπαρόκ περφόρμανς του Βαγγέλη Παπαθανασίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Μια λατρεία τότε του πομπώδους, της μεγάλης ρητορικής χειρονομίας;
Όμως, όπως και να το κάνουμε, οι προσεγμένοι δημόσιοι χώροι μπορούν να γίνουν τόποι, ακόμα κι όταν –ή άραγε– μόνο εφόσον γίνονται αφορμές για αντιδικίες, ξεσηκώνουν διαμαρτυρίες, δημιουργούν ρήξεις. Γιατί ναι, είναι ικανοί για κάθε είδους εκδήλωση πάθους. Εδώ σκέφτομαι τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Ακρόπολη της ομάδας Πλειάς, την πλατεία Κολωνακίου του Εργαστηρίου 66, μια ελάχιστη τριγωνική διεύρυνση πεζοδρομίου της λεωφόρου Βασ. Σοφίας στο πάρκο Ριζάρη, και μια εντελώς άσημη πλατεία που γνωρίζω γιατί τυχαίνει να ζω δίπλα της, στο Νέο Ψυχικό.
Επιτρέψτε μου τώρα να αλλάξω ύφος και να πολιορκήσω πάλι το θέμα από άλλη πλευρά. Δεν την ονοματίζω, απλά την καταδεικνύω. Μια εικόνα από τη Σύμη, μια μαγική συνάντηση απρόβλεπτη, ασχεδίαστη – τελικά μια σύνθεση εντελώς άσκοπη, χωρίς ίχνος λειτουργίας, χωρίς καμιά υποψία ένθετου συμβολισμού. Και γι’ αυτό, τόσο ισχυρή.
Τι θα μπορούσα να βάλω δίπλα της; Ίσως ένα χορταριασμένο βοτσαλωτό στην αυλή μιας εκκλησίας, πάλι από τη Σύμη. Έναν πρωινό δρόμο πλάι στη θάλασσα στην Κω, μόλις τονισμένο με μια σειρά από ημισφαιρικά εξογκώματα, και ένα πεζόδρομο στην παραλία της Χαλκίδας με απογευματινά περιστέρια. Ένα μονοπάτι στην Πάτμο όπου ο ασβέστης παράδοξα τονίζει ορισμένες πέτρες κι όχι άλλες, μια μαρμαρόστρωτη κατεβασιά στην Ερμούπολη, αλλά και τα ξύλινα προσωρινά περάσματα του Γιώργου Τριανταφύλλου ανάμεσα στα ερειπωμένα σπίτια του οικισμού Μοναστήρια, ενός τόπου εικαστικής επέμβασης του Κώστα Τσόκλη. Τέλος, ναι, δίπλα σε όλα αυτά τα σπουδαία και τρανά, μια αγνώριστη, επιχρυσωμένη οδός Σταδίου πάνω στη δύση.
Αρκετά, όπως θα έλεγε ο Πικιώνης. Φτάνουν αυτά για να κλείσουμε διάφορους λεκτικούς κύκλους, περι-γράφοντας όπως ένα γεράκι από ψηλά, προσπαθώντας να μιλήσουμε έμμεσα για εκείνη την αναζήτηση απ’ όπου ξεκινήσαμε συζητώντας.
Τελειώνοντας, τότε, ας μετατοπίσουμε τους κύκλους από τον ουρανό στο έδαφος, από τη μεταφορά στην κυριολεξία. Ας ιχνηλατήσουμε δηλαδή μερικά κυκλικά σχήματα, έτσι όπως αιχμαλωτίζονται από το μάτι. Ξεκινώντας από τα μινωικά κατάλοιπα στην καρδιά των Χανίων, μια υποψία κυκλικού χρόνου που μόλις προβάλλει μέσα στο σύγχρονο αστικό ιστό. Ας πάμε μετά στην Γόρτυνα, πάλι στην Κρήτη, σε ένα ρωμαϊκό ωδείο με ημικυκλική διάταξη καθισμάτων, για να δείξουμε μετά πώς αυτό το ίδιο στοιχείο, ξαναζεί στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις στο Ηράκλειο που σχεδίασε ο νέο-ρασιοναλιστής Πάνος Κουλέρμος. Δύο ακόμα παραδείγματα: η μνημειακή καμπύλη σκάλα στο τέρμα της αχανούς πλατείας, στο προσκύνημα της Φάτιμα στην Πορτογαλία, όπου στην άλλη άκρη της πλατείας αυτής, ο Αλέξανδρος Τομπάζης άφησε το δικό του στίγμα, ένα απόλυτα κυκλικό ναό. Τέλος, μια λεπτομέρεια από την ουράνια σκάλα στη Σύμη που λέγεται Καλή Στράτα, σημείο ανάπαυσης και ρεμβασμού.

Γόρτυνα / Θέατρο
Πάνος Κουλέρμος/ ΙΤΕ, Ηράκλειο Κρήτης
 Όμως δεν θα ήθελα να τελειώσω με μια τέτοια επίκληση θεϊκής αρμονίας, της τόσο απαραίτητης στη συχνά μίζερη καθημερινότητά μας. Θα δείξω τέσσερις τάφους στη σειρά μπροστά από μια σειρά αρμυρίκια, στο χείλος ενός γκρεμού πάνω από τη θάλασσα στα Χανιά. Για να θυμηθούμε λιγάκι τον Adolf Loos, τάφους άχρονους, απόκοσμους αλλά και τόσο ειρηνικούς, τόσο δεμένους με τα γύρω τους.
Όλα αυτά μας επαναφέρουν στην αρχική μας εικόνα, εκείνη που χρησιμοποιήθηκε σαν υπόβαθρο του τίτλου της ομιλίας. Τώρα ας αποκαλύψω την προέλευσή της: είναι από την παραλία της Θεσσαλονίκης. Είναι ένα παράδειγμα από εκείνο το χάος που τιθασεύει η αρχιτεκτονική βούληση, όπως ισχυρίστηκα αρχικά. Με την προϋπόθεση ότι μπορεί να συντηρεί γεγονότα, δηλαδή δράση.
Και από αυτή τη δήλωση οδηγούμαστε απευθείας στον τριαντάχρονο Bernard Tschumi του ’70, δηλαδή σχεδόν ταυτόχρονα με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για δημόσιο χώρο στην Ελλάδα. Ο Tschumi μας κάνει τη χάρη να εξαφανίσει τον πλατωνικό δυισμό, τον αιώνιο κόσμο των «ιδεών» από τον ρευστό κι εφήμερο κόσμο των «δοξασιών» που μας περιβάλλει. Σβήνει, ανάμεσα σε άλλα, και τον γοητευτικό μύθο της σπηλιάς με τις σκιές των ειδώλων στα τοιχώματα. Μαζί του διαγράφει την τυραννία του πουριτανικού ορθολογισμού, το δογματισμό του πουρισμού ως ακραία έκφανση του μοντερνισμού. Με άλλα λόγια, την αρχιτεκτονική ως απόλυτο ηθικό πρόσταγμα. Ακόμα πιο απλά, την αρχιτεκτονική της στέρησης, της απαγόρευσης, που τρέμει μην υποπέσει στην αμαρτία – τη διάβρωση της αρχιτεκτονικής από τη μεταφυσική.
Συντάσσεται παράλληλα με τον περίεργο εκείνο τύπο, τον Αβά Laugier, που ήδη το 1765 ζητούσε από τους αρχιτέκτονες να σχεδιάζουν κτίρια λες κι ήταν πάρκα, «με οργάνωση και φαντασία, συσχετισμούς και αντιθέσεις, και αναπάντεχα στοιχεία που προσθέτουν ποικιλία: απόλυτη τάξη στις λεπτομέρειες, σύγχυση, ταραχή και θόρυβος στο σύνολο». Και διαβλέπει, ακόμα και πίσω από τις διαστροφές του μαρκησίου De Sade, την ιδανική ενορχήστρωση των παθών που δεν τυφλώνουν ποτέ.
Οπότε ζητά την αποκατάσταση της απόλαυσης, με τη μορφή του ερωτισμού, σε μια αρχιτεκτονική της υπέρβασης. Ώστε μ’ αυτό τον τρόπο να αναγνωριστεί η συνύπαρξη λόγου και συναισθήματος σε αυτήν. Κατά ένα περίεργο τρόπο, με αυτή του τη στάση, συμμαχεί –εννοείται αθέλητα– με την «ευδαιμονία» του Επίκουρου, που κι εκείνος έζησε σε μια εποχή αποσύνθεσης. 
Εργαλείο του Tschumi είναι η άρνηση της λειτουργίας ως μοναδικού οδηγού πλεύσης, η άρνησή του να αποδεχτεί πως υπάρχει τρόπος να προβλέπεις τι θα συμβεί στον αρχιτεκτονημένο χώρο και να σχεδιάζεις γι’ αυτό. Στη θέση τους τοποθετεί το χώρο ως υποδοχέα συμβάντων, γεγονότων. Δανείζεται εργαλεία από τη σκηνοθετική ιδιοφυΐα του Eisenstein, και έτσι προτείνει χώρους που μπορούν να υποδεχτούν «εγκληματικές πράξεις» ως την ύψιστη μορφή ερωτικού πάθους που εκτελούνται με νοητική διαύγεια. Ελάχιστο δείγμα ενός τέτοιου ερωτισμού ήταν άλλωστε οι κυκλικές μορφές που έδειξα πριν.
Τα εργαλεία που διαθέτουμε για να επέμβουμε στον δημόσιο χώρο είναι, αλήθεια, τόσο απλά, τόσο στοιχειώδη! Όμως πόσο ανεξάντλητες είναι, με τέτοιους όρους, οι δυνατότητες που προσφέρουν στην αρχιτεκτονική…

Δημήτρης Φιλιππίδης 14.10.2011
       
* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση του αρχιτέκτονα Δημήτρη Φιλιππίδη στο συνέδριο με θέμα "ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ...ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΑΙ" που γίνεται στη Θεσσαλονίκη. 
Το συνέδριο διοργανώνει το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας / Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με τον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και τα Τμήματα Αρχιτεκτόνων των Πολυτεχνικών Σχολών των Πανεπιστημίων: Αριστοτέλειου, Πατρών, Θεσσαλίας, Δημοκρίτειου και Πολυτεχνείου Κρήτης.