19.5.09

ΙΧΝΗΛΑΣΙΕΣ ΕΝΑΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ-ΠΟΛΙΤΗ

Με αφορμή μια παρουσίαση του βιβλίου «΄Ιχνος Χρόνου »
(εκδ. Καστανιώτη ,2008) του Καθηγητή Αρχιτέκτονα
Δημήτρη Φατούρου στο Μουσείο Μπενάκη (5.05.09),
μια προσωπική μαρτυρία από τη γνωριμία με τον οιονεί
Πολίτη -Αρχιτέκτονα, στα Χανιά (στο ΚΑΜ)
και ένα κείμενο του Δημήτρη Φιλιππίδη που τα λέει όλα…

«Ίχνος Χρόνου»…΄Οταν πήρα στα χέρια μου το ογκώδες βιβλίο του Δημήτρη Φατούρου είπα μέσα μου πως ένα πόνημα με τέτοιο μέγεθος σίγουρα δεν θα είχε μόνο αναφορές στην Αρχιτεκτονική.. Ο ίδιος ο τίτλος αυτόματα μου άσκησε εκείνη τη γοητεία που μου προκαλεί η χρήση και μόνο της λέξης «χρόνος» σε κάθε διατύπωση…Θυμήθηκα την ίδια στιγμή το Μάρτιν Χάϊντεγγερ (Είναι και Χρόνος) αλλά και τον Προυστ (Αναζητώντας το χαμένο χρόνο)…Αλήθεια υπάρχει Αρχιτεκτονική έξω από το χρόνο; Εκείνος της παρέχει γενναιόδωρα αυτή την εξαιρετική διάσταση για να μπορέσει να μνημειωθεί και να γίνει ένα αναπότρεπτο συμβάν…Μέσα στις αλλεπάλληλες στρώσεις του μπορούμε κι εμείς να την ανακαλύπτουμε και να κάνουμε τις αναφορές μας , ψάχνοντας πάντα τις αιτίες που την καθιστούν ένα ίζημα ανθεκτικό ενώ έχουν οδηγήσει ένα σωρό πράγματα στην αφάνεια ρευστοποώντας τα για πάντα μέσα στο μάγμα της εξέλιξης…

Ο Δημήτρης Φατούρος που γνώρισα στα Χανιά ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που είχα πλασμένο στη συνείδησή μου…Ένας Πολίτης -Αρχιτέκτονας με έργο στιβαρό, ευαίσθητος δέκτης και πομπός πολλών ερεθισμάτων και διαρκώς παρών…Από την ώρα που νεαρός σχεδίαζε το εξαιρετικό κολυμβητήριο στον Πειραιά ίσαμε την ώρα που ιχνογραφούσε το θεμελιώδες σπίτι στη Αίγινα, τόσο στέρεο παράδειγμα συνθετικής ευθικρισίας και μετασχηματισμού της ελάχιστης κλίμακας σε μνημειακή σχεδόν χειρονομία…Δραστήριος, ευαίσθητος, με ένα ανοικτό βλέμμα στον κόσμο της Αρχιτεκτονικής και του καθημερινού βίου…Και την ίδια ώρα αρχιτέκτονας κτίστης και δάσκαλος και αρθρογράφος και ενεργός πολίτης και ταξιδευτής και γενναιόδωρος εταίρος στις πιο εκλεκτές συναντήσεις…Σε κάθε «θερμό» σημείο όπου η καλή Αρχιτεκτονική προσπαθεί να περάσει στον κόσμο μέσα από εκθέσεις, συναντήσεις, ημερίδες, διαλόγους και ένα διαρκή προβληματισμό που όλα τα συναιρεί χωρίς να πετά τίποτα μεταφράζοντας την παραμικρή πρόσληψη σε γεγονός που αφορά τους Αρχιτέκτονες, τις ιδέες, το κτίσιμο, τον κοινό μας βίο, τον Κόσμο…Ο χαρακτηρισμός του Δ. Φατούρου ως Πολίτη-Αρχιτέκτονα θαρρώ πως είναι ο πιο σύντομος και περιεκτικός μαζί για ένα άνθρωπο που μου ανακαλεί στο νου το πρότυπο του αναγεννησιακού homo universalis

Το βιβλίο μια πολύπλευρη και γοητευτική περιήγηση στα δρώμενα του Τόπου μας μετά το ’50…Που με επίκεντρο την Αρχιτεκτονική και τη ματιά του καθηγητή Φατούρου, μετατρέπεται σε ένα μεγάλο ευρύ πεδίο ανάγνωσης, κατανόησης, ερμηνειών και καμιά φορά και απρόσμενης προσέγγισης όπου μια οξυδερκής, βαθιά στοχαστική και υποψιασμένη ματιά μετατρέπεται στον πιο ρηξικέλευθο ανατόμο της…Σημασία δεν έχει μόνο τι υπάρχει, τι κτίζεται, ποιοι το δημιουργούν αλλά πάνω απ΄όλα ο Τόπος που τα υποδέχεται και τα μετασχηματίζει σε ψιθύρους, κραυγές ή σπανιότερα μικρά αρμονικά πρελούδια που μας δίνουν την αφορμή να γράφουμε κάποτε στο χαρτί για να εκθειάσουμε, να στηλιτεύσουμε, να κατάλαβουμε το «άλλο», το ξένο που είναι ίσως μέσα μας και δεν μπορούμε πολλές φορές να το δούμε…Η ματιά του Δημήτρη Φατούρου έχει μια επιτηδευμένη πολυπλοκότητα και φανερώνει το πόσο πολυπράγμων είναι ο ίδιος…Είναι όμως –και αυτό έχει σημασία- πάντα τρυφερή…Σε χρώμα βαθύ σαν δειλινό σφαγμένο από το φως των ήλιων, όπως θα΄γραφε κι η Έμιλυ Ντίκινσον…Αυτός ο στίχος, ως αφιέρωση στον άνθρωπο Δημήτρη Φατούρο που πλούτισα γνωρίζοντας τον εκεί στα Χανιά πριν από χρόνια, κοινός καλεσμένος του Δημήτρη Αντωνακάκη και του ΚΑΜ…Ενός χώρου, εξαιρετικού εργοταξίου συναντήσεων των Αρχιτεκτόνων και όχι μόνο, με ένα πλούσιο κόσμο ιδεών και πραγμάτων βγαλμένων από το διαρκές εργαστήρι της ευαισθησίας, της γνώσης και της πιο πλατιάς ματιάς του Δημήτρη Αντωνακάκη που βρίσκεται πάντα εκεί, μέρος του ίδιου του ΚΑΜ και του τόπου…

Odyss, 19.05.2009


Δ. ΦΑΤΟΥΡΟΣ / ΙΧΝΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
(παρουσίαση βιβλίου Μ. Μπενάκη 5.5.2009)

Θα ήθελα ν’ αρχίσω ακολουθώντας κάποιες σκέψεις που είχα κρατήσει σ’ ένα σημείωμα για τον Φατούρο τον Ιούλιο 1996, καθώς τον παρακολουθούσα να μιλάει στο τότε Συμπόσιο της Μονεμβασίας. Πιστεύω πως θα μας ήταν χρήσιμες.
Έγραφα λοιπόν τότε τι μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σ’ αυτόν: τα «κενά», οι «αποσιωπήσεις» και οι δυνάμεις που κατευθύνουν τη φωνή και τη σκέψη του. Οι καταγωγικές του εμμονές, οι γυναίκες που τον μύησαν στις αισθήσεις, ο αόρατος φόβος του ν’ αντιμετωπίσει το παρελθόν πρόσωπο με πρόσωπο. Και συμπλήρωνα: δεν υπάρχει εδώ ποτέ «ολόκληρη» μια αφήγηση αλλά εκλεκτιστικά της αποσπάσματα. Για μερικά πράγματα είναι φλύαρος –όπως όταν μιλάει για τον ακάλυπτο, για το πέρασμα– για άλλα πάλι, ο ίδιος ανοίγεται στιγμιαία και μετά πάλι κρύβεται – αυτό ισχύει ιδιαίτερα για πολλές διαπροσωπικές σχέσεις, όπου τα πράγματα αφήνονται μετέωρα, ανολοκλήρωτα. Και τέλειωνα παρατηρώντας ότι είχα συνέχεια την αίσθηση πως καθώς μιλούσε μου έκλεινε το μάτι. Ότι δηλαδή –θα συμπλήρωνα σήμερα– πίσω από τη διήγησή του υπήρχαν απροσδιόριστα και αλλεπάλληλα στρώματα νοημάτων, αντιφάσεων, αδιεξόδων και ρήξεων που τα αποδεχόταν χαμογελώντας γαλήνια.
Από τότε έχουν περάσει μόλις 13 χρόνια, ένα τίποτα σε μια τόσο πλούσια ζωή σαν τη δική του. Οπότε δεν θα περίμενε κανείς να έχει αλλάξει ο Φατούρος σε τίποτα. Αλλά κι αυτό μπορεί να είναι μια ψευδαίσθηση: ο κόσμος γύρω μας συνεχώς αλλάζει, κι εμείς μαζί του, ασυναίσθητα ίσως αλλά πραγματικά, σε βάθος, ριζικά. Για να φέρω ένα ελάχιστο στοιχείο αυτής της αέναης ανατροπής, το 1996 ήμασταν μόλις 7 χρόνια από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και 5 χρόνια πριν την 11 Σεπτεμβρίου. Και σε άλλα 7 χρόνια θα κυκλοφορούσε το βιβλίο του Ίχνος Χρόνου.
Χρόνος, ο Χρόνος με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα. Αυτό τελικά μας καθορίζει, μας σφραγίζει. Και το βιβλίο του Φατούρου επίτηδες διαλέγει αυτή την τόσο σημαδιακή λέξη για τίτλο του. Κι αμέσως, ριζοσπαστικά και χωρίς περιστροφές, επιχειρεί να παλέψει μαζί του. Κάτι σαν τη μυθική πάλη στα μαρμαρένια αλώνια – σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα, ποιος θα επικρατήσει. Ο Φατούρος με την τυπική του ήπια, αλλά τόσο παραπειστική, προσέγγιση καταφέρνει αποφασιστικά χτυπήματα ενάντια στον χρόνο, τον εξουθενώνει, τον ταπεινώνει. Αλλά δεν τον αφανίζει, κι αυτό είναι δείγμα της σοφίας του. Τον βάζει όμως κάτω, τον ανατρέπει, τον αναιρεί και τον κάνει υποχείριό του. Τον υποχρεώνει να υπακούει στα δικά του κελεύσματα. Κι ο χρόνος υπακούει.
Μα φυσικά, αυτό το βιβλίο δεν είναι ένα δοκίμιο για το χρόνο. Κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα, για τον Φατούρο μάλιστα, ακόμα περισσότερο. Η προσέγγισή του είναι έμμεση – προσέξτε τη λέξη «έμμεση», γιατί άπειρες φορές ο Φατούρος αναφέρει τη λέξη, αλλά και τη χρησιμοποιεί. Μιλάει έμμεσα, διαθλασμένα, ώρες-ώρες τραυλίζοντας σαν ζαλισμένη Πυθία, βγάζοντας ακατανόητους ήχους προφητικούς. Και το δηλώνει ρητά. Έμμεσα λοιπόν για το χρόνο και κάτι ακόμα: βάζει μπροστά τη λέξη «ίχνος». Όχι «ίχνος» (λέγω εγώ) που θα σήμαινε κάτι κατακτητικό, κάτι εξουσιαστικό, αποφασιστικό και μονοσήμαντο, κάτι που προϋποθέτει προσδιορισμένο κι αταλάντευτο στόχο. Προτιμώ το «Ίχνη», δηλαδή πολλά μονοπάτια που συναντιούνται, διασταυρώνονται τυχαία και πάλι χωρίζουν, που κάπου αρχίζουν και μπορεί να σταματούν κάπου αλλού, σε κάποιο ξέφωτο δάσους καλή ώρα σαν του Χάιντεγγερ. Ένα τοπίο, με άλλα λόγια, όπου οι κινήσεις είναι χαοτικές, απρόβλεπτες, αποπροσανατολιστικές.
Αυτό, μας λέει ο Φατούρος, είναι το σημερινό τοπίο της αρχιτεκτονικής. Όπου πίσω από τη λέξη «αρχιτεκτονική», αυτός έχει φροντίσει να τοποθετήσει ή εγκαταστήσει έναν κόσμο ολόκληρο, ένα απείκασμα (δηλαδή μια εικόνα) της σύγχρονης ζωής, στο οποίο συμμετέχουν τόσα άλλα πράγματα με πολλαπλές εκλεκτικές συγγένειες και συνάφειες με την αρχιτεκτονική – το πιο πολύτιμο ίσως μάθημα που εισέπραξε μαθητεύοντας στον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και στον Πικιώνη.
Άρα, μιλώντας για «ίχνη χρόνου», ο Φατούρος μιλάει πότε άμεσα και πότε έμμεσα για αρχιτεκτονική, πότε με τη συμβατική της έννοια, πότε ξεφεύγοντας προς τις περιφερειακές, περιθωριακές της εκφάνσεις. Και κάθε φορά νικά τον χρόνο κατά κράτος, γιατί τον εκβιάζει και τον ανατρέπει, τον αναιρεί ιερόσυλα. Δεν κάνει ιστορία, δεν θέλει να παρατάξει τεκμήρια ανέγγιχτα και ιερά, που φέρουν πάνω τους τη σκόνη του χρόνου. Ό,τι επιλέγει για να μας δείξει είναι «πειραγμένο», ύποπτο παρέμβασης κι αναθεώρησης. Άρα, απόλυτα ζωντανό – όπως ο ίδιος, πεισματικά παρών στον ενεστώτα χρόνο, εκεί που δηλαδή μηδενίζεται ο χρόνος και τα ίχνη του αχνίζουν ακόμα, τόσο νωπά και νέα, όπως το μυαλό του που τα γέννησε.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν πιστεύω ότι στην πραγματικότητα ο ίδιος άλλαξε σε τίποτα αλλά βοήθησε ιδιαίτερα στο να αλλάξει ο τρόπος που κοιτάμε γύρω μας. ουσιαστικά αλλάζοντας τον κόσμο για χάρη μας. Κι όλα τ’ άλλα ήταν υπεκφυγές: ότι δήθεν αναθεωρεί απόψεις, ότι δήθεν ξανασκέφτεται πράγματα, ότι δήθεν ανασκευάζει και αποκαθιστά. Τίποτε απ’ αυτά. Καταθέτοντας ατέλειωτους καταλόγους, κωδικοποιώντας, κάνοντας πλάγιες εφόδους, προσφέροντας μια επίφαση του σταθερού αρχείου των πραγμάτων, όπως είπα εξαρχής, κλείνει το μάτι συνωμοτικά προς το μέρος μας. Και χαράσσοντας νέα ίχνη ελευθερίας, ολοένα διαφεύγει προς το άγνωστο.

Δημήτρης Φιλιππίδης

Δημήτρης Α. Φατούρος / CV

Ο Δημήτρης Α. Φατούρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Αρχιτέκτων ΕΜΠ 1952. Καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1959-1996, και από το 1996 ομότιμος καθηγητής, Visiting Fellow, στο Πανεπιστήμιο Yale, 1966-1967. Ήταν πρύτανης του ΑΠΘ (1983-1988), γενικός διευθυντής Ανώτατης Εκπαίδευσης του ΥΠΕΠΘ (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1974), υπουργός Παιδείας (1993-1994). Επίσης διετέλεσε πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, πρόεδρος στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών κ.ά. Έχει διδάξει και έχει δώσει διαλέξεις σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Έχει μελετήσει μόνος του ή με άλλους αρχιτέκτονες πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, όπως το Κλειστό Κολυμβητήριο στον Πειραιά, τα Μουσεία Καβάλας και Φιλίππων, την Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα κ.ά. Έχει πολλές δημοσιεύσεις για την αρχιτεκτονική, την τέχνη, την αισθητική και τον πολιτισμό σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και βιβλία. Έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία του για την αρχιτεκτονική και έχουν δημοσιευτεί για το έργο του πολλά αφιερώματα.