25.8.09

ΑΙΓΑΙΟΝ | ΤΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

Από την καταστατική Χοζοβιώτισσα της Αμοργού
στη Notre Dame du haut στη Ronchamp της Γαλλίας

Μια θερινή υπόκλιση στο Αιγαίο, την ανεξάντλητη μήτρα
των ρευμάτων που μετασχημάτισαν την ανώνυμη λαϊκή
τεκτονικότητα σε ιζηματική αναφορά του μοντερνιστικού ήθους
και της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας του 20ου αιώνα


O Le Corbusier πέρασε από την Αμοργό το 1933. Τότε που με αφορμή το 4o CIAM* της Αθήνας, το ατμόπλοιο SS Patris II διασχίζοντας το Αιγαίο με όλη τη διεθνή και ελληνική μοντέρνα αρχιτεκτονική κοινότητα ,σταμάτησε απέναντι από το γρανιτικό βράχο πάνω στον οποίο οι χρόνοι έχουν για αιώνες μνημειώσει ένα από τα σπουδαιότερα ανώνυμα κτίσματα του ελληνικού αρχιπελάγους. Το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας. Την οργανική και συσσωματωμένη στην πέτρα εκπληκτική αρχιτεκτονική που αργασμένη σε στρώσεις στο χρόνο και στο μυθώδες τοπίο της στεριάς που κρέμεται στ΄αγνάντι της πιο βαθύφωνης και ιλιγγιώδους βύθισης των νερών από κάτω, στέκεται ακοίμητη Παναγιά και ίχνος της ανθρώπινης εγκαρτέρησης πάνω από χίλια χρόνια, ασίγαστη μαρτυρία της πιο καταστατικής και γήινης και χοϊκής αλλά και μαζί χαοτικής ενατένισης του Τόπου στην απεραντοσύνη του στροβιλισμού των κυμάτων και το μεγάλο και αβυσσαλέο βάθος της μητρικής καταβολής και του αβύθιστου ήθους των νησιών και του αρχιπελάγους.

Είδα τη Χοζοβιώτισσα για πρώτη φορά από κοντά, στις 10 Ιουλίου του 1999. Το πυρωμένο εκείνο πρωινό, κινήσαμε να ανεβούμε τα σκαλιά κρατώντας μαζί μας τα παιδιά των 7 και των 11 χρόνων και λες και έπρεπε να υποφέρουμε πρώτα, ανηφορίσαμε μέσα στο καλοκαιρινό λιοπύρι κοιτάζοντας από μακριά στην αρχή τη φασματική σχεδόν φιγούρα που σκαρφαλωμένη ψηλά μας υπόσχονταν μια λιγότερο θολή εικόνα όταν την κατακτούσαμε. Ανεβαίνοντας θυμούμαι τον ιδρώτα που μας έλουζε (κανείς δε βρέθηκε να μας πει πως πιο καλή ώρα είναι το απόγευμα) και καθώς τα σκαλιά στριφογύριζαν και μίκραινε η απόσταση άρχισαν σιγά σιγά να διακρίνονται οι τοίχοι με τις κλίσεις, οι εξοχές των όγκων των αντηρίδων και οι μικρές εσοχές ψηλά, τα παράθυρα σκόρπια σαν τους αστερισμούς του καλοκαιρινού ουρανού στο οροπέδιο του Καθαρού στην Κριτσά, το καμπαναριό και οι μικροί και μεγαλύτεροι οξώστες στα ψηλά πατώματα, η παραπαίουσα και αγεωμέτρητη και αντικαρτεσιανή μορφοπλασία μιας υψηλής ανώνυμης και συγκλονιστικής τεκτονικής χειρονομίας που παίρνει τον αγέρα του Αιγαίου καθώς ορμά στους βράχους και τον σκαλίζει σαν τους αρχαίους μαρμαράδες της Κέρου και της Αμοργού και του δίνει υλικότητα και πνοή για να σταθεί και να ξαποστάσει πάνω στα βράχια κάτω από τους κρημνούς και συνταιριάζει τα χαράκια μαζί του και τους δίνει δύναμη για να αναπνεύσουν κι αυτά μέσα από τα μικρά και τα μεγάλα περάσματα που αφήνουν οι χιλιόχρονοι τοίχοι για να περνά το φως μέσα τους και να φωτίζει και να δίνει αντοχή στο σπλαχνικό βάθος μιας σχεδόν ζωντανής και ρωμαλέας άκρης στην απεραντοσύνη του Κόσμου.

Η Χοζοβιώτισσα δεν είναι μόνο ένα μοναστήρι, ένα ιερό στην καρδιά του γρανιτώδους τοπίου, είναι η ίδια η προσευχή ανθρώπων πολλών που βίωσαν και συγκινήθηκαν και έγιναν ικέτες στη δοξολογία της ύπαρξης και στη μικρή διεκδίκηση μιας ελάχιστης απαντοχής στο ταξίδι της ανθρώπινης κατάστασης, στη σπαρακτική διαδρομή της αιωνιότητας. Θυμούμαι την αδελφή Χρυσοστομία, σε ένα άλλο μοναστήρι να μου μιλά για το άρρητο φως και να ανατρέπει τις εικαστικές και αναλυτικές μου παρατηρήσεις πάνω στην προσωπική της εικονοποιία με το αυτονόητο για εκείνη αλλά απροσπέλαστο για μένα και το δικό μου διανοητικό σύμπαν «…αυτή δεν είναι μια εικόνα,είναι η προσευχή μου!».

Η Χοζοβιώτισσα είναι ένας ποιητικός ποταμός που συνταιριάζει στο διάβα του όλες τις αφετηρίες και τις αξεπέραστες πηγές μιας εμπνευσμένης ανωνυμίας που στοιχειώθηκε στο χρόνο μέσα από μια μεγάλη ροή που μεταφέρει την ιλύ και τη ρευστή και διατρέχουσα τους αιώνες συρμή μιας αξεπέραστης συμβολής των μαστόρων και της υπερβατικής αναζήτησης των λατρευτικών προσευχών τους και κατάφερε να μετατρέψει σε ίζημα όλη τη δημιουργική τους κατάθεση και να την κάνει ένα με το τοπίο και με την ανεξάντλητη θαλασσινή αύρα που το δροσίζει και του δίνει όλη εκείνη τη δύναμη και τη γοητεία που μόνο τα αληθινά δημιουργήματα της τέχνης του βίου μπορούν να απονέμουν. «Η τέχνη θέτει εν έργω την α-λήθεια των όντων», είναι η χαϊντεγγεριανή αποστροφή που ανακαλώ κάθε φορά που στέκομαι συγκινημένος και άφωνος καμιά φορά απέναντι στα μεγάλα δημιουργήματά της . Είναι ό,τι μας σώζει μαζί με τον έρωτα…

Και η εκκλησία της Νotre Dame στη Ronchamp; Δεν έχω πάει εκεί μέχρι τώρα. Πρώτη φορά την είδα το 1969 σ΄ένα γραμματόσημο που – συλλέκτης φανατικός στα παιδικά μου χρόνια- κατάφερα να βρώ πάνω σε μια καρτ-ποστάλ στο κουρείο της γειτονιάς μου στην Κριτσά. Μου έκανε εντύπωση απίστευτη θυμάμαι εκείνη η μικρή εικόνα της παράξενης εκκλησιάς που με κόπο μπορούσα μα διακρίνω λεπτομέρειές της. Πέρασαν πολλά χρόνια και τώρα τελευταία πήρα πάλι στα χέρια μου τον ολόφρεσκο κατάλογο της έκθεσης Le Corbusier στο Βarbican Centre του Λονδίνου ( και ήδη αυτή την εποχή στο Βερολίνο) και ξαναθυμήθηκα την εμμονή μου για τη σχέση των εικόνων του πρωτότυπου (Χοζοβιώτισσα) και της μεταγενέστερης (μετά την οπτική εμπειρία του 1933) ποιητικής μεταγραφής του σε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του μεγάλου δασκάλου και Αρχιτέκτονα, κοντά στο τέλος της ζωής του.

Ο τοίχος με τα ακανόνιστα παράθυρα του Le Corbusier στην εκκλησία αυτή, είναι η ουσιώδης και θεμελιακή μνημονική επίκληση του στο αξεπέραστο και βουτηγμένο στο ελληνικό αρχιπέλαγος πρωτότυπό του ,στη Χοζοβιώτισσα της Αμοργού. Ο τοίχος αυτός είναι ίσως ο σπουδαιότερος τοίχος του 20ου αιώνα, γιατί καταφέρνει να μετασχηματίσει την πρωταρχική ανώνυμη εικόνα των ανοιγμάτων ενός ελληνικού μοναστηριού σε επιτομή και ακραία πλαστική έκφραση μιας βουτηγμένης στο φως και έντεχνης κτισμένης περιήγησης που διατρέχεται από τις ωσμώσεις και τις ρευματικές επιρροές που ξεκινούν από το υπόστρωμα της αρχιτεκτονικής μοντερνικότητας που καταυγάζει το αιγαιακό λίκνο των μύθων…

Οdyss,25.08.2009

*CIAM: Congress International d’Architecture Moderne