21.9.10

ΟΙ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΕΣ [μετα]ΦΥΣΙΚΕΣ ΣΥΝΑΨΕΙΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

_Μια φωτογραφία του Fred Boissonas
  στον Άγιο Νικόλαο Kρήτης [1910-1911]
_Οι πίνακες ζωγραφικής του Giorgio de Chirico
  της ίδιας («μεταφυσικής» του ) περιόδου


εικ.1 / Άγιος Νικόλαος Κρήτης. Λιμάνι .1910-1911 / Φωτογρ.αρχείο Fred Boissonas
(Πηγή: Μουσείο Φωτογρ. Θεσσαλονίκης/ΜΦΘ)

Mια έκθεση φωτογραφίας σπάνιου αρχειακού υλικού[1] στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγίου Νικολάου Κρήτης (25.08.2010-10.09.2010),έφερε στο φως ένα στιγμιότυπο των αρχών του 20ου αιώνα που τράβηξε ο σπουδαίος Eλβετός περιηγητής-φωτογράφος Fred Boissonas[2] στο λιμάνι της μικρής τότε πρωτεύουσας του νομού Λασιθίου και λειτούργησε αποκαλυπτικά στο [μετα]φυσικό σχεδόν συσχετισμό αυτής της σκόπευσης με τις εικονογραφικές προτιμήσεις της αντίστοιχης («μεταφυσικής») περιόδου ,του σπουδαίου Ιταλού και γεννημένου στο Βόλο το 1888, καταστατικού ζωγράφου της νεωτερικότητας, Giorgio de Chirico[3] και των απώτερων καλλιτεχνικών του επιρροών[4].

Η αναζήτηση, η στοιχειοθέτηση και ο σχολιασμός του εκθεσιακού υλικού έγινε με πρωτοβουλία και ευθύνη της ΚΔ΄ Εφορίας Κλασικών Αρχαιοτήτων, των αρχαιολόγων Βίλλης Αποστολάκου και Βάσως Ζωγραφάκη και της φιλολόγου και ιστορικού Μαρίας Σωρού και ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου, ανταποκρίθηκε θετικά, εντάσσοντας την παρουσίαση στο εκθεσιακό πρόγραμμα της δημοτικής πινακοθήκης που έχει φιλοξενήσει μέχρι σήμερα τα τελευταία 8 χρόνια σημαντικό αριθμό εκθέσεων, που ξεπερνούν κατά πολύ την κλίμακα και τα γεγονότα που μπορεί να υποστηρίζει ένας μικρός δημογραφικά τόπος.

Η φωτογραφία της λιμενολεκάνης πριν από 100 χρόνια (α.α.20499 / αρχείο Fred Boissonas, του Μ.Φ.Θ.[5]), τεκμήριο της κατάστασής της κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, είναι μια εικόνα που μου δημιούργησε ιδιαίτερη έλξη μόλις την είδα, καθώς ενσωματώνει ταυτόχρονα εικονογραφικά χαρακτηριστικά που συνταιριάζουν με παραθετικό τρόπο μια πολλαπλή αφήγηση του τόπου της περιόδου εκείνης και δεν καταγράφει βέβαια μόνο τις φυσικές παραμέτρους του χώρου και της ανθρωπογενούς του κατοίκησης και χρήσης αλλά συμπυκνώνει και το πνεύμα των αναζητήσεων μιας δύσκολης εποχής μετάβασης, τότε που η μεγαλόνησος μόλις είχε ενσωματωθεί στον κορμό της ελληνικής επικράτειας ,αποκτώντας έτσι και ιδεολογικό πρόσημο.

Απλά διώροφα κεραμοσκεπή λαϊκότροπα σπίτια του πρώιμου εικοστού αιώνα (ο αρχικός ιστός γύρω από το κτίσμα του σημερινού εμπορικού επιμελητηρίου), με αφαιρετική τυπολογική και μορφολογική οργάνωση, συγκροτούν το κτισμένο ανατολικό μέτωπο του λιμανιού του μικρού τότε διαμετακομιστικού και χαρουποεξαγωγικού[6] κέντρου της ανατολικής Κρήτης. Η περιορισμένη προκυμαία είναι στοιχειωδώς διαμορφωμένη για τις ανάγκες της πρόσδεσης των πλοίων και διακρίνεται ο χωμάτινος ακόμη δρόμος που καταλήγει εκεί. Στο κέντρο της σύνθεσης δεσπόζει το δίμετρο(;) σχεδόν άγαλμα μιας ακέφαλης γυναικείας μορφής[7] (κάποιας θεάς ίσως) καλυμμένο με εσθήτα που πέφτει δημιουργώντας πολλαπλές πτυχώσεις , ατενίζοντας αγέρωχο -έστω και χωρίς βλέμμα- το μακρινό ορίζοντα προς τα νησιά των Αγίων Πάντων και τον κόλπο του Μεραμπέλλου. Η ώρα είναι απογευματινή όπως μαρτυρεί η επιμηκυσμένη σκιά του αγάλματος και καθώς ξεμακραίνει και βυθίζεται μέσα στο ήρεμο θαλασσινό νερό που ορίζεται τριγωνικά στο κέντρο της προοπτικής της εικόνας ,αποπνέει μια διάθεση εύθραυστη, αμφίθυμη και σχεδόν μελαγχολική.

Είναι πολύ πιθανό η σύνθεση να υπήρξε προϊόν μιας συγκυριακής επιτηδευμένης σκηνογραφίας, καθώς σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε το άγαλμα αυτό είτε φυλάσσονταν στην παρακείμενη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου είτε είχε βρεθεί πριν από λίγα χρόνια και είχε αφεθεί εκεί , μέχρι να μεταφερθεί πολύ αργότερα στο χώρο της αρχαιολογικής συλλογής της Νεάπολης όπου και βρίσκεται σήμερα[8]. Αυτό όμως δεν αφαιρεί τίποτα από τη γοητευτική διάσταση που παίρνει στο βλέμμα μας αυτή η εκπληκτική φωτογραφία που φαίνεται να αγωνιά να αποδείξει την ακατάλυτη συνέχεια μιας αρχαίας κληρονομιάς που μέσα από τα σπαράγματά της αναδεικνύει πιο πολύ την ανάγκη της επανασυγκρότησης του ίδιου του τόπου πάνω στα κυρίαρχα πρότυπα και το μέτρο που τον όριζε σε μια άλλη -γεμάτη κλέος- εποχή.

Μια Κρήτη και μια Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα που αγωνίζεται να υπηρετήσει με όλους τους τρόπους τη θέληση των ανθρώπων της για ζωή και αυτοδιάθεση, μετά από μια δύσκολη περίοδο επαναστάσεων και πολέμων που υποχρέωσαν τους κατακτητές Οθωμανούς να αποχωρήσουν και έδωσαν τη δυνατότητα στο νεοελληνικό κράτος να υπάρξει και να αναπτύξει με την ανεξαρτησία του, δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτή ήταν η τεράστια προσπάθεια εκείνων των χρόνων και εικόνες όπως αυτή επιβεβαιώνουν με τον πιο άμεσο τρόπο το πνεύμα των ιδεών και των απόψεων γύρω από τις οποίες συγκροτήθηκε η αναδημιουργία του τόπου μετά από τη θλιβερή περιπέτεια μιας πολύχρονης ξένης κυριαρχίας.

Εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στα καλλιτεχνικά της κέντρα επικρατούσε ένας διαρκής δημιουργικός αναβρασμός. Ο ιμπρεσιονισμός[9] στα τέλη του 19ου αιώνα και ο συμβολισμός[10] που τον ακολούθησε μέχρι τις αρχές του 20ου και οι μετασχηματισμοί που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση και η δημιουργία των μηχανών, τα μεγάλα υπερατλαντικά ταξίδια στο νέο κόσμο ,οι διαρκείς επιστημονικές ανακαλύψεις και η γενίκευση της χρήσης της φωτογραφίας, διαμόρφωναν ένα νέο ριζοσπαστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο υπήρχε εύφορο έδαφος για τη γέννηση κινημάτων και την ανάπτυξη μανιφέστων κάθε λογής και ιδιαίτερα εκείνων που είχαν εικονοκλαστικές διαθέσεις ή βρίσκονταν σε συνεχή διάλογο με τις υπόλοιπες αναζητήσεις της περιόδου σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης έκφρασης (φιλοσοφική και πολιτική σκέψη, λογοτεχνία, ψυχανάλυση, μοντέρνα υλικά και νέα αρχιτεκτονική κλπ).

Από το 1910 μέχρι το 1919, ο γεννημένος στην Ελλάδα, Ιταλός ζωγράφος Giorgio de Chirico, υπήρξε ο θεμελιωτής της «μεταφυσικής ζωγραφικής» (Pittura Metafisica /ιταλ.) όπου εισήγαγε με μοναδικό τρόπο στη θεματική και την εικονογραφική του παραγωγή το στοιχείο της απροσδόκητης συνύπαρξης αναφορών από διαφορετικές εποχές και συμπλοκής του ζωγραφισμένου αρχιτεκτονημένου χώρου με στοιχεία και μυστηριακές και ανοίκειες μη ζωντανές φιγούρες (αγάλματα, ανδριάντες, mannequins[11]), κάνοντας εξεζητημένη χρήση της φυσικής γεωμετρίας και της παραδοσιακής προοπτικής και δημιουργώντας συνθέσεις αινιγματικές και «ανησυχαστικά οικείες». Δηλαδή εικόνες που κινούνταν στο μεταίχμιο της αίσθησης του πραγματικού ή του εξωπραγματικού παράγοντας κάθε φορά ανάμεικτα αισθήματα[12]. Επηρεασμένος από τα διαβάσματα του Σοπενχάουερ και του Νίτσε, το ζωγραφικό έργο του σπουδαίου Γερμανού συμβολιστή του τέλους του 19ου αιώνα Arnold Boecklin[13] και το φυσικό πυρετό που τον ταλαιπωρούσε για κάποιο διάστημα, ο νεαρός καλλιτέχνης μπόρεσε να δημιουργήσει ένα πρώιμο έργο που δεν κατάφερε να ξεπεράσει στη συνέχεια (μετά το 1919) ούτε ο ίδιος και παράλληλα μετατράπηκε -αθέλητά του- σε ουσιαστικό γεννήτορα και εμπνευστή του ανατρεπτικού υπερρεαλιστικού[14] κινήματος στην τέχνη που καθόρισε με τρόπο αναμφισβήτητο μια σημαντική περίοδο της καλλιτεχνικής έκφρασης της νεωτερικότητας στη διάρκεια του 20ου αιώνα.

Η παραπάνω αναφορά κρίθηκε απαραίτητη για να μπορέσω να αναφερθώ στη συνέχεια στη γοητευτική σχέση που μπορεί να ανακαλύψει κανείς ανάμεσα στη φωτογραφία του Fred Boissonas με το άγαλμα ,που τραβήχτηκε στον Άγιο Νικόλαο (το 1910-1911) και σε αρκετούς πίνακες του De Chirico, από το 1910 μέχρι το 1917 αντίστοιχα (!!!). Είναι τόσο συναρπαστικό και συγκινητικό το αίσθημα και οι συνάφειες αυτής της ομόλογης εικαστικής πρόσληψης που προσωπικά μου δημιουργείται η ανάγκη να το επισημάνω και να το σχολιάσω αξιολογώντας αποκλειστικά και μόνο το περιεχόμενο και τη δύναμη των εικόνων και επιχειρώντας αυτή τη βαθύτερη, σχεδόν κρυπτική, αναζήτηση της σχέσης τους που μεταμορφώνει την επιφανειακή τους φυσική ομοιότητα σε μια πιο ουσιαστική θα πρόσθετα εγώ μετα-φυσική, σχεδόν υποδόρια, σύναψή τους.
εικ.2 / Giorgio de Chirico,Το αίνιγμα του χρησμού, 1910




εικ.3/ Giorgio de Chirico, To αίνιγμα μιας μέρας,1915


























εικ.4/ Giorgio de Chirico,Mελαγχολία, 1912























εικ.5/ Giorgio de Chirico, Αριάδνη,1913
















εικ.6/Giorgio de Chirico, Η μελαγχολία μιας όμορφης μέρας, 1913



















εικ.7 / Giorgio de Chirico,Ανησυχαστικές Μούσες,1917




























Το άγαλμα, ως εμβληματικό σπάραγμα μιας άλλης εποχής με ό,τι μπορεί να εκφράζει αυτή η επιλογή σε κυριολεκτικό και συμβολικό επίπεδο, χρησιμοποιείται ως κεντρικό στοιχείο στο εικονογραφικό πρόγραμμα της σύνθεσης, τόσο στη φωτογραφία του Fred Boissonas στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου όσο και σε αρκετούς πίνακες του De Chirico από τους οποίους σταχυολογώ ενδεικτικά εκείνους με θέματα : «Το αίνιγμα του χρησμού»(1910), «Το αίνιγμα μιας μέρας» (1915), «Μελαγχολία» (1912), «Αριάδνη» (1913),«Η μελαγχολία μιας όμορφης μέρας» (1913), «Οι ανησυχαστικές Μούσες» (1917) (εικ.2-7). Σε όλους η χρήση τού «μη ζωντανού» σιωπηλού γλυπτού, που έχει οριστικά μετασχηματίσει το εφήμερο αίσθημα του χρόνου που το δημιούργησε σε καλλιτεχνική χειρονομία μνημειωμένη στην αιωνιότητα, εδράζεται σε κυρίαρχη θέση στο τελάρο και ρίχνει με έντονο τρόπο τη σκιά του μέσα σε ένα αστικό κατά κανόνα κενό περιβάλλον που είναι εξαιρετικά δραματοποιημένο σαν σκηνογραφική κατασκευή θεατρικού προσκηνίου. Ολότελα ακατοίκητο και άδειο ή με ελάχιστες ενδείξεις της παρουσίας ζωντανών υπάρξεων, διαμορφώνει μια εικόνα που αποπνέει μια διάθεση πολυσήμαντη, αινιγματική και μελαγχολική ,με φασματικό σχεδόν χαρακτήρα. Ενώ όλα τα απτά και με σαφή περιγράμματα αντικείμενα φαίνονται να έχουν ακινητοποιηθεί , πλανάται με ακαθόριστο και μυστηριακό τρόπο το αίσθημα ενός χωροχρονικού μετασχηματισμού που φτάνει στα όρια της δυστοπίας χωρίς πρόβλεψη για ό,τι επίκειται ή μπορεί ανά πάσα στιγμή να συμβεί. Η παρουσία και η αντικλασική σχεδιαστική απόδοση του αρχιτεκτονημένου χώρου στον De Chirico καθίσταται έτσι προσχηματική καθώς οι ιδιαίτερα έντονες λοξές προοπτικές του παραμορφώσεις τον καθιστούν εξωπραγματικό και μαζί ελάχιστα οικείο και προβλέψιμο.

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι πως και στη φωτογραφία του λιμανιού του Αγίου Νικολάου, η θέση και η κατατομή του αγάλματος είναι τόσο αυτούσια με τη μούσα στον πίνακα της εικ.7 και τις φιγούρες στους υπόλοιπους πίνακες ,που αβίαστα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως είτε προέρχονται από ένα κοινό πρωτότυπο είτε έχουν τοποθετηθεί εκεί για να αφυπνίσουν κοινά αισθήματα. Εδώ το μυθικό στοιχείο και η καθημερινότητα, το παρελθόν και το παρόν, συνυπάρχουν με ένα απρόσμενο και χασματικό τρόπο όπου όμως έννοιες φαινομενικά αντίθετες εμφανίζονται να προσδιορίζουν τη διάσταση μιας διαφορετικής ενότητας όπως συμβαίνει και στις μεταφυσικές εικονογραφίες του De Chirico. Η διαγώνια γεωμετρική προοπτική που προκύπτει από το σημείο σκόπευσης που επιλέγει ο Boissonas, οδηγεί σε πολύπλευρους συνειρμούς και εκείνο που φαίνεται να δεσπόζει τελικά στο οπτικό βάθος δεν είναι οι κοντινές ζωντανές -σχεδόν φασματικές- φιγούρες του ανώνυμου πλήθους στην προβλήτα όπου υπάρχει και ένα περίτεχνο και περίεργο περίπτερο (σαφές δείγμα επιρροών της art-nouveau[15]) , αλλά το -με αρκετά κενά- διαμορφωμένο μέτωπο του προαστικού αρχιτεκτονικού σχηματισμού της μικρής πόλης που διαμορφώνει το στιβαρό σκηνικό φόντο που υποδέχεται το δραματοποιημένο κρεσέντο της παρουσίας της αγαλμάτινης γυναικείας φιγούρας σε πρώτο πλάνο, όπως συμβαίνει και στους πίνακες του De Chirico.

Έτσι μια κοινότοπη φαινομενικά λήψη ,ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες του φωτογράφου, που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη ή να ενδιαφέρει μόνο όσους έχουν ένα ειδικό λόγο να εστιάσουν σ΄αυτή, μεταμορφώνεται σε μια αινιγματική φυσική σκηνογραφία που ξεπερνά την απλή τοπογραφική αφηγηματικότητα της τεκμηριωτικής καταγραφής της μικρής πόλης και αίρεται σε ιδιότυπη οραματική τοιχογραφία που δημιουργεί πολλαπλούς διανοητικούς κυματισμούς και συνδέσεις με εικόνες από το σώμα μιας μεγάλης ζωγραφικής κατάθεσης που αξιοποίησε αντίστοιχα εικονογραφικά στοιχεία για να γεννήσει τους πιο μυστηριώδεις μεταφυσικούς συνειρμούς στην ιστορία της τέχνης. Η συγκεκριμένη φωτογραφία του Boissonas και οι πίνακες του De Chirico, φαίνεται να αποκτούν έτσι μια μυστική αλλά σχηματικά ευδιάκριτη φυσική ομοιότητα που είναι τόσο άμεση και προφανής όπως διατυπώνεται εικαστικά και νοηματικά, που δημιουργεί συνάφειες που εντυπωσιάζουν. Η πιθανή χρονολογία λήψης της φωτογραφίας (1910-1911) είναι και αυτή απόλυτα συμβατή με τα χρόνια της «μεταφυσικής» περιόδου του Giorgio De Chirico και είναι εντυπωσιακό το γεγονός της τόσο ομόλογης θεματικής και εικονογραφικής ταύτισης του βλέμματος του Fred Boissonas στη σκόπευση αυτή ,εκείνο το απόγευμα στο λιμάνι της μικρής ακόμη πόλης του Αγίου Νικολάου, με τα μοναδικά αριστουργήματα της «μεταφυσικής» περιόδου του κορυφαίου ζωγράφου που αποτελούν σήμερα μέρος της παγκόσμιας καλλιτεχνικής κληρονομιάς και επηρέασαν βαθιά την εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης και των εκφράσεων της νεωτερικότητας στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.

Εν τέλει οι φυσικοί συσχετισμοί μιας σπάνιας -είναι αλήθεια- σκόπευσης του φωτογράφου Fred Boissonas στο μικρό Άγιο Νικόλαο των αρχών του 20ου αιώνα, καταφέρνουν να δημιουργήσουν πολλαπλές αναγνώσεις και συνάψεις «μεταφυσικού» σχεδόν χαρακτήρα με το περιεχόμενο και την καλλιτεχνική κατάθεση ενός ιδιοφυούς ζωγράφου της περιόδου εκείνης όπως ήταν ο Giorgio De Chirico και μάλιστα με τρόπο που επιδέχεται πολυσήμαντες νοηματικές και κριτικές προσεγγίσεις. Το ζήτημα αυτό αποτελεί και το ουσιώδες συγκριτικό πλεονέκτημα με το οποίο μας εφοδιάζει η πραγματικά μεγάλη Τέχνη, που κατά τη γνωστή διατύπωση του φιλόσοφου Μάρτιν Χάιντεγγερ, μπορεί «..να θέτει εν έργω την α-λήθεια των όντων» σύμφωνα και με τον πρωτόλειο αριστοτελικό ετυμολογικό προσδιορισμό της σύνθεσης της λέξης α-λήθεια, από το στερητικό α και τη λήθη. Η δημιουργική έκφραση κάθε εποχής, οι φωτογραφικές τεκμηριώσεις του Fred Boissonas και οι συναρπαστικοί πίνακες του Giorgio de Chirico επιβεβαιώνουν πάντα όπως αποκαλύπτει και η περίπτωσή μας, τη δυνατότητά μας να υπερασπιζόμαστε τη μνήμη και τη βαθύτερη θέλησή μας να αντιστεκόμαστε στην επέλαση της λήθης που πολλές φορές καταφέρνει να σβήσει τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας όχι όμως και των δημιουργημάτων της που στοιχειοθετούν την πιο ολοκληρωμένη μαρτυρία της ύπαρξής μας και μας επιτρέπουν να αφήνουμε ένα ανεπαίσθητο αλλά διακριτό ίχνος-σημάδι στην αιωνιότητα…

Οdyss_19.09.2010


Σημειώσεις:

1 / Το υλικό αυτό προέρχεται από τον ΟΠΕΠ (Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού) με θεματοφύλακά του το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (ΜΦΘ) όπου και φυλάσσεται ολόκληρο το αρχείο Fred Boissonas που αποτελείται από χιλιάδες φωτογραφίες ( επισκέψιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση , http:// 83.235.173.112 /fotoweb/Grid.fwx) και από τα αρχεία του Εθνικού ιδρύματος ερευνών και μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»,του Μουσείου αρχαιολογίας και ανθρωπολογίας της Πενσυλβάνιας, της Γαλλικής αρχαιολογικής σχολής Αθηνών, του Γερμανικού αρχαιολογικού ινστιτούτου και του αρχαιολόγου καθηγητή Νικολάου Πλάτωνος.

2/ Fred Boissonas (1858-1946): Ο φιλέλληνας γαλλόφωνος Ελβετός Fred Boissonnas είναι ο πρώτος ξένος φωτογράφος που περιηγήθηκε τόσο πολύ στον ελληνικό χώρο, από το 1903 και για περίπου τρεις δεκαετίες. Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως την Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη ως το Άγιο Όρος. Περιηγήθηκε, φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο. Το έργο του, αν και γνωστό στην Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα, αξίζει σήμερα μια δεύτερη ανάγνωση. Η πρόοδος σε τεχνικά θέματα, η ανακάλυψη του χρώματος, η ευχρηστία των μηχανών και οι ανέσεις του ταξιδιού, μπορεί σήμερα να καθιστούν το έργο του απαρχαιωμένο, αλλά η ιστορική ματιά αποκαλύπτει τον μοντερνισμό του σε σύγκριση με άλλους φωτογράφους που περιπλανήθηκαν στην Ελλάδα. Ο καλλιτέχνης, πέρα από το καταγραφικό ενδιαφέρον του για όλα όσα εξαφανίζονται, μας δίνει μια εικόνα της Ελλάδας που εκτείνεται πέρα από την εθνογραφική μαρτυρία. Η μεγάλη πίστη και ο θαυμασμός του για τη χώρα αυτή μεταδίδονται μέσα από το έργο του με μια τρυφερότητα και μια αγάπη που η δύναμη τους ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δίνει ψυχή σ' αυτά τα κομμάτια χαρτιού, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει απλές φωτογραφίες.

3 / Giorgio de Chirico: Ο Giorgio de Chirico (10 Ιουλίου 1888/Bόλος - 20 Νοεμβρίου 1978) ήταν Ιταλός ζωγράφος, συγγραφέας και γλύπτης, γνωστός ως ένας από τους καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το ιδίωμα της «Μεταφυσικής Ζωγραφικής» (Pittura metafisica) αλλά και για την επιρροή που άσκησε σε καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα, όπως ο Υπερρεαλισμός (Surrealism) και η Νέα Αντικειμενικότητα (Neue Sachlichkeit). Οι πίνακες του διέπονται από οραματικά και ποιητικά στοιχεία, ενώ χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερη έμφαση σε αινιγματικές συνθέσεις και στην αμφισημία των αντικειμένων. Το νεοκλασικό ύφος που υιοθέτησε μετά το 1919, όπως και σχεδόν το σύνολο των έργων του μετά την περίοδο της Μεταφυσικής Ζωγραφικής του, θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς υποδεέστερο, ωστόσο η παραγωγή του κατά την περίοδο 1910-19 αναγνωρίζεται από την πλειοψηφία τους ως σημαντική και ξεχωριστή στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης.

4/O Γερμανός ζωγράφος Arnold Boecklin [1827-1901],υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Συμβολισμού που αναπτύχθηκε στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι πίνακές του με θέμα «Η νήσος των νεκρών» [1880] και «Οδυσσέας και Καλυψώ» [1883], επηρέασαν πολλούς καλλιτέχνες της εποχής και θεωρούνται εμβληματικές περιπτώσεις που άσκησαν ιδιαίτερη γοητεία και στο νεαρό Giorgio de Chirico καθώς οι αγαλματώδεις φιγούρες τους τροφοδότησαν σχεδόν αυτούσιες τα εικονογραφικά στοιχεία της πρώιμης «μεταφυσικής» του περιόδου (βλ.εικ.2).

5 /Mουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης [Μ.Φ.Θ./http://www.thmphoto.gr]. Από εκεί παραχωρήθηκαν ευγενικά οι φωτογραφίες του αρχείου του Fred Boissonas που περιείχε η έκθεση.

6 / Το λιμάνι της μικρής πόλης του Αγίου Νικολάου υπήρξε στις αρχές του 20ου αιώνα ένα από τα κέντρα εξαγωγής άριστης ποιότητας χαρουπιών στις αγορές της Ευρώπης. Σημειώνεται πως εκείνη την περίοδο ο σπόρος του χαρουπιού υπήρξε για πολλά χρόνια η βασική πρώτη ύλη για την κατασκευή της ζελατίνας (φιλμ) που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών μέχρι να αντικατασταθεί λόγω του εύφλεκτου χαρακτήρα της από νέο ασφαλέστερο συνθετικό προϊόν.

7 / Υπάρχουν δυο γραπτές αναφορές για γυναικεία αγάλματα που βρέθηκαν στην περιοχή του Αγίου Νικολάου: α) Ο Ιω.Νουχάκης στη «Χωρογραφία της Κρήτης» (1903) αναφέρει (σ.91-92) πως το 1869 βρέθηκε άγαλμα γυναίκας που τοποθετήθηκε για φύλαξη στον ναό του Αγίου Αθανασίου (σε μικρή απόσταση επί της σημερινής οδού Ρούσου Κουνδούρου, από όπου μπορεί να το μετέφερε ο Fred Boissonas για να σκηνογραφήσει το συγκεκριμένο πλάνο). β) Ο Μιχ. Η. Κοζύρης, αναφέρει πως μαρμάρινο ακέφαλο γυναικείο άγαλμα –που ανήκε όπως εικάζει στην Άρτεμη- βρέθηκε το 1907 κατά τις εργασίες εκβάθυνσης της διώρυγας της λίμνης (στο σημείο που υπάρχει η σημερινή γέφυρα) το οποίο τοποθετήθηκε στον εσωτερικό διάδρομο του Γυμνασίου (μετά το 1928 που ολοκληρώθηκε) και τελικά μεταφέρθηκε κατά την κατοχή (1942) βιαίως με απόσπασμα από τους Ιταλούς στη Νεάπολη (όπου φιλοξενείται μέχρι σήμερα στην εκεί αρχαιολογική συλλογή). [Μιχ. Η.Κοζύρη, Λασίθι- Αγώνες και θυσίες αιώνων, Αθήναι, 1969 / σ.106]

8 /Σε κάθε περίπτωση από τα δυο ακέφαλα γυναικεία αγάλματα που διασώζονται σήμερα, και μοιάζουν μεταξύ τους πολύ, το ένα βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο Αγίου Νικολάου και μεταφέρθηκε εκεί από το μικρό ναόσχημο σε όψη κτίσμα της Λίμνης όπου φυλάσσονταν στο σύλλογο αλιέων και το δεύτερο είναι μέρος της αρχαιολογικής συλλογής της Νεάπολης και είναι με βεβαιότητα εκείνο που φαίνεται στη φωτογραφία του Fred Boissonas.

9/ Ιμπρεσιονισμός: Καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αν και αρχικά καλλιεργήθηκε στο χώρο της ζωγραφικής, επηρέασε τόσο τη λογοτεχνία όσο και τη μουσική. Ο όρος Ιμπρεσιονισμός (Impressionism) πιθανόν προήλθε από το έργο του Κλωντ Μονέ Impression, Sunrise. Κύριο χαρακτηριστικό του ιμπρεσιονισμού στη ζωγραφική είναι τα ζωντανά χρώματα (κυρίως με χρήση των βασικών χρωμάτων), οι συνθέσεις σε εξωτερικούς χώρους, συχνά από ασυνήθιστες οπτικές γωνίες και η έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός. Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι θέλησαν να αποτυπώσουν την άμεση εντύπωση (impression) που προκαλεί ένα αντικείμενο ή μια καθημερινή εικόνα.

10/ Συμβολισμός: Αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, γαλλικής και βελγικής προέλευσης. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη «σύμβολο». Αναπτύχθηκε κυρίως στην ποίηση, ωστόσο συναντάται και στις εικαστικές τέχνες. Ο γαλλικός συμβολισμός γεννήθηκε σε μεγάλο βαθμό ως μια αντίδραση απέναντι στο Νατουραλισμό και το Ρεαλισμό, ρεύματα που προηγήθηκαν χρονικά και που προσπάθησαν να συλλάβουν την πραγματικότητα με πιστό τρόπο. Ο συμβολισμός από την πλευρά του αντιπαρέβαλε την πνευματικότητα, τη φαντασία και το όνειρο ως αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

11/ Μannequins: Oι κούκλες για βιτρίνες ,τα ανδρείκελα.

12/ «Ανησυχαστικά οικείος»: Όρος της ψυχανάλυσης που αποδίδει το αίσθημα στην περίπτωση που ένας χώρος με ζωντανές υπάρξεις δίνει την εντύπωση μη ζωντανού χώρου και το αντίστροφο. Για μια εκτεταμένη και εμβριθή προσέγγιση της περίπτωσης Giorgio de Chirico βλ. και το βιβλίο της Νίκης Λοϊζίδη ,Ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο και η σουρεαλιστική επανάσταση [ Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1987].

13/ Με τις ιδέες και το έργο των Γερμανών Σοπενχάουερ και Νίτσε και τη ζωγραφική του Arnold Boecklin και του Max Klinger ιδιαίτερα ,που του άσκησαν βαθιά επιρροή στη συνέχεια, ο De Chirico ήρθε σε επαφή κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο (1906-1909).

14 / Ο υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός ήταν ένα κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό ρεύμα. Άνθισε κατά κύριο λόγο στη Γαλλία των αρχών του 20ου αιώνα, κατά την περίοδο μεταξύ του πρώτου και δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Από τη φύση του επαναστατικό κίνημα, ο υπερρεαλισμός επιδίωξε πολλές ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης αλλά και της σκέψης γενικότερα, ασκώντας επίδραση σε μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών. Τα μέλη του αντέδρασαν σε αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως μία βαθιά κρίση του δυτικού πολιτισμού, προτείνοντας μία ευρύτερη αναθεώρηση των αξιών, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, στηριζόμενοι στις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόιντ και στα πολιτικά ιδεώδη του Μαρξισμού. Ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες, προέβαλε τον «αυτοματισμό», επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνειδήτου, την απελευθέρωση της φαντασίας «με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική» και διακηρύσσοντας τον απόλυτο αντικομφορμισμό.Οι καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το κίνημα καταγράφηκαν στο πρώτο Μανιφέστο του υπερρεαλισμού (1924) του Αντρέ Μπρετόν, καθώς και στην πραγματεία Une Vague de rêves (1924) του Λουί Αραγκόν, ενώ συμμετείχαν ενεργά στα περιοδικά La Révolution surréaliste και Litterature που εξέδιδε η υπερρεαλιστική ομάδα. Ο Μπρετόν αναγνωρίζεται ως κεντρική φυσιογνωμία και ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς τού κινήματος, ενώ άλλα διακεκριμένα μέλη υπήρξαν οι ποιητές Πωλ Ελυάρ, Ρενέ Κρεβέλ, Ρομπέρ Ντεσνός, Μπενζαμίν Περέ, Ροζέ Βιτράκ, όπως και οι καλλιτέχνες Μαξ Ερνστ, Μαν Ραίη, Ζαν Αρπ, Αντρέ Μασόν και Χουάν Μιρό. Πολλοί από τους πρώιμους υπερρεαλιστές προήλθαν από το προγενέστερο κίνημα του Ντανταϊσμού και πολλοί είχαν σταθερή αναφορά τη μεταφυσική περίοδο του Giorgio de Chirico.

15/ Αρ-Νουβό (art nouveau): Με τον όρο Αρ Νουβό (γαλλικά Art Nouveau, σημαίνει Νέα Τέχνη) αναφερόμαστε στο διεθνές καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο όρος είναι γνωστός και με τη γερμανική του ονομασία, Jugendstil ενώ στην Αυστρία ονομάζεται Secession. Ανάλογα με τον γεωγραφικό τόπο στον οποίο εξελίχθηκε, έλαβε διάφορες ονομασίες, όπως Stile Liberty στην Ιταλία, Μοντέρνο Στυλ στην Αμερική ή Μοντερνισμός στην Ισπανία, ενώ στη Γερμανία εμφανίστηκε με τον όρο Jugendstil. Ο γαλλικός όρος Αrt Νouveau χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία και το Βέλγιο και αποδίδεται ως Νέα Τέχνη. Ως κίνημα το Αρ Νουβό δεν διέθετε μεγάλη ομοιογένεια, εκδηλώθηκε κυρίως στο χώρο της διακόσμησης και της αρχιτεκτονικής, αγγίζοντας όμως και όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής έκφρασης και επηρέασε μεταγενέστερες τάσεις στη μοντέρνα τέχνη. Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κινήματος είναι η επιτήδευση της μορφής, κυρίως για τα στοιχεία που αντλούνται από τη φύση καθώς και η στενή συσχέτιση του με το κίνημα του συμβολισμού.-