13.12.11

ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ_ ΑΠΟΚΟΣΜΗ ΑΜΦΙΛΥΚΗ ΚΑΙ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΩΣΗΣ


"Therefore, when we build, let us think that we build for ever."

 John Ruskin, The Seven Lamps of Architecture (1849)

Η αρχιτεκτονική απαθανατίζει και δοξάζει κάτι. Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει αρχιτεκτονική εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτε για να δοξασθεί.

Ludwig Wittgenstein, Culture and Value, Oxford, Blackwell, 1998, p.74e

Το εξοχικό σπίτι με το πεύκο / Ηράκλειο /φωτο. Οdyss, 2011.
Πολλά χρόνια περνώντας γρήγορα με αυτοκίνητο, έβλεπα στο βάθος του περιαστικού τοπίου, στην κορυφή ενός μικρού -σχεδόν ανεπαίσθητου- λόφου, το παλιό υψίκορμο και στενομέτωπο εξοχικό σπίτι, παρέα με ένα μεγάλο πεύκο. Ανέβαλα συνεχώς να το επισκεφθώ, λες και περίμενα να ωριμάσει ακόμη περισσότερο και να παλιώσει κι άλλο. Σιγά σιγά ο ορίζοντας είχε αρχίσει να γεμίζει επιθετικά με ένα σωρό αδιάφορα και εξεζητημένα κτίσματα σε μια περιοχή «εκτός σχεδίου» αλλά τόσο κοντινή στην πόλη του Ηρακλείου.

Τώρα και λίγο καιρό ένα ανήσυχο αίσθημα είχε αρχίσει να με κυριεύει –πάντα όμως την ώρα που περνούσα. Λες να το γκρέμισαν, υποθέσεις καταστροφής είχαν αρχίσει να μου δημιουργούν μια ενοχή σχεδόν και μια ευθύνη για ό,τι θα μπορούσε να έχει αδόκητα συμβεί. Όμως και πάλι συνέχιζα κάποια στιγμή έστω και με δυσκολία να εντοπίζω -στιγμιαία- την εικόνα του και αυτό με καθησύχαζε κάπως και μου έδινε κι άλλη πίστωση χρόνου και αναβολή.

Πρόσφατα όμως μια μέρα ζεστή του Ιουλίου καθώς επέστρεφα από τα Ανώγεια, με όλα τα χόρτα στις άκρες του δρόμου κατάξερα και την άσφαλτο να δημιουργεί αντικατοπτρισμούς είπα πως σήμερα ήρθε επιτέλους η μέρα που περίμενα κάμποσα χρόνια για να κάνω αυτή την αναζήτηση. Να  βρώ τον τρόπο να πάω  επιτόπου να επισκεφθώ το –πάλαι ποτέ- μοναχικό εξοχικό σπίτι. Και έγινε έτσι τελικά. Βρέθηκα μετά από κάποια μικρή προσπάθεια εκεί μέσα στη ζέστη του μεσημεριού. Ο ήλιος ήταν δυνατός και το φως διέλυε όλες τις σκιές και εξάχνωνε τα χρώματα.

Μια φιγούρα ολόρθη και ξερακιανή σαν τις φιγούρες του Γκρέκο. Με ένα στοιχειώδες μέτρο να ορίζει τις φυσικές διαστάσεις. Με στέγη δίρριχτη, τσακισμένη από το χρόνο και την εγκατάλειψη με μια μεγάλη τρύπα να χάσκει πάνω της. Και το γέρικο πεύκο εκεί. Ακουμπισμένο με τα σπασμένα του κλαδιά πάνω στη στέγη αναζητώντας λες μιαν απαντοχή για να στηρίξει το γέρικο κορμό του. Μια εικόνα από το χτες που πέρασε αναπότρεπτα, τα χρόνια εκείνα της εξοχής που το μακρινό σπίτι ήταν το καταφύγιο από τον αναδυόμενο αστικό  βίο. Το σπίτι αυτό τώρα ήταν έρημο και ακατοίκητο. Ίσως να γλύτωσε γι΄αυτό. Ποιος ξέρει την Ιστορία του. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα στην Αμνισό υπάρχουν τα σπαράγματα μιας άλλης –μινωικής- έπαυλης. Με την υπέροχη τοιχογραφία με τα κρίνα. Ετούτο βέβαια δεν φαίνεται για τέτοιο. Είναι σήμερα ολοφάνερα ταπεινό και λιγομίλητο. Με τη χαρακτηριστική στέγη που δανείστηκε από τις ζωγραφιές των παιδιών και την αρχετυπική οξυκόρυφη απόληξη μιας τυπολογίας που έχομε όλοι στο νου μας να καλύπτει προστατευτικά  τα «δοχεία ζωής»,τα σπίτια των ανθρώπων.













Εικόνες (από πάνω προς τα κάτω)#1,2 /J.Craxton#3/Giorgio de Chirico#
4/Arne Frifarare#5/Ν.Εγγονόπουλος#6/Γ.Μόραλης#7/Κ.Παρθένης#
8/Σολάρις του Α.Ταρκόφσκι# 9/Α.Boecklin# 10/Tσερνομπίλ#11/ Πριπιάτ (Ουκρανία)

Ανακαλώ τις διαθλαστικές γεωμετρικές χαράξεις με ολοφάνερες αντίστοιχες τυπολογικές αναφορές του John Craxton [1922-2009], που περιδιάβαινε τον τόπο κι έζησε εδώ στην Κρήτη μιαν εποχή που φαντάζει τόσο μακρινή σε μας που δεν είχαμε γεννηθεί ακόμη. Τα τεκτονημένα ασάλευτα αστικά τοπία με τις μοναχικές κι ερημωμένες όψεις των σπιτιών στις άδειες ιταλικές πλατείες την ώρα του μεταφυσικού ντελίριου  του Giorgio de Chirico. Τα ελάχιστης κλίμακας –σχεδόν σαν συναρμολογημένα παιχνίδια- διώροφα σπιτάκια που βαμμένα με τα δυνατά χρώματα μιας έντονης ματιέρας χαρακτηρίζουν τις παράξενες εικαστικές πόζες του Αrne Frifarare και μου ξυπνούν αλλοτινές μνήμες από τα πρώιμα διαβάσματα του Γκιούλιβερ και το παιχνίδι με τα μεγέθη. Τις όψεις που βυθισμένες σε μια άδηλη σιωπή κυριεύονται από την υπερρεαλιστική διάθεση του Νίκου Εγγονόπουλου στις εικονογραφήσεις των αστικών του τοπίων και τα οπτικά πεδία με την προοπτική της θάλασσας στα λιμάνια μιας μυθικής προσμονής ή αναχώρησης  στα πρώιμα σκίτσα της Ύδρας του Γιάννη Μόραλη.Τις γεμάτες ένταση και χρώμα τοπιογραφικές συνθέσεις του Παρθένη με τις συμβολικές ανθρώπινες φιγούρες που παρεισφρύουν το προσκήνιο μας σχεδόν ασάλευτης φυσικής ιεραρχίας. Εικόνες όλες, ιδιότυπο μείγμα μιας οικείας εικονογραφίας δανεισμένης από τη μνήμη του ανθρώπινου ενδιαιτήματος με όλους τους τρόπους και με το στοιχείο της ερήμωσης και της κενότητας που έχει εγκατασταθεί και μετασχηματίζει το βίωμα σε εγκατάλειψη, αναδύονται και διεκδικούν τη σύγκριση και τις ομολογίες με την ανησυχαστική πόζα του μοναχικού τούτου και γοητευτικού συνάμα εξοχικού (μου) σπιτιού.

Βλέποντας την εικόνα του από ψηλά στα αρχεία που αναζήτησα (Googlearth), στιγμιαία μου ήρθε κι αθέλητα συνάμα στο νου, το τελευταίο μονοπλάνο μιας νοηματικής τοπογραφίας (τραβηγμένο με travelling) του σιωπηλού  ιχνευτή της ύπαρξης και δικού μου αγίου του Αντρέι Ταρκόφσκι, στο μεταφυσικό ποιητικό κινηματογραφικό δοκίμιο του «διανοητικού ωκεανού» του «Σολάρις».Εκεί και πάλι φαίνεται στην τελευταία σεκάνς ένα σπίτι με στέγη από ψηλά την ώρα που χάνεται μέσα στα σύννεφα που διαρκώς απομακρύνονται και διαλύονται βυθίζοντας τα πάντα στη δίνη μιας συμπαντικής θάλασσας, που δεν ξέρει κανείς αν τα καταπίνει ή αν τα κυοφορεί μέσα στο ακαθόριστα βαθύχρωμο γαλάζιο υμενικό της υγρό, που εγκολπώνει φασματικά τις πολύτροπες διακλαδώσεις των υλικών στοιχειώσεων του τόπου των αισθητών πραγμάτων και της σωματικής εμπειρίας και τα άρρητα υπονοούμενα μιας ακραίας εγκεφαλικής σύναψης που μοιάζει να προκαλεί αστραπιαίες «εκκενώσεις επιθυμίας» ενός αλλότριου κοσμικού φαντασιακού. 

Η «άδεια» αρχιτεκτονική στο εξοχικό σπίτι, ανακαλεί τη γοητευτική ομορφιά των σπαραγμάτων και των ερειπίων στη ρομαντική εκδοχή ενός βίου που διαρκώς μετασχηματίζεται οδεύοντας στη σκόνη από το πέρασμα του ακατάλυτου χρόνου και της διηνεκούς συνθήκης της αιωνιότητας ,όπως υπονοεί στις γραφές του ο John Ruskin. Φέρνει στο νου την αβίαστη δοξολογία των εσχατολογικών θεμάτων και την εικονογραφία του επέκεινα στις αφηγήσεις και τους πίνακες των Συμβολιστών στο γύρισμα του 19ου αιώνα, όπως στο «Εγκαταλειμμένο σπίτι» του Arnold Boecklin (1895) αλλά την ίδια ώρα παραπέμπει και στην πρόσφατη ακόμη θλιβερή εμπειρία της βίαιης ανατροπής του αστικού τοπίου που προξένησε η ανθρώπινη ματαιότητα και η αδυναμία της να τιθασεύσει με δραστικό τρόπο τη φυσική ιεραρχία σκορπίζοντας παντού τον πανικό μιας πυρηνικής καταδίωξης στην πόλη του Πριπιάτ δίπλα στο Τσερνομπίλ της Ουκρανίας.

Μαζί εκφράζει την αμφίθυμη σαγήνη και την «εκμαυλιστική» σχεδόν επέλαση της φθοράς και του φυσικού τέλους των πραγμάτων, τότε που όλα μοιάζουν να ανταποκρίνονται στους σπαρακτικούς στίχους που αφιερώνει με την ποιητική της κατατονία και διαφυλάσσει στο κενό συρτάρι της μνήμης η Έμιλι Ντίκινσον, υφαίνοντας με υπαινικτικές, λιγόλογες ελλειπτικές φράσεις και μιαν αστείρευτη εμμονική διάθεση  τον υπομνηματισμό της θνητότητας και περιγράφοντας με ουδέτερο αλλά άδηλα θρηνητικό τρόπο την αναπότρεπτη ανθρώπινη διάρκεια. Θραυσματικές εικόνες της αμφιλύκης που προκαλεί η λησμοσύνη των αλλοτινών πραγμάτων καθώς ο φυσικός χώρος καταλείπεται και παραδίδεται με αργό τρόπο στην «αίγλη της ερήμωσης»… Η αίσθηση της κενότητας στοιχειώνει  την απώλεια κάθε βιωματικής λειτουργίας και μετασχηματίζει σε «κενό τεύχος» την ολοφάνερη τεκτονική ποιότητα αυτού του πανέ-μορφου πάλαι ποτέ εξοχικού σπιτιού και την ίδια ώρα το εξυψώνει σε μια ανώτερη κατάσταση που βρίθει νοήματος καθώς δένεται καταγωγικά με το τοπίο και μεταμορφώνει σταδιακά αλλά αμετάκλητα τον πολύβουο περίγυρό του σε ά-μορφη υποδήλωση της πιο ακραίας καταναλωτικής υποτίμησης και του εκφυλισμού του περιαστικού  (εξοχικού) βίου…

Odyss, 13.12.2011   

29.11.11

Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ_01


Darth Vader [από τη σειρά ταινιών STARWARS]

Ζούμε αναμφίβολα ιστορικές μέρες. Η κυοφορία του καινούριου και οι ωδίνες του τοκετού που το συνοδεύουν διαμορφώνoυν ένα έντονο και πιεστικό ενίοτε καθημερινό βίωμα για όλους. Οι περισσότεροι παρακολουθούν αποσβολωμένοι και ο φόβος έχει αρχίσει να τρυπώνει ύπουλα παντού. Διάχυτο απλώνεται ένα αίσθημα αδημονίας και ανασφάλειας για το επικείμενο, που απέχει ελάχιστα από το φόβο και τον ψυχολογικό αντίκτυπο που τον συνοδεύει. Όλα συνηγορούν στην καλλιέργεια της καχυποψίας για τον άλλο και ευνοούν απροκάλυπτα την παρουσία και την ανάληψη κεντρικών ρόλων από τις πιο ακραίες και ρατσιστικές απόψεις που ήδη κατάφεραν στην Ελλάδα να καταστούν ισότιμοι εταίροι στο κοινό βήμα της συλλογικότητας που εκ των πραγμάτων βίωνε τώρα και πολύ καιρό μια διαδικασία συστηματικού ευτελισμού. Στη σύγχρονη εκδοχή της ευρωπαϊκής νεοελληνικής πραγματικότητας παλιοί ροπαλοφόροι αρνητές της δημοκρατικής νομιμότητας –δηλαδή φασίστες -  έγιναν ανώτατοι θεσμικοί παράγοντες καθώς οι αντοχές της δημοκρατικής άμυνας εξανεμίστηκαν κάτω από το βάρος του χρέους και της απόλυτης κυριαρχίας του πνεύματος της «σχολής του Σικάγου», δηλαδή των κερδοσκόπων και των καιροσκόπων των αγορών.   

Μια νέα κινητικότητα αρχίζει να παρουσιάζεται σε όλα τα μήκη του κόσμου. Στη Αμερική τα παιδιά της αντιπολεμικής γενιάς του Βιετνάμ έχουν ξαναβγεί στους δρόμους. Το 1969 διαδήλωναν στις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις της Νέας Υόρκης έχοντας γραμμένο τον αριθμό 33.000 στο σώμα τους (τόσοι ήταν μέχρι τότε οι νεκροί αμερικανοί στρατιώτες σε ένα άδικο και αιματηρό πόλεμο). Σήμερα κρατούν πλακάτ με το 99% και καταλαμβάνουν τους δρόμους της πόλης μέσα από ένα νέο δυναμικό κίνημα αντίστασης που ονομάστηκε με επιθετικό τρόπο «Οccupy Wall street» και ήδη μεταφέρεται σε πολλές πρωτεύουσες του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου. Τόσοι είναι αυτοί που εκφράζουν,απέναντι στο 1% που εκπροσωπεί τις τράπεζες και τις αχαλίνωτες και άπληστες αγορές.

Στις αραβικές «πλατείες της απελευθέρωσης» πνέει ένας πρωτοφανής αέρας εναντίωσης στις δεσποτείες ενός ανελεύθερου τόξου και οι νέοι άνθρωποι κινητοποιούνται τώρα και μήνες χρησιμοποιώντας τις νέες επικοινωνιακές δυνατότητες που παρέχει το διαδίκτυο. Η παρουσία τους είναι διαρκής και η έκφραση της νέας ηθικής στάσης που απαιτούν χρησιμοποιεί ως μέσο τη φρεσκάδα της νιότης και των ιδεών τους αρνούμενη να υποκύψει σε πρακτικές βίας που χρησιμοποιούν οι αποκρουστικοί εξουσιαστικοί μηχανισμοί των τοπικών συστημάτων και θυσιάζοντας καθημερινά την ίδια τη ζωή τους στο βωμό ενός ειρηνικού αγώνα.

Στην Ευρώπη της αυγής του 21ου αιώνα, το όραμα μιας πολιτικής ένωσης φαίνεται να βρίσκεται σε μεγάλη κρίση. Σταδιακά η ιδέα που αποτέλεσε κινητήριο μοχλό για 50 χρόνια μετά από ένα αιματηρό παγκόσμιο πόλεμο και κατάφερε να δημιουργήσει πρωτογενείς ευρωπαϊκούς θεσμούς συνεννόησης με προοπτική, σήμερα εμφανίζεται να μετασχηματίζεται με γοργό τρόπο σε μια ακόμη πολιτική ουτοπία. Η σημερινή Ευρώπη βασίστηκε αρχικά πάνω στην ιδέα της συγκρότησης ενός κοινού παραγωγικού και νομισματικού χώρου, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε μέχρι τώρα να ενσωματώσει και πρόσθετα υπερεθνικά χαρακτηριστικά στις δομές και τους σχεδιασμούς της που να ανταποκρίνονται στις πολύμορφες εθνικές πραγματικότητες που υπήρχαν μεταπολεμικά στην ήπειρό μας.
  
Χώρες που καταστράφηκαν στον πόλεμο όπως η Ελλάδα, αλλά και χώρες που κατέστρεψαν τους πάντες όπως η Γερμανία, εντάχθηκαν σταδιακά σε ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο γραφειοκρατικών θεσμικών εκφράσεων, που δεν κατέστη όμως εφικτό να απαλείψει όλες τις αντιθέσεις που δημιούργησε η Ιστορία. Η ανάγκη για την ανασυγκρότηση της Δυτικής αρχικά Γερμανίας, σε ένα ψυχροπολεμικό περιβάλλον με έντονη την αμερικανική παρουσία, δεν δίστασε να επιβάλει σε όλους επαχθείς όρους αποχής στη διεκδίκηση καταβολής αποζημιώσεων από την πλευρά των νικημένων και να τους καταδικάσει ουσιαστικά σε μια μακρόχρονη και οδυνηρή υστέρηση πόρων και παραγωγικής και κοινωνικής εξέλιξης. Τα επίσημα χρέη των ναζί στην Ελλάδα, όχι μόνο χρηματοδότησαν τους τυχοδιωκτικούς πολεμικούς τους σχεδιασμούς στην Βόρεια Αφρική αλλά ουσιαστικά καταδίκασαν στην πείνα το λαό της που βίωσε στη διάρκεια της κατοχής ένα διαρκές τοπίο καταστροφών και δηώσεων.  

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια σε περιβάλλον ψυχρού πολέμου το δημοκρατικό κίνημα των ευρωπαίων πολιτών κατάφερε να διαμορφώσει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο κατάφεραν να συγκροτηθούν με θεσμικό τρόπο μια σειρά από κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις. Η ιδέα του κοινωνικού κράτους και η επέκτασή της σε όλες τις περιοχές της ηπείρου μας, ο εκδημοκρατισμός των συμμετοχικών διαδικασιών, η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης και η ουσιαστική αναδιανομή της ευημερίας που επέτρεψε να καταστεί εφικτή ο αναδυόμενος παραγωγικός και κοινωνικός καταμερισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αποτέλεσαν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο διαμορφώθηκε μια νέα πολιτική και πολιτισμική συνθήκη. Η ανασυγκρότηση της δεκαετίας του 1950, συνοδεύτηκε από την άνοιξη της δεκαετίας του 1960 και φάνηκε να δημιουργεί ένα ανθεκτικό οικοδόμημα που συνέχισε να αναπτύσσεται μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
   
Τα τελευταία 20 χρόνια γίναμε όλοι μάρτυρες ενός διαρκούς μετασχηματισμού που μετέτρεψε σταδιακά τους αναδυόμενους συλλογικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς σε δυσκίνητους γραφειοκρατικούς και πολιτικά αναποτελεσματικούς μηχανισμούς που αργά αλλά σταθερά υπάκουαν στις επιταγές ενός υπερεθνικού και βαθιά αντιδημοκρατικού εξωπολιτικού αστερισμού που είχε εγκαταστήσει σε όλα τα πεδία δραστηριότητας της δημόσιας σφαίρας το σύστημα της ανώτερης εξουσιαστικής τάξης και των κατά τόπους εκπροσώπων της που λίγο απείχαν από το να χαρακτηρίζονται ανδρείκελα. Η διεθνής ελίτ και οι περίφημες αγορές κατάφεραν να παγιώσουν μέσω κεντρικών πολιτικών και θεσμικών ρυθμίσεων που δεν είχαν ουσιαστική σχέση με καμιά δημοκρατική και κοινωνική διαπραγμάτευση, τις πιο επαχθείς και μονομερείς οπτικές και πρακτικές που εξέφραζαν αποκλειστικά τη στρατηγική της ισχύος και τη συγκέντρωσή της στα χέρια των λίγων. Το ευρωπαϊκό και διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και οι τραπεζικοί σχηματισμοί αποτέλεσαν σταδιακά στους αποκλειστικούς πόλους ελέγχου και αναδιανομής της συσσώρευσης του κεφαλαίου και μέσω των συγκυριακών πολιτικών της επέκτασης της πιστωτικής πρακτικής κατάφεραν να επιβάλουν δραματικές μεταλλάξεις στο νοοτροπικό πυρήνα της μέσης καθημερινής στάσης και να καταστήσουν τις μεγάλες πλειοψηφίες υποχείρια και έρμαια τελικά μιας ανεπίστροφης πιστοληπτικής και καταναλωτικής εξαχρείωσης.

«Καταναλώνω άρα υπάρχω» ήταν η δια-πολιτική και ακραία αποχαυνωτική προτεραιότητα της πρόσφατης ανθρώπινης συνθήκης που κατάφερε να την εγκαταστήσει στο σκληρό πυρήνα μιας ψευδούς παραγωγικής και κοινωνικής συνείδησης επί μακρό χρόνο το σύστημα της δήθεν «ελεύθερης» αγοράς, καταργώντας με όλους τους τρόπους την αφετηρία του διαφωτισμού και επιβάλλοντας την ολοκληρωτική υποκατάσταση του cogito ergo sum” [Σκέφτομαι άρα υπάρχω] και την επιστροφή του σύγχρονου ανθρώπου σε προνεωτερικές ή και πρωτογονικές κοινωνικές και πολιτικές θεωρήσεις και καταστάσεις. 

500 χρόνια ανθρώπινων κοινωνικών και πολιτικών αγώνων φαίνεται πως έχουν σήμερα γίνει συντρίμμια. Το αχαλίνωτο κέρδος και η υλική πρόσοδος είναι τα μόνα εργαλεία προς χρήση σε μια καθημερινή σαρωτική και απροκάλυπτα απάνθρωπη νέα συνθήκη όπου τον πρώτο λόγο δεν έχουν οι δημοκρατικοί θεσμοί που έχουν σχεδόν εκφυλιστεί αλλά η απύθμενη υποκρισία που έχει παντού παγιώσει τη δική της μονότροπη θεώρηση. Η αυτοκρατορία της ισχύος [του χρήματος] έχει αντεπιτεθεί και προσπαθεί να κυριαρχήσει απόλυτα και να επιβάλει τους όρους της με τρόπο που κάνει τον Όργουελ και τον Χάξλεϊ να μοιάζουν με ξεπερασμένους χρονικογράφους. Τα χαρακτηριστικά του κόσμου διαφοροποιούνται καθημερινά με κινηματογραφικούς ρυθμούς και οι αλλαγές που επιβάλλονται μέσα σε ελάχιστο χρόνο, μοιάζουν να συντονίζονται μόνο με τις κοσμικές διαπλανητικές ταχύτητες με τις οποίες κινούνται οι γαλαξίες στο σύμπαν.

Μια ταινία επιστημονικής φαντασίας από τη φουτουριστική σειρά του «Πολέμου των άστρων» [«Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται»] και η εμβληματική φιγούρα του Νταρθ Βάντερ έρχεται σήμερα να επαναφέρει στο προσκήνιο τους «ξεχασμένους ήρωες» και να ανακαλέσει στη μνήμη μας τους όρους της «δύναμης» που είναι η μόνη ικανή να εναντιωθεί στους σχεδιασμούς των δυνάμεων του ερέβους και να υπερασπίσει την ηθική επαναθεμελίωση της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην αρμονία της συμπαντικής τάξης. Οι συμβολισμοί είναι αυτονόητοι και μας αφορούν όλους…

Odyss, 29.11.2011     

13.11.11

Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ [1] και ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
[9.11.1938 / Πριν 73 μόλις χρόνια στη ναζιστική Γερμανία]

«Η νύχτα των σπασμένων κρυστάλλων» το 1938 στη ναζιστική Γερμανία, διαθέτει πάντα ένα ισχυρό συμβολισμό καθώς αποτέλεσε την αρχή του Ολοκαυτώματος. Ένας αποκρουστικός μηχανισμός από ανθρώπινα κτήνη και δολοφόνους του κοινού ποινικού δικαίου, συμπίλημα επίσημων θεσμών και παρακράτους που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τον ευρωπαϊκό Πολιτισμό, αλλά εξέφραζε με τον πιο ακραίο τρόπο τη βαρβαρότητα του όχλου και την κυριαρχία των ενστίκτων του πάνω στο εποικοδόμημα της ηθικής δηλαδή της ευρύτερης πολιτικής και πολιτισμικής ανοχής και αντοχής της εποχής (που είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα από τη χιτλερική πανούκλα) , κατάφερε σε μια βραδιά να διαλύσει τα πάντα και να προδιαγράψει με ακρίβεια όλα όσα φρικτά θα επακολουθούσαν στη συνέχεια. Η κορύφωση του ήταν το στρατόπεδο εξόντωσης στο Άουσβιτς (βλ. αρχιτεκτονικό σχέδιο από το μουσείο του ολοκαυτώματος Yad Vashem στην Ιερουσαλήμ).  

Το αρχιτεκτονικό σχέδιο της κόλασης / Στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς ,Αρχείο Μουσείου Yad Vashem, Ιερουσαλήμ
Σε ολόκληρη τη χώρα, χιλιάδες συναγωγές κάηκαν, αναρίθμητες περιουσίες Εβραίων και κοιμητήρια καταστράφηκαν, 200 άνθρωποι δολοφονήθηκαν με μόνη αιτία τη φυλετική τους καταγωγή, χιλιάδες άλλοι συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης. Δεν υπάρχει άλλη αντίστοιχη περίπτωση στην ευρωπαϊκή ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα που να παρουσιάζει τέτοια ομοιότητα με τα τραγικά γεγονότα μιας πολύ παλιότερης περιόδου κατά τη διάρκεια των αιματηρών θρησκευτικών πολέμων στη Γαλλία, που έχει μείνει στη μνήμη ως «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» [24/08/1572].  

Στη ναζιστική Γερμανία του 1938, ο ζόφος είχε παγιωθεί. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν ήδη παρελθόν αρκετά χρόνια και ένας ολόκληρος λαός περιέβαλε με εκδηλώσεις λατρείας τις πιο εγκληματικές ηγετικές φιγούρες που γέννησε η Ιστορία.  Ο διαρκής φόβος που επέβαλε η ιδεολογική τρομοκρατία του καθεστώτος είχε καταφέρει να κτίσει με συστηματικό τρόπο, στη διάρκεια μιας πενταετίας όλα εκείνα τα ρατσιστικά ανακλαστικά που ήταν ικανά να πυροδοτήσουν τις πιο ακραίες προσωπικές και πολιτικές πρακτικές. Η παρουσία του Κακού είχε καταστεί κοινότοπη και ήταν απλωμένη παντού. Οι  άνθρωποι δεν κρίνονταν ως καλοί ή κακοί. Δεν ήταν καλύτεροι ή χειρότεροι από άλλους. Είχαν καταστεί οργανικό μέρος μιας κατάστασης από την οποία ήταν αδύνατο να ξεφύγουν. Το Κακό ήταν πια ΚΟΙΝΟΤΟΠΟ.  Η Χάνα Άρεντ στο σχετικό πόνημά της «Η κοινοτοπία του Κακού»[2] ανέλυσε με οξυδερκή τρόπο και διεισδυτικότητα, όλες τις παραμέτρους που αποτέλεσαν τον καμβά πάνω στον οποίο υφάνθηκε αυτός ο ιστορικός μετασχηματισμός των συλλογικών προτύπων και των ατομικών στάσεων σε μια χώρα όπως τη Γερμανία.

Το 1879, στο «Κομμουνιστικό μανιφέστο»[3] ο Κάρολος Μάρξ, έγραφε στην εισαγωγή πως «…ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Γερμανία. Το φάντασμα του κομμουνισμού…» Χρειάστηκε να περάσουν 60 χρόνια μόλις, να γυρίσει ο αιώνας , να γίνει ο α΄ παγκόσμιος πόλεμος , να καταρρεύσει η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να δολοφονηθεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ και να αναρριχηθούν οι ναζί στην εξουσία το 1933, για να αποδειχτεί περίτρανα πως οι προβλέψεις του Μαρξ είχαν παταγωδώς διαψευστεί…H Eυρώπη πλήρωσε μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο ένα βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και καταστροφές. Αδίστακτοι γερμανοί εγκληματίες φορώντας μαύρες στολές παραλλαγής με νεκροκεφαλές, με τα ουδέτερα παραπλανητικά ονόματα Βέρμαχτ, Γκεστάπο, Ες-ες, Λουφτβάφε,  εξαπέλυσαν για 5 χρόνια μια πρωτοφανή επίθεση και την ίδια την κόλαση εναντίον του ανθρώπινου είδους και του Πολιτισμού και κατέστησαν με τις πράξεις τους, την ιταμότητα και τα κυνικά τους εγκλήματα, την ίδια την ποίηση περιττή. Ο Γερμανός φιλόσοφος Τιοντόρ Αντόρνο είχε γράψει μετά τον πόλεμο πως η εμπειρία των  στρατοπέδων συγκέντρωσης έκανε την ποίηση μετά το Άουσβιτς να μοιάζει με βαρβαρική υπόθεση. Εκατομμύρια άνθρωποι δολοφονήθηκαν με βάναυσο τρόπο πριν από 70 μόλις χρόνια και σήμερα φαίνεται πως ορισμένοι θέλουν να καταδικάσουν αυτή την εμπειρία στο έρεβος της λήθης.

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς χωρίς να παραλείψει κάτι σημαντικό από την εμπειρία του Κόσμου και του Τόπου; Tις εκτελέσεις αθώων και αμάχων, τον αφανισμό πόλεων και χωριών, τις εκατόμβες της Βιάννου, του Διστόμου και των Καλαβρύτων ή τα δανεικά κι αγύριστα του υποχρεωτικού δανείου της κατοχής προς τους κατακτητές Γερμανούς που αρνήθηκαν μέχρι τώρα -επί 60 χρόνια μετά τον πόλεμο και 20 μετά τη γερμανική ενοποίηση- επιδεικτικά να επιστρέψουν το παραμικρό ποσό, που με αντικειμενικές εκτιμήσεις [4] φαίνεται πως πλησιάζει το ύψος του συνολικού σημερινού ελληνικού χρέους. Η Ελλάδα χρηματοδότησε με τους ελάχιστους πόρους που διέθετε τότε στα αποθεματικά της, όλες τις τυχοδιωκτικές πολεμικές επιχειρήσεις των ναζί στη Μέση Ανατολή, αλλά σήμερα καλείται να πληρώσει κι από πάνω για μια καταστροφή του Τόπου που ξεκίνησε στη διάρκεια της κατοχής και συνεχίστηκε με την προκλητική αδιαφορία του πολιτικού συστήματος όλα τα μεταπολεμικά χρόνια, με ελάχιστες και χλιαρές εξαιρέσεις. Οι δυνάμεις του άξονα, κατάφεραν να κλέψουν όλο το απόθεμα και τον πλούτο των αντιπάλων τους στη διάρκεια του πολέμου με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο, καταστρέφοντας τις παραγωγικές και κοινωνικές τους υποδομές[5] και καταδικάζοντας τους λαούς που αντιστάθηκαν στη στέρηση και τον αφανισμό. Είναι δυνατό όλα αυτά να έχουν ξεχαστεί σήμερα;  Αν οι προηγούμενες κυβερνήσεις του τόπου τα έκαναν γαργάρα η νέα κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» λέτε να έχει την τόλμη να τα θέσει σε συζήτηση; Διαφορετικά τι νόημα έχει να δεχόμαστε τους ταπεινωτικούς αφορισμούς για τους τεμπέληδες του νότου, που ρήμαξαν όμως βεβαιωμένα οι απάνθρωποι και βάρβαροι βόρειοι που τώρα έχουν καταφέρει να επιβάλουν μέσω των υπερεθνικών μηχανισμών του κεφαλαίου τις προτιμήσεις τους και τους προσανατολισμούς τους σε όλους τους υπόλοιπους;

O ευρωπαϊκός διαφωτισμός αποτέλεσε κάποτε την αφετηρία της κοινωνικής και πολιτικής απελευθέρωσης. Σταδιακά όμως μετά το 19ο αιώνα, με το μετασχηματισμό των παραγωγικών δομών και το πέρασμα στη νέα εποχή που αξιοποίησε την ένταση του κεφαλαίου και πρόσφατα της τεχνολογικής υπεροχής οι περισσότερο παραδοσιακές κοινωνίες που εξακολούθησαν να βασίζονται κυρίως στην ένταση της εργατικής δύναμης, σταδιακά έγιναν ουραγοί και υποχρεώθηκαν να βασιστούν μόνο σε εκείνα που τους προσέφερε η φύση και οι περιορισμένοι δημογραφικά δυναμική τους. Η Ελλάδα απέκτησε υπόσταση σύγχρονου κράτους μόλις πριν από 180 χρόνια και οι δημοκρατικοί της θεσμοί δοκιμάστηκαν ποικιλοτρόπως όλα αυτά τα χρόνια. Έζησε διαδοχικούς πολέμους τα τελευταία 110 χρόνια και σε ορισμένες περιπτώσεις οδυνηρές έριδες και εμφυλίους που επιβάρυναν τη θέση της στο συνολικό ευρωπαϊκό καταμερισμό. Αντιστάθηκε με κάθε τρόπο σε κατακτητές και γνώρισε φοβερές καταστροφές από τη ναζιστική λαίλαπα, χωρίς να καταφέρει με αξιόπιστο τρόπο να αποκτήσει ποτέ μια εγχώρια αστική τάξη[6] με αυτογνωσία, επίγνωση της ταυτότητάς της στο διεθνές περιβάλλον και διατεθειμένη να οραματιστεί, να σχεδιάσει, να προγραμματίσει και να υλοποιήσει ένα «εθνικό σχέδιο» για την προκοπή και την εξέλιξη του Τόπου μας. Το αποτέλεσμα βιώνεται συλλογικά απ΄ όλους μας σήμερα, σε μια φάση που τείνουν οι πολιτικοί θεσμοί σε εθνικό επίπεδο να υποκατασταθούν απολύτως από υπερεθνικούς σχηματισμούς του χρήματος που δεν δίνουν λογαριασμό σε κανένα.

Οι μονοδιάστατοι προσανατολισμοί της απληστίας των ελίτ και της απόλυτης μετατροπής των δομών της Ευρώπης σε ποσοτικά μόνο μεγέθη μετρήσιμα με αριθμούς και αποδόσεις του κεφαλαίου και κυρίως με τη μετατροπή τους σε έρμαια των περίφημων αγορών –δηλαδή των καιροσκόπων και κερδοσκόπων ιδιωτών- έχουν πια παγιωθεί και έχουν εξαπολύσει τη χειρότερη επίθεση που έχει βιώσει ο κόσμος ιστορικά από καταβολής παραγωγικών και κοινωνικών θεσμών. Δεν έχουν πια λόγο οι κυβερνήσεις και η Κοινωνία των Πολιτών αλλά το Δ.Ν.Τ, η Ε.Κ.Τ., οι επενδυτικές εταιρείες όλων των ρίσκων, οι  τράπεζες και οι τοκογλύφοι που λειτουργούν ως αυτόνομοι μηχανισμοί συγκέντρωσης του κεφαλαίου που αναδιανέμεται με στρατηγικό τρόπο στα χέρια των λίγων, οι εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που λειτουργούν ως καταλύτες για τον προγραμματικό σχεδιασμό όλων των πράξεων αναδιανομής σε βάρος των πολλών που υλοποιούν με προθυμία «πολιτικές» κυβερνήσεις και ανδρείκελα της υψηλής χρηματοπιστωτικής διπλωματίας.

Σταδιακά και σε ελάχιστο χρόνο το παραδοσιακό 20%-80% που γνωρίσαμε τα τελευταία 40 χρόνια (οι 2 στους 10 να κατέχουν τα 8 από τα 10 μέρη των κάθε είδους πόρων) άρχισε σταδιακά μα μεταλλάσσεται χειρότερα από εφιαλτικό Άλιεν…Το 1% σε λίγο θα έχει το 99% των κάθε είδους διαθέσιμων πηγών, πλούτου, κεφαλαίου, πόρων και η συντριπτική πλειοψηφία του 99% το αντίστοιχο θηριώδες ποσοστό του 1%! Τόσο καλά και τόσο δίκαια. Ούτε στους πιο ακραίους υπολογισμούς τους οι ακόμη και σήμερα απολογητές ενός συστήματος που έχει πια αρχίσει να καταρρέει, μπορούσαν να φανταστούν πως το σύστημα της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης θα μπορούσε να αποδώσει τόσα πολλά σε τόσο λίγους…’Ισως όμως αυτό να είναι και το στάδιο της τελικής του εξαφάνισης…

Κλείνω αυτή την ανάρτηση αφύπνισης της ιστορικής μνήμης και υπομνηματισμού της εικόνας του κόσμου μας,  με ένα εξαιρετικό στίχο του φετινού νομπελίστα Σουηδού ποιητή Τόμας Τρανστρέμερ. Μπορεί να λέει πολύ περισσότερα για τη σημερινή κατάσταση απ΄όσα οι σκέψεις που κατέθεσα εγώ παραπάνω.

Ονειρεύτηκα ότι επισκέφτηκα ένα νοσοκομείο.
Δεν υπήρχε προσωπικό. Ήταν όλοι ασθενείς.

Ο νοών νοείτω...

Οdyss. 13.11.2011
     
     
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1/ Ο όρος Kristallnacht (Κρίσταλναχτ, που σημαίνει στα γερμανικά η «Νύχτα των Κρυστάλλων»), επίσης Reichskristallnacht (Ράιχσκρισταλναχτ, κατά λέξη, «Αυτοκρατορική Νύχτα των Κρυστάλλων»), Pogromnacht (Πογκρόμναχτ, δηλαδή η «Νύχτα του Πογκρόμ»), περιγράφει το μαζικό πανεθνικό πογκρόμ στη Γερμανία και στην Αυστρία τη νύχτα της 9ης προς 10η Νοεμβρίου 1938. Ο στόχος ήταν οι Εβραίοι πολίτες όλης της χώρας και αποτέλεσε την απαρχή του Ολοκαυτώματος

[παρακάτω αποσπάσματα από τη Wikipedia]

Kristallnacht: Η νύχτα που έσπασαν τα κρύσταλλα

Η δολοφονία του Φομ Ρατ λειτούργησε ως άλλοθι για την έναρξη βιαιοπραγιών κατά των Εβραίων κατοίκων σε ολόκληρη τη Γερμανία. Υπήρχε η πρόθεση να φανεί η επίθεση αυτή σαν αυθόρμητη αντίδραση, αλλά, στην πραγματικότητα, είχε ενορχηστρωθεί από τις γερμανικές αρχές και, ειδικότερα, από τον Ράινχαρντ Χάιντριχ (Reinhard Heydrich). Η κυβέρνηση αξιοποίησε, εκτός από τα επίσημα κρατικά μέσα, κυρίως την οργάνωση του Ναζιστικού κόμματος, για να οργανώσει και να υλοποιήσει τις ταραχές.
Το πογκρόμ που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές και, σε πολλές περιπτώσεις, να καταστραφούν, 1.574συναγωγές (σχεδόν όλες όσες υπήρχαν στη Γερμανία, οι περισσότερες καταστράφηκαν από εμπρησμό), πολλά εβραϊκά κοιμητήρια, πάνω από 7.000 καταστήματα και 29 πολυκαταστήματα που ανήκαν σε Εβραίους. Κάποιοι Εβραίοι ξυλοκοπήθηκαν έως θανάτου, ενώ άλλοι εξαναγκάζονταν να παρακολουθούν.
Περισσότεροι από 30.000 άρρενες Εβραίοι συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης· κατά κύριο λόγο στο Νταχάου, στο Μπούχενβαλντ και στο Ζάξενχαουζεν. Η μεταχείριση στα στρατόπεδα ήταν κτηνώδης, αλλά οι περισσότεροι αφέθηκαν ελεύθεροι κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών μηνών, υπό τον όρο ότι θα εγκατέλειπαν τη Γερμανία.
Ο ακριβής αριθμός των Γερμανών Εβραίων που θανατώθηκαν δεν έχει προσδιοριστεί, αλλά υπολογίζεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 36 και 200 περίπου ατόμων για τις δύο ημέρες που διήρκεσαν οι αναταραχές. Ο ευρύτερα αποδεκτός αριθμός νεκρών κατά τη διάρκεια των ταραχών είναι 91 άτομα. Υπολογίζοντας και τους θανάτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, περίπου 2.000 ως 2.500 ήταν οι νεκροί που μπορούν να αποδοθούν στο πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων». Επίσης, μικρός αριθμός Γερμανών θανατώθηκαν κατά τις ταραχές της Νύχτας των Κρυστάλλων, καθώς τους θεώρησαν, κατά λάθος, Εβραίους.
Τα γεγονότα στην Αυστρία δεν ήταν λιγότερο φρικτά και οι περισσότερες από τις 94 συναγωγές και τόποι προσευχής της Βιέννης υπέστησαν μερική ή ολική καταστροφή. Τα θύματα υπέστησαν κάθε είδους ταπεινώσεις, περιλαμβανομένου του εξαναγκασμού να σφουγγαρίζουν ενόσω τους υπέβαλαν σε μαρτύρια οι συμπολίτες τους Αυστριακοί, κάποιοι από τους οποίους ήταν προηγουμένως φίλοι και γείτονές τους.
2/ Χάνα Άρεντ: Ο  Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ - Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, Eκδόσεις Νησίδες, 2009
3/ Κ. Μaρξ- Φ. Έγκελς: Το κομμουνιστικό μανιφέστο, Γερμανική έκδοση  1867.
4/ Η μαύρη βίβλος της Κατοχής: Κείμενο εθνικής επιτροπής με το Μ. Γλέζο κ.α., Αθήνα 2004 , Έκδοση Νομ. Αυτοδ. Αθήνας
5/ Κων. Δοξιάδη: Οι Θυσίες της Ελλάδας κατά το δεύτερο παγκόσμιο Πόλεμο. Έκθεση της Ελλάδας προς τη γενική συνέλευση των Εθνών το 1947.
6/ Παναγ. Κονδύλης: Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας – Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία, Εκδόσεις Θεμέλιο, 2011.  


23.10.11

Το μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο*

Tomas Transtrőmer

Graffiti του Banksy 
H μονοτροπία έχει πια κυριαρχήσει απόλυτα. Μόνο λογιστικές και οικονομικές αναλύσεις παντού. Μια ρητορεία καθημερινή μετασχηματίζει όλες μας τις έγνοιες σε αντικείμενα του τεράστιου χρηματοπιστωτικού καζίνου που έχει απλωθεί παντού σαν την πανούκλα και καταστρέφει όλες τις υπόλοιπες προσλήψεις, όλα τα ενδιαφέροντα και τις ανθρώπινες και οικουμενικές ιδέες και αξίες. Η μόνη προτεραιότητα που επιβάλλεται και προβάλλεται είναι η λογική των αγορών δηλαδή των καιροσκόπων και των κερδοσκόπων στους οποίους η πολιτική τάξη του κυρίαρχου συστήματος έχει εκχωρήσει πια –σε υπερεθνικό επίπεδο- τη δυνατότητα να ορίζουν και να καθορίζουν κάθε δραστηριότητα. Ο κόσμος είναι χωρισμένος στα ποσοστά που καθορίζει η κυριαρχία της οικονομικής ελίτ. Το 80% των υλικών πόρων και των προσόδων στα χέρια του 20%. Στις περισσότερες περιπτώσεις το 1% αυτού του 20% είναι εκείνο που ελέγχει με οργουελικό τρόπο και τη δυνατότητα να αποφασίζει και να κατευθύνει τις εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας. Το ερώτημα βέβαια αν αντιπροσωπεύουν και ένα αξιακό πολιτικό και πολιτισμικό φορτίο- δηλαδή αν έχουν και το ηθικό κύρος- θαρρώ πως έχει την αυτονόητη αρνητική του απάντηση.

Οι σύγχρονοι μηχανισμοί ακόμη και εκείνοι που παρουσιάζονται με το θεσμικό μανδύα του κράτους δεν έχουν καμιά σχέση με το διανοητικό πλούτο ή την παγκόσμια κληρονομιά του πολιτισμού. Αποτελούν μόνο σχηματισμούς ισχύος που εκφράζουν με όλους τους τρόπους το δίκαιο του δυνατότερου, του έχοντος απέναντι σε όσους στερούνται, του πολεμοκάπηλου εκεί που έχουν στερέψει τα επιχειρήματα της διπλωματίας, του αποκρουστικού κεντρικού αποφασιστικού μηχανισμού των μεγάλων χρηματοπιστωτικών οικογενειών της διεθνοποιημένης μαφίας του κεφαλαίου που μόνη της κατεύθυνση είναι η εξυπηρέτηση της συσσώρευσης και της συγκέντρωσης του μέγιστου υλικού πλούτου στα χέρια των λίγων.

Tοίχος στο Cork της Ιρλανδίας / 2011

Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση. Η ίδια η μεγάλη –αρχικά- ιδέα για την πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης έχει πια μετατραπεί σε καθαρή ουτοπία. Δεν ενδιαφέρει κανένα η κοινωνική συνοχή, η αναδιανομή του πλούτου, μια ευρωπαϊκή προοπτική της αλληλεγγύης,  η καταπολέμηση της φτώχειας στον πλανήτη. Όλα αυτά αποτελούν υποθέσεις της Κοινωνίας των πολιτών την οποία έχουν καταφέρει με κάθε τρόπο να απωθήσουν στο περιθώριο των αποφάσεων, μεταφέροντας όλη την αποφασιστική αρμοδιότητα στον υπερεθνικό αστερισμό των τραπεζών, των εταιρειών εκτίμησης επενδυτικού ρίσκου και πιστοληπτικής ικανότητας κ.ο.κ. Μια νέα ρητορική έχει επιβληθεί με ολοκληρωτικό τρόπο και το μόνο που προτείνεται με μονοδιάστατο προσανατολισμό παντού είναι η οικονομική ανάλυση, το δέος του χρέους και του περιορισμού του εισοδήματος των απλών ανθρώπων, η τακτοποίηση των δανειακών υποχρεώσεων, η διευθέτηση των υποχρεώσεων στους κάθε λογής θεσμικούς και επίσημους τοκογλύφους και κυρίως η εγκατάσταση μιας βαθιάς νοοτροπίας πως για ό,τι συμβαίνει σήμερα στους δοκιμαζόμενους λαούς της πάλαι ποτέ ενωμένης Ευρώπης είναι απόλυτα υπεύθυνοι αυτοί οι ίδιοι!

Είναι προφανές πως το σύστημα αυτό αδυνατεί  να κατανοήσει πως ο συσσωρευμένος θυμός και η καταστροφή του κοινωνικού ιστού που επέρχεται μέσα από τις στρατηγικές του ρυθμίσεις θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα εξελίξεων που κανείς πια σε λίγο καιρό δεν θα μπορεί να προβλέψει. Είναι παραπάνω από προφανές πως την ώρα που επιβάλλονται στους πολλούς οι επαχθείς αποφάσεις των λίγων τίθεται ένα ζήτημα πολιτικής και ηθικής νομιμοποίησής τους. Αν τα όρια της ευθύνης των θεσμικών εκφράσεων της τρέχουσας μικροπολιτικής έχουν εξανεμιστεί απόλυτα και έχουν μετατεθεί μέσα σε ένα αποκλειστικό πεδίο όπου τους κανόνες και τις αποφάσεις κατευθύνουν εξωπολιτικοί μηχανισμοί του διεθνούς κεφαλαίου τότε είναι σαφές πως υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας και η απόλυτη κατάρρευση των κεντρικών επιλογών του συστήματος είναι γυμνή μπροστά μας. Δεν θα χρησιμοποιήσω το δημοφιλή φράση «είναι η οικονομία ηλίθιε» που χρησιμοποίησε κάποτε ο αμερικανός πρόεδρος Κλίντον, ούτε την ομόλογη μεταφορά της στη φράση «είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε» που αποτελεί τον τίτλο πρόσφατου βιβλίου που είδα σε βιβλιοπωλείο. Θα προτιμούσα τη διατύπωση «είναι η εξουσία του αφανούς τέρατος των αγορών» ή καλύτερα «είναι η εξουσία και η λογική της ισχύος ηλίθιε» γιατί αυτό θεωρώ πως μπορεί κατ΄ ελάχιστο να περιγράψει –ΚΑΙ- τη σημερινή κατάσταση. Τελεία και παύλα.

Αν έχουμε την αυταπάτη πως η ανθρώπινη ηθική υπόσταση έχει διαφοροποιηθεί αισθητά τα τελευταία 5000 χρόνια, πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψή μας γρήγορα. Ο Θουκυδίδης έγραψε και περιέγραψε ως αντικειμενικός τρίτος όλα τα αίσχη της αρχαίας αθηναϊκής κυριαρχίας. Οι Ρωμαίοι δεν εξαντλούσαν την εφευρετικότητά τους σε σπουδαία τεχνικά έργα αλλά και σε τόπους μαρτυρίων και αίματος μέσα σε αποτρόπαια αμφιθέατρα. Οι αυτοκρατορίες που ακολούθησαν διέγραψαν τη διαδρομή τους μέσα από πρακτικές βίας και αφανισμού σε πολλές περιπτώσεις από την απώτερη εποχή των Μογγόλων ίσαμε την πολύ πρόσφατη αποτρόπαιη ναζιστική «εργολαβία»  του ολοκαυτώματος των Εβραίων, που απλά σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε πριν από 70 μόλις –παρακαλώ  χρόνια. Δεν φαντάζομαι να υπάρχει σκεπτόμενος άνθρωπος που να έχει την πεποίθηση πως υπάρχουν όρια και ιστορική μνήμη  που μπορεί να απωθήσει μερικούς από τους σχεδιασμούς τους. Η μόνη απάντηση που μπορεί να εναντιωθεί προέρχεται από τον άνθρωπο που έχει σχέση με τον Πολιτισμό, που του επιτρέπει να θέτει στην άκρη τα ένστικτα και τη βαρβαρότητα της προσωπικής του προτίμησης και να τίθεται στην υπηρεσία του «άλλου» και της ανθρώπινης κοινής μας συνθήκης.

Στις 2 Οκτωβρίου ήταν η γενέθλια μέρα του Μαχάτμα Γκάντι. Σήμερα η αντίστοιχη επέτειος για ένα μεγάλο διανοούμενο του τόπου μας, το Μάνο Χατζιδάκι. Πριν από 100 χρόνια γεννήθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης. Στις αρχές του μήνα απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ για τη λογοτεχνία του 2011 στο σουηδό ποιητή Τούμας Τρανστρέμερ  που μας έδωσε το σημερινό τίτλο της ανάρτησης. Πριν λίγες μέρες τρεις γυναίκες τιμήθηκαν με το Νομπέλ Ειρήνης για το μη βίαιο αγώνα τους για ένα ειρηνικό και καλύτερο κόσμο. Σαν σήμερα το 1956, στη Ουγγαρία τα σοβιετικά τανκς προσπάθησαν να ανακόψουν τον αέρα της Ελευθερίας που έπνεε στη Βουδαπέστη. Σε λίγες μέρες ο Τόπος γιορτάζει τον αντιφασιστικό αγώνα του 1940, που αποτέλεσε την έμπνευση για μια ολόκληρη γενιά πριν θαφτεί κάτω από τα συντρίμμια ενός άδικου εμφυλίου. Χιλιάδες μνήμες και αναφορές που έχουν αξία γιατί σχετίζονται με το όραμα ενός καλύτερου κόσμου. Εδώ να αναζητήσουμε την έμπνευση και το «παράδειγμα» που είναι αδύνατο να μας προσφέρει σήμερα η επικαιρότητα της κεντρικής μας συνθήκης και το περιορισμένο ηθικό μέγεθος της μονότροπης οικονομικής ευρωπαϊκής και διεθνούς ελίτ.

Και εδώ πάνω να ξανακτίσουμε. Μια κοινωνία ανοικτή στον «άλλο» και τις πολύπλευρες και όχι μόνο υλικές ή «καταναλωτικές» μας ανάγκες. Τις αληθινά οικονομικές, τις πολιτικές τις συναισθηματικές ακόμη. Με κατανόηση της διαφορετικής άποψης, με ανοχή στους προσανατολισμούς που μας οριοθετούν προσωπικά, με αναγνώριση της αξίας του προσώπου και του πολίτη. Με τρυφερότητα, με αίσθηση των ανθρώπινων κοινών αναγκών αλλά και των πνευματικών κυρίως, με ανοικτό βλέμμα στο τοπικό και το οικουμενικό, με ευθύνη απέναντι στη συλλογική διαπραγμάτευση του κοινού μας βίου, με τη μέγιστη  αλληλεγγύη την ώρα της κοινής δοκιμασίας, με πίστη και ελπίδα πως τα πράγματα μπορούμε μόνο εμείς να τα κάνουμε διαφορετικά και καλύτερα. Κυρίως όμως με την εμμονή μας να υπερασπίσουμε τη δημοκρατική συμμετοχή και τους συλλογικούς θεσμούς, να αναδείξουμε και να προβάλουμε την ενότητά μας με τη δύναμη των ιδεών και του Λόγου και βέβαια με την απόλυτη εναντίωσή μας σε όλες τις εκφράσεις της βίας και κυρίως τις θεσμικές της μορφές που τείνουν να επικαλύψουν με επίσημο τρόπο την καθημερινή μας συνθήκη. Να αναδείξουμε τη γυμνότητα και τη ρηχότητα των επιχειρημάτων ενός συστήματος που κατανοεί μόνο τον ήχο της συναλλαγής και τον πλουτισμό με άπληστους τρόπους και να διεκδικήσουμε το δικαίωμα για το όραμα ενός διαφορετικού Κόσμου, που δεν θα βασίζεται στις υλικές παραμέτρους που μπορούν να φυλακίζουν στα χαρτοφυλάκια και τα χρηματοκιβώτιά τους αλλά σ΄εκείνες τις αξίες που μπορούν να λάμπουν στο φως της μέρας κάτω από ένα ήλιο που δεν αποτελεί ιδιοκτησία τους αλλά κοινή μας υπόθεση.

Οdyss, 23.10.2011


*Aπό το ποίημα  «Απρίλιος και σιωπή» της συλλογής «Πένθιμη Γόνδολα» (1996)  
του Σουηδού ποιητή και  βραβευμένου με το Νομπέλ Λογοτεχνίας 2011, Tomas Transtrőmer.
Το απόσπασμα  προέρχεται από το βιβλίο
Tomas Tanstrőmmer- Ta ποιήματα, Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου ,
Εκδόσεις  Printa 2004 .

16.10.11

ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ… ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΑΙ


Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ *

Θα ήθελα να σας μιλήσω σήμερα για την έννοια της αναζήτησης. Μιας αναζήτησης που ακολουθεί τα αποσιωπητικά του τίτλου αυτού του συνεδρίου. Που κι αυτά, με τη σειρά τους, μαρτυρούν μια αβεβαιότητα, έναν έκδηλο μετεωρισμό. Σαν να μην είναι τίποτα ακόμα βέβαιο, σαν να μην είμαστε ακόμα σίγουροι για το πού βρισκόμαστε, τι κάνουμε, και πού πάμε.
Για να πλησιάσω αυτό το θέμα, θα πάρω πρώτα μια πιο βατή, συμβατική κατεύθυνση. Θα δοκιμάσω να εξηγήσω ένα-ένα τα συστατικά ενός εναλλακτικού, φαινομενικά ουδέτερου, τίτλου. Να ο τίτλος: Αρχιτεκτονική του Δημόσιου Χώρου στην Ελλάδα. Έστω λοιπόν, Αρχιτεκτονική = το αποτύπωμα οργανωτικής βούλησης, η γεωμετρική τάξη, η τιθάσευση του τυχαίου.  Δημόσιος = κοινόχρηστος, εκείνα τα ψίχουλα κοινοκτημοσύνης ως υπόλειμμα της ιδανικής ισοπολιτείας. Χώρος = το κενό και απροσδιόριστο, το ισοδύναμο του βιβλικού χάους, εκείνο που αποκτά νόημα μόνο εφόσον περιέχει γεγονότα (δράση).
Αν ο τίτλος Αρχιτεκτονική του Δημόσιου Χώρου μοιάζει ουδέτερος, όταν θελήσω σε συνέχεια να εξηγήσω τον καθένα από τους όρους του, βρίσκομαι βαθιά πελαγωμένος. Αυτό δεν έχει γίνει στην τύχη, βέβαια. Εννοείται πως επίτηδες διάλεξα παγιδευμένους ορισμούς. Ορισμούς που από μόνοι τους αρχίζουν να συγκρούονται μεταξύ τους, να θέτουν προϋποθέσεις, να απαιτούν νέους ορισμούς και διευκρινίσεις.  Αλλά δεν θα σας φανερώσω ακόμα τα κίνητρά μου. Θα παρατηρήσω μόνο –για να πάμε ένα βήμα πιο κάτω– ότι όλα είναι αλληλένδετα, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο συμβιωτικά. Όπως αυτά τα μύδια πάνω στην πέτρα. Όπως η λαϊκή αγορά της οδού Καλλιδρομίου στην Αθήνα, ή η λαϊκή μπροστά στη Ροτόντα ή η αγορά Βλάλη στη Θεσσαλονίκη.
Όπου –ακολουθώντας τώρα μιαν άλλη διάσταση– αναφερόμαστε σε σύνολα, όπως του πλήθους που παρακολουθεί μια παράσταση στην πλατεία μπροστά στο Beaubourg στο Παρίσι· μιας παρέας που λιάζεται μακάρια, απομονωμένη από τους περαστικούς στη Βενετία· ή μιας άλλης, δικής μας τώρα, στο Φάληρο μια Καθαρή Δευτέρα.  Ίσως και όχι μόνο: εξίσου θα μπορούσε αυτή η δημόσια πλατφόρμα να χωρέσει και την απέραντη μοναξιά ενός ψαρά στο Βόλο, ενός απεργού μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενός πωλητή σημαιών σε κάποια εθνική επέτειο, ή ενός άπατρι και άκακου καταληψία στην Πλάκα. Γιατί όχι – και ενός σκύλου που απολαμβάνει την πλακόστρωση στην πλατεία Μοναστηρακίου στην Αθήνα. Αλλά το ίδιο ισχύει ακόμα και για ανθρώπινα ομοιώματα. Με αυτές βέβαια τις επισημάνσεις βρισκόμαστε ήδη βαθιά μέσα στη σπηλιά του Πλάτωνα – αλλά, ας μη σταθούμε εκεί.
Και προχωράμε παρακάτω. Για να αγγίξουμε εκείνους τους αινιγματικούς χώρους, όπως ένα άδειο οικόπεδο στου Ψυρρή, ή ένα εγκαταλειμμένο μαγαζί – και πάνω απ’ όλα, ένα αδιέξοδο στην Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας. Εκεί που η συγκίνηση του άγνωστου, ο ίλιγγος του φόβου, σε μουδιάζουν. Χώροι απόλυτα έμψυχοι κι ας τους λείπει το παραμικρό ίχνος ζωής.
Πράγμα που σε κάνει άθελα να σκέφτεσαι αν εκείνο τελικά που κάνει τη διαφορά είναι το πόσο γεμάτο ζωή είναι άραγε ένα μέρος. Εφόσον βέβαια εκείνο που λέμε «ζωή», τόσο εγωιστικά και μυωπικά, το μεταφράζουμε ως ανθρώπινη παρουσία. Όπως η παραδειγματική πλατεία Συντάγματος –για την οποία είμαι βέβαιος πως θ’ ακουστούν πολλά ηχηρά την επόμενη βδομάδα– ή ακόμα καλύτερα, η πλατεία Δημαρχείου που εδώ τη βρίσκουμε σε μια ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της, στις Γιορτές, όταν γεμίζει λυόμενα μαγαζιά και κόσμο. Επίσης, την εμβληματική οδό Ερμού, το καύχημα της αθηναϊκού καταναλωτικού κοινού, και τέλος, το χαρούμενο βουητό του κόσμου που τρώει ένα Σάββατο μεσημέρι στην οδό Αδριανού, κάτω από έναν πλάτανο και δίπλα στο ανοιχτό όρυγμα του τραίνου του ΗΣΑΠ.
Αλλά αν είχαμε τον τρόπο, θα μπορούσαμε να μεταφερθούμε αιφνίδια στην πλατεία της Μακρινίτσας που σκιάζεται από ανάλογα πλατάνια – με τη διαφορά πως τώρα η πλατεία είναι χειμωνιάτικη, έρημη, εγκαταλειμμένη στον ήχο του νερού που τρέχει στις κρήνες. Κι αν αυτό σας φαίνεται στημένο, φτηνό κόλπο (που με κάποιο τρόπο είναι), τότε δείτε μιαν άλλη πλατεία, μάλλον μια αυλή, όχι πια ιστορική ή καταξιωμένη, χωρίς ίχνος αβανταδόρικης βλάστησης, όπου πάλι ένας άδειος χώρος στη Μακρινίτσα, πλημμυρισμένος στα τραπεζοκαθίσματα, έχει αποκτήσει μια αθέλητη σκηνογραφική τελειότητα με εκείνο το κρεμασμένο πανί από πάνω του.
Ας αφήσουμε προς στιγμή όμως τέτοιες μαγικά γαλήνιες ατμόσφαιρες που μόνο μέσα στην ερημιά ξεδιπλώνονται μπροστά μας, τόσο αναπάντεχα, τόσο εντυπωσιακά. Ας μιλήσουμε για εκείνη την εξίσου έντονη, κραυγαλέα διάσταση του δημόσιου που μυρίζει κοινότητα, κοινοπραξία, τελικά την ίδια την κοινωνία –δηλαδή, εκείνα τα κοινά πράγματα που δένουν και δεσμεύουν τις επιμέρους μονάδες– είναι εκείνο που βίαια καταλύεται και θρυμματίζεται όταν ξεπεραστούν κάποια όρια. Η χορογραφία μιας ανώνυμης διαδήλωσης, τα εμβληματικά Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών την εποχή που έβραζε το ζήτημα ονομασίας της Μακεδονίας, οι πιο πρόσφατες (στο φετινό καλοκαίρι) αποτυπωμένες μούντζες σε μια αποξηλωμένη από μάρμαρα επιφάνεια στην πλατεία Συντάγματος, όλα αυτά αφηγούνται μιαν άλλη περιπέτεια, που κανένας δεν θα ήθελε να περιλάβει στα οράματά του.   
Τι έχουμε άραγε να δείξουμε απέναντι σε αυτά τα παραπάνω; Ώς πού μας έχουν φτάσει οι τόσο γόνιμες, συχνά ηρωικές προσπάθειες απάντησης στο αίτημα της αναζήτησης που είπαμε στην αρχή; Έστω πως συμβατικά κοιτάμε τέσσερις δεκαετίες προς τα πίσω, από τη Μεταπολίτευση κι εδώ. Θα δούμε συμβολικές χειρονομίες, όπως την υπόμνηση διέλευσης ενός χαμένου ποταμού στην οδό Καλλιρρόης στην Αθήνα, ή την υπόμνηση ενός γκρεμισμένου τζαμιού στην Πλάκα. Θα συναντήσουμε επίσης αναμνήσεις ενός μυθικού μεγαλείου –που πάντα υπάρχει, κατατεθειμένο προς χρήσιν μόνο στο παρελθόν– όπως την εναρκτήριο τελετή των Πανευρωπαϊκών Αγώνων σε ένα φτιασιδωμένο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, τον βαρύγδουπο εορτασμό της νέας Χιλιετίας στην Ακρόπολη με ήχους και φώτα ή την ακόμα πιο μπαρόκ περφόρμανς του Βαγγέλη Παπαθανασίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Μια λατρεία τότε του πομπώδους, της μεγάλης ρητορικής χειρονομίας;
Όμως, όπως και να το κάνουμε, οι προσεγμένοι δημόσιοι χώροι μπορούν να γίνουν τόποι, ακόμα κι όταν –ή άραγε– μόνο εφόσον γίνονται αφορμές για αντιδικίες, ξεσηκώνουν διαμαρτυρίες, δημιουργούν ρήξεις. Γιατί ναι, είναι ικανοί για κάθε είδους εκδήλωση πάθους. Εδώ σκέφτομαι τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Ακρόπολη της ομάδας Πλειάς, την πλατεία Κολωνακίου του Εργαστηρίου 66, μια ελάχιστη τριγωνική διεύρυνση πεζοδρομίου της λεωφόρου Βασ. Σοφίας στο πάρκο Ριζάρη, και μια εντελώς άσημη πλατεία που γνωρίζω γιατί τυχαίνει να ζω δίπλα της, στο Νέο Ψυχικό.
Επιτρέψτε μου τώρα να αλλάξω ύφος και να πολιορκήσω πάλι το θέμα από άλλη πλευρά. Δεν την ονοματίζω, απλά την καταδεικνύω. Μια εικόνα από τη Σύμη, μια μαγική συνάντηση απρόβλεπτη, ασχεδίαστη – τελικά μια σύνθεση εντελώς άσκοπη, χωρίς ίχνος λειτουργίας, χωρίς καμιά υποψία ένθετου συμβολισμού. Και γι’ αυτό, τόσο ισχυρή.
Τι θα μπορούσα να βάλω δίπλα της; Ίσως ένα χορταριασμένο βοτσαλωτό στην αυλή μιας εκκλησίας, πάλι από τη Σύμη. Έναν πρωινό δρόμο πλάι στη θάλασσα στην Κω, μόλις τονισμένο με μια σειρά από ημισφαιρικά εξογκώματα, και ένα πεζόδρομο στην παραλία της Χαλκίδας με απογευματινά περιστέρια. Ένα μονοπάτι στην Πάτμο όπου ο ασβέστης παράδοξα τονίζει ορισμένες πέτρες κι όχι άλλες, μια μαρμαρόστρωτη κατεβασιά στην Ερμούπολη, αλλά και τα ξύλινα προσωρινά περάσματα του Γιώργου Τριανταφύλλου ανάμεσα στα ερειπωμένα σπίτια του οικισμού Μοναστήρια, ενός τόπου εικαστικής επέμβασης του Κώστα Τσόκλη. Τέλος, ναι, δίπλα σε όλα αυτά τα σπουδαία και τρανά, μια αγνώριστη, επιχρυσωμένη οδός Σταδίου πάνω στη δύση.
Αρκετά, όπως θα έλεγε ο Πικιώνης. Φτάνουν αυτά για να κλείσουμε διάφορους λεκτικούς κύκλους, περι-γράφοντας όπως ένα γεράκι από ψηλά, προσπαθώντας να μιλήσουμε έμμεσα για εκείνη την αναζήτηση απ’ όπου ξεκινήσαμε συζητώντας.
Τελειώνοντας, τότε, ας μετατοπίσουμε τους κύκλους από τον ουρανό στο έδαφος, από τη μεταφορά στην κυριολεξία. Ας ιχνηλατήσουμε δηλαδή μερικά κυκλικά σχήματα, έτσι όπως αιχμαλωτίζονται από το μάτι. Ξεκινώντας από τα μινωικά κατάλοιπα στην καρδιά των Χανίων, μια υποψία κυκλικού χρόνου που μόλις προβάλλει μέσα στο σύγχρονο αστικό ιστό. Ας πάμε μετά στην Γόρτυνα, πάλι στην Κρήτη, σε ένα ρωμαϊκό ωδείο με ημικυκλική διάταξη καθισμάτων, για να δείξουμε μετά πώς αυτό το ίδιο στοιχείο, ξαναζεί στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις στο Ηράκλειο που σχεδίασε ο νέο-ρασιοναλιστής Πάνος Κουλέρμος. Δύο ακόμα παραδείγματα: η μνημειακή καμπύλη σκάλα στο τέρμα της αχανούς πλατείας, στο προσκύνημα της Φάτιμα στην Πορτογαλία, όπου στην άλλη άκρη της πλατείας αυτής, ο Αλέξανδρος Τομπάζης άφησε το δικό του στίγμα, ένα απόλυτα κυκλικό ναό. Τέλος, μια λεπτομέρεια από την ουράνια σκάλα στη Σύμη που λέγεται Καλή Στράτα, σημείο ανάπαυσης και ρεμβασμού.

Γόρτυνα / Θέατρο
Πάνος Κουλέρμος/ ΙΤΕ, Ηράκλειο Κρήτης
 Όμως δεν θα ήθελα να τελειώσω με μια τέτοια επίκληση θεϊκής αρμονίας, της τόσο απαραίτητης στη συχνά μίζερη καθημερινότητά μας. Θα δείξω τέσσερις τάφους στη σειρά μπροστά από μια σειρά αρμυρίκια, στο χείλος ενός γκρεμού πάνω από τη θάλασσα στα Χανιά. Για να θυμηθούμε λιγάκι τον Adolf Loos, τάφους άχρονους, απόκοσμους αλλά και τόσο ειρηνικούς, τόσο δεμένους με τα γύρω τους.
Όλα αυτά μας επαναφέρουν στην αρχική μας εικόνα, εκείνη που χρησιμοποιήθηκε σαν υπόβαθρο του τίτλου της ομιλίας. Τώρα ας αποκαλύψω την προέλευσή της: είναι από την παραλία της Θεσσαλονίκης. Είναι ένα παράδειγμα από εκείνο το χάος που τιθασεύει η αρχιτεκτονική βούληση, όπως ισχυρίστηκα αρχικά. Με την προϋπόθεση ότι μπορεί να συντηρεί γεγονότα, δηλαδή δράση.
Και από αυτή τη δήλωση οδηγούμαστε απευθείας στον τριαντάχρονο Bernard Tschumi του ’70, δηλαδή σχεδόν ταυτόχρονα με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για δημόσιο χώρο στην Ελλάδα. Ο Tschumi μας κάνει τη χάρη να εξαφανίσει τον πλατωνικό δυισμό, τον αιώνιο κόσμο των «ιδεών» από τον ρευστό κι εφήμερο κόσμο των «δοξασιών» που μας περιβάλλει. Σβήνει, ανάμεσα σε άλλα, και τον γοητευτικό μύθο της σπηλιάς με τις σκιές των ειδώλων στα τοιχώματα. Μαζί του διαγράφει την τυραννία του πουριτανικού ορθολογισμού, το δογματισμό του πουρισμού ως ακραία έκφανση του μοντερνισμού. Με άλλα λόγια, την αρχιτεκτονική ως απόλυτο ηθικό πρόσταγμα. Ακόμα πιο απλά, την αρχιτεκτονική της στέρησης, της απαγόρευσης, που τρέμει μην υποπέσει στην αμαρτία – τη διάβρωση της αρχιτεκτονικής από τη μεταφυσική.
Συντάσσεται παράλληλα με τον περίεργο εκείνο τύπο, τον Αβά Laugier, που ήδη το 1765 ζητούσε από τους αρχιτέκτονες να σχεδιάζουν κτίρια λες κι ήταν πάρκα, «με οργάνωση και φαντασία, συσχετισμούς και αντιθέσεις, και αναπάντεχα στοιχεία που προσθέτουν ποικιλία: απόλυτη τάξη στις λεπτομέρειες, σύγχυση, ταραχή και θόρυβος στο σύνολο». Και διαβλέπει, ακόμα και πίσω από τις διαστροφές του μαρκησίου De Sade, την ιδανική ενορχήστρωση των παθών που δεν τυφλώνουν ποτέ.
Οπότε ζητά την αποκατάσταση της απόλαυσης, με τη μορφή του ερωτισμού, σε μια αρχιτεκτονική της υπέρβασης. Ώστε μ’ αυτό τον τρόπο να αναγνωριστεί η συνύπαρξη λόγου και συναισθήματος σε αυτήν. Κατά ένα περίεργο τρόπο, με αυτή του τη στάση, συμμαχεί –εννοείται αθέλητα– με την «ευδαιμονία» του Επίκουρου, που κι εκείνος έζησε σε μια εποχή αποσύνθεσης. 
Εργαλείο του Tschumi είναι η άρνηση της λειτουργίας ως μοναδικού οδηγού πλεύσης, η άρνησή του να αποδεχτεί πως υπάρχει τρόπος να προβλέπεις τι θα συμβεί στον αρχιτεκτονημένο χώρο και να σχεδιάζεις γι’ αυτό. Στη θέση τους τοποθετεί το χώρο ως υποδοχέα συμβάντων, γεγονότων. Δανείζεται εργαλεία από τη σκηνοθετική ιδιοφυΐα του Eisenstein, και έτσι προτείνει χώρους που μπορούν να υποδεχτούν «εγκληματικές πράξεις» ως την ύψιστη μορφή ερωτικού πάθους που εκτελούνται με νοητική διαύγεια. Ελάχιστο δείγμα ενός τέτοιου ερωτισμού ήταν άλλωστε οι κυκλικές μορφές που έδειξα πριν.
Τα εργαλεία που διαθέτουμε για να επέμβουμε στον δημόσιο χώρο είναι, αλήθεια, τόσο απλά, τόσο στοιχειώδη! Όμως πόσο ανεξάντλητες είναι, με τέτοιους όρους, οι δυνατότητες που προσφέρουν στην αρχιτεκτονική…

Δημήτρης Φιλιππίδης 14.10.2011
       
* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση του αρχιτέκτονα Δημήτρη Φιλιππίδη στο συνέδριο με θέμα "ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ...ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΑΙ" που γίνεται στη Θεσσαλονίκη. 
Το συνέδριο διοργανώνει το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας / Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με τον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και τα Τμήματα Αρχιτεκτόνων των Πολυτεχνικών Σχολών των Πανεπιστημίων: Αριστοτέλειου, Πατρών, Θεσσαλίας, Δημοκρίτειου και Πολυτεχνείου Κρήτης.