29.3.08

ΒΛΕΜΜΑ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΙΒΥΚΟ ΠΕΛΑΓΟΣ


φωτο. Erieta Attali


...η αναζήτηση του κρητικού τοπίου
μέσα από μια "κτιστή" χειρονομία

Δύο κατοικίες που αναπτύσσονται σε στάθμες σ΄ένα κομμάτι γης πέντε στρεμμάτων στον Περιστερά, στην αρχή της διαδρομής από την Ιεράπετρα στη Σητεία. Απέναντι τ΄ αγνάντι του Λιβυκού στην εσχατιά του νότου, με το Γαϊδουρονήσι στο βάθος –σχεδόν χειροπιαστό όταν έχει καθάριο ουρανό- και την πόλη της Ιεράπετρας στη δύση ,απλωμένη νωχελικά στην άκρη της θάλασσας. Τα δυο σπίτια στραμμένα στο νότο σε αρκετή απόσταση και ύψος από τον πολύβουο παραλιακό δρόμο με τοίχους στο βορρά -που όλα τα ραπίζει- χωρίς όμως να χάνεται η θέα στους χαμηλούς του λόφους.

Οι κατοικίες στο ισόγειο αρθρώνονται λετουργικά γύρω από ένα ανοικτό προς το νότο αίθριο με επίκεντρο τον κήπο ενώ δεύτερος όροφος υπάρχει μόνο στη μεγάλη, αφήνοντας ανοικτούς και ημίκλειστους χώρους με πετάσματα στο νότο για το δυνατό ήλιο, τρύπιους τοίχους στο βορρά κόντρα στον αέρα και ένα σχηματισμένο διώροφο κενό στη βορειοδυτική πλευρά που εξισορροπεί τους όγκους, «το παιχνίδι τους κάτω από το φώς» και επιτρέπει ανεμπόδιστα να ατενίσει την πόλη και τον έναστρο ουρανό όποιος κοιμάται ακόμη έξω τις ζεστές νύχτες του Αυγούστου ή αναζητά τις Πλειάδες στο στερέωμα τις γλυκές φθινοπωρινές βραδιές.

φωτο.Erieta Attali

Όλη η σύνθεση αποτελεί μια διαρκή διαδοχή κλειστών, ανοικτών,κενών χώρων και περασμάτων που ανάλογα με τον προσανατολισμό και το φως, τις οπτικές φυγές στο άμεσο και το μακρινό περιβάλλον και τις διαθέσεις του χρήστη, αποκαλύπτουν φανερές ή αναπάντεχες πτυχές. Η ίδια η γη αφημένη με τις θίνες ανέγγιχτες να τις σαρώνει ο άνεμος και το χώμα να στέκει από μόνο του και να κρύβει ,όταν πλησιάζεις από χαμηλά, την τεκτονημένη δομή που υψώνεται αναπάντεχα και προτείνει το δικό της γεωμετρικό ίχνος φανερώνοντας και τις προθέσεις που την έθεσαν εκεί. 'Οσες βέβαια μπορεί να αποκαλύπτει ένα «τεύχος» φτιαγμένο με λογικές χειρονομίες ή με την κρυφή διάθεση της αναζήτησης ενός νοήματος που αντιστέκεται στη φυσική ιεραρχία με την εφήμερη αρχιτεκτονική των μικρών πραγμάτων χωρίς- εν τέλει- να καταφέρνει να διαταράξει την καταστατική αξία του τοπίου.

Ο δυνατός ήλιος του νότου και ένα περιβάλλον βουτηγμένο στις πιο ακραίες χρωματικές διατυπώσεις ήταν μια πρόσθετη αφορμή για τον ολοκληρωτικό αποχρωματισμό των όγκων -και την εξαγνιστική διάθεση που αντιπροσωπεύει- και μάχεται με τον τρόπο του να κάνει ακόμη πιο δυνατή την ευανάγνωστη αναφορά στη λευκασμένη από το λουλάκι -λανθάνουσα- αλλά υπαρκτή "ανώνυμη" και στο βάθος μοντερνική, χρωματική παράδοση ή έστω μνήμη. Και συμπλήρωμα ,στην ώρα της «σχόλης» του πιο δυνατού ήλιου που όλα τα ξεθωριάζει, ένας ουρανός βαθυγάλαζος που συμπληρώνει ψηλά τα σκούρα μπλάβα του πελάγους...

Οdyss 29.3.08

19.3.08

ΚΤΙΡΙΟ ΦΙΞ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΖΕΝΕΤΟΥ

Mια καταστατική χειρονομία
για την ταυτότητα του αστικού τοπίου

Τ.ΖΕΝΕΤΟΣ, ΚΤΙΡΙΟ ΦΙΞ

Το κτίριο του ΦΙΞ του Τάκη Ζενέτου (στη λεωφόρο Συγγρού στην Αθήνα) ή ό,τι απέμεινε απ΄ αυτό σήμερα ,αποτελεί μια κορυφαία «αστική χειρονομία» που κατάφερε εκεί στα ταραγμένα χρόνια του ’60 να συναντηθεί με τις προσδοκίες και τα οράματα μιας γενναίας εποχής λίγο πριν οι εικόνες της μετατραπούν σε θραύσματα πάνω στα συντρίμμια των ύστερων απαντοχών του μοντερνισμού που υποχωρούσε μπροστά στην επέλαση της (πολιτικής) βαρβαρότητας. Ενός μοντερνισμού που κατάφερε να εκφράσει και τις κεντρικές προτιμήσεις των πολιτικών προγραμμάτων ενός ολόκληρου αιώνα, τότε που μια «κοινωνική» αρχιτεκτονική πάλευε με τα εργαλεία της να μετασχηματίσει τα αστικά τοπία σε χώρους μιας συλλογικής συνύπαρξης και έγνοιας καθώς το καινούριο που έφερναν οι μαζικές συγκεντρώσεις στις πόλεις έθετε σε δοκιμασία τα μεγέθη, τις κλίμακες και τη λειτουργία κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας.

Από τη δεκαετία του ’30 με αφετηρία το πρόγραμμα σχολικών κτιρίων της δεύτερης πολιτικής περιόδου του Βενιζέλου η αρχιτεκτονική πρωτοπορία με κύριους εκφραστές αρχιτέκτονες όπως ο Π.Καραντινός, ο Θ.Βαλεντής, Ν.Μητσάκης, ο Κ.Παναγιωτάκος, ο Δ.Πικιώνης και πολλοί άλλοι, κατάφερε να μνημειώσει σε κτισμένο έργο όλη την επιτομή και τις διαθέσεις μιας εποχής που σε μια μεταβατική περίοδο γεμάτη εντάσεις και φιλοδοξίες δεν δίστασε να μετασχηματίσει τα οράματά της σε απτές προτάσεις γεμάτες από τον παλμό και τις αναζητήσεις ενός εκσυγχρονισμού που διέτρεχε όλες τις προτεραιότητες του τόπου και τροφοδοτούσε τα αντίστοιχα προγράμματα σε όλες τις εκφραστικές περιοχές του δημόσιου βίου.

Ο ταραγμένος μεσοπόλεμος με τις ιδεολογικές του αμφιθυμίες και η δεκαετία των πολέμων που ακολούθησε έβαλαν τροχοπέδη στην οργάνωση και την εξέλιξη ενός συγκροτημένου και ολοκληρωμένου προτάγματος για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική που φαινόταν να συντονίζεται με εντυπωσιακό τρόπο με τη διεθνή συζήτηση και με τα CIAM (διεθνή συνέδρια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής )και τη Χάρτα της Αθήνας το 1933 και είχε αρχίσει να κατακτά ένα σημαντικό μερίδιο επιρροής στην ανάπτυξη της πολεοδομικής και της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας των πόλεων του «θαυμαστού καινούριου κόσμου».

Και όμως παρ΄ όλα αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του ¨50 και στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας ,ήρθε μια νέα «άνοιξη».Μετά τη φοβερή μεταπολεμική δεκαετία, η ελληνική αρχιτεκτονική ανασυντάσσοντας τις εκφραστικές της δυνατότητες κατάφερε και πάλι να δημιουργήσει το όραμα ενός καινούριου τόπου.
Τα «Ξενία» του Αρη Κωνσταντινίδη. εμβληματικά κτίρια μιας ολόκληρης εποχής, οι μεγάλοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί για δημόσια κτίρια και ο Τάκης Ζενέτος, η σημαντικότερη κατά τη γνώμη μου φυσιογνωμία της Αρχιτεκτονικής του Τόπου τον 20o αιώνα, υπήρξαν οι εκφραστές αυτής της δεύτερης άνοιξης του μοντέρνου μέσα από την ωρίμανση που είχε συνεπιφέρει η εμπειρία του χρόνου και οι νέες δυνατότητες που πρόσφερε η πρόοδος στην τεχνολογία των κατασκευών.

Η κατάσταση αυτή αντανακλούσε τον καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό αναβρασμό μιας περιόδου που ήταν απόλυτα συντονισμένη με τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα της αμφισβήτησης και της νεολαίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο γαλλικός Μάης, ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες των μαύρων, οι διαμαρτυρίες κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, το κίνημα των χίπις ,η άνοιξη της Πράγας και η αναζήτηση της ουτοπίας που θα λειτουργούσε ως καθαρτήριο στην εικόνα ενός γερασμένου κόσμου, αναμφίβολα πρόσφεραν ένα γόνιμο έδαφος για την κυοφορία του ριζοσπαστικού και όλων των εκφράσεών του , πρόκριμα ενός νέου πνεύματος και μιας εποχής με ανανεωμένες προσδοκίες.

Το κτίριο του ΦΙΞ ,το σχολείο στο Μπραχάμι.το θέατρο του Λυκαβητού, το σπίτι στο Καββούρι και μια σειρά από κατοικίες σχεδιασμένες με τα υλικά ενός οραματιστή και το πιο νεωτερικό, καινοτομικό και τεχνολογικά εξελιγμένο λεξιλόγιο, αποτέλεσαν τη συγκλονιστική κατάθεση του Τάκη Ζενέτου στη στρωματογραφία της ελληνικής Αρχιτεκτονικής και έλαμψαν σαν κρύσταλλοι στο στερέωμά της και μετά τη μετατροπή τους σε σκόνη με όργανο την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τις ανάγκες μιας αμείλικτης –έως και κυνικής – διαπραγμάτευσης της εξέλιξης από τους ανύπαρκτους -τελικά- σημερινούς του επιγόνους. Τα περισσότερα έργα του σήμερα δεν υπάρχουν παρά σε μερικές φωτογραφίες πια ή έχουν μετατραπεί σε σύγχρονα αρχιτεκτονικά συντρίμμια αποκαλύπτοντας με τον πιο φανερό τρόπο τη συλλογική μας αδυναμία να χειριστούμε τα προϊόντα της πρωτοπορίας και να δημιουργήσουμε τις αναφορές που έχουν να κάνουν με την «παράδοσή» της. Στην Ελλάδα άξιζε της προσοχής μας ό,τι δημιουργήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και υπήρχε πάντα η διάθεση να συντασσόμαστε ιδεολογικά με θετικό τρόπο μόνο με κάθε τι που εξέφραζε τις αμφιθυμίες και τις εικονογραφίες των κατά καιρούς ρομαντικών αναβιώσεων του ιστορικισμού και των πολυποίκιλων εκδοχών του ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Για το λόγο αυτό δεν υπήρξε ποτέ δισταγμός για την πλήρη αποδοχή του «νεοκλασικισμού» ως καταστατικού και ρυθμιστικού λεξιλογίου της διατήρησης και της προστασίας του αρχιτεκτονικού αποθέματος, ενώ οι νεωτεριστικές ή εικονοκλαστικές προσεγγίσεις μετά τις αρχές του 20ου αιώνα, σήμερα κατέληξαν να μην αντιπροσωπεύουν παρά υπέροχα ερείπια ή μελλοντικά ερείπια (π.χ. κτίσμα Κουρεμένου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Ακρόπολη) απέναντι στα οποία η διάθεση για διαφύλαξη ή προστασία ουδέποτε μπόρεσε να επιδείξει αντίστοιχες ευαισθησίες.

Ας κινητοποιήσουμε ό,τι μπορεί ακόμη να διασώσει την «παράδοση» του σήμερα ,δηλαδή το μοντερνισμό και τη μικρή αλλά ουσιαστική κληρονομιά του που διασώζεται, κοιτάζοντας με ένα ανοικτό βλέμμα τα δείγματα που έφερε μέχρι εδώ ο χρόνος. Ο 'Αρης Κωνσταντινίδης, ο Πάτροκλος Καραντινός, ο Τάκης Ζενέτος , αυτός ο συμπαντικός ποιητής της Αρχιτεκτονικής, ο συγκαιρινός μας Δημήτρης Αντωνακάκης, μπορούν να κερδίσουν με δίκαιο τρόπο το μερίδιο που τους αναλογεί σήμερα και εκφράζει τη σύγχρονη θέαση των πραγμάτων της ελληνικής Αρχιτεκτονικής, αρκεί να «γνωρίσουμε» και να θελήσουμε να διασώσουμε ένα μέρος της "μνήμης", του μοναδικού όπλου που μας απέμεινε στην εποχή του θεάματος, που κάθε υλικό-όπως το κεφάλαιο- τείνει να μετατραπεί σε εικόνες όπως προφητικά έγραψε ο Γκι Ντέμπορ εκείνη την ταραγμένη εποχή που οι «ρεαλιστές» αναζητούσαν την «ουτοπία» ….

Odyss 19.3.2008

17.3.08

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ένα ελάχιστο σχόλιο
στην εργώδη βοή των πραγμάτων



Μικρός χαιρετισμός στις εικόνες και την κατάσταση της πραγματικότητας εκεί έξω που νομιμοποιούν την ύπαρξη δοξολογώντας τα αυτονόητα χωρίς να καταγγέλουν,να σπουδαιολογούν ή να επιδιώκουν να συντονίσουν τις όποιες προσλήψεις ή και τη γνώση -όταν υπάρχει- με τις χειρονομίες και τη διαρκή ρητορεία ενός κόσμου που έτσι κι αλλιώς είναι προορισμένος να συναντήσει τη σκόνη του χρόνου...
Να είσαι καλά Δημήτρη που με το βλέμμα σου συναιρείς χωρίς περιττά σχόλια αυτά που έχουν ακόμη τη δύναμη να μας αγγίζουν τρυφερά και να υπενθυμίζουν την καταστατική μας αλήθεια, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από το προνόμιο της ίδιας της ύπαρξης...
Odyss 17.3.08

14.3.08

Η ΕΠΙΜΟΝΗ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ

ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΚΡΗΤΗΣ



Φωτ :.Εrieta Attali

Η ΚΥΡΙΑ -ΤΡΙΤΗ - ΟΨΗ ΣΤΟ ΠΛΑΓΙΟ ΟΡΙΟ
…ως εμπειρία ανάκτησης του αφανούς ακάλυπτου της αστικής πολυκατοικίας



Το μέγεθος του οικοπέδου (640 μ2),μεγαλύτερο από τα συνήθη των 200 μ2 του πολεοδομικού ιστού και η γειτνίαση με το παραλιακό μέτωπo, καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό τη χωροθέτηση του κτίσματος με τη δημιουργία ενός ακάλυπτου χώρου στη Β.Α. πλευρά και μιας «τρίτης» όψης, στραμμένης προς τη θάλασσα. Την επιλογή ευνόησε και η υψομετρική διαφορά που αφήνει ελεύθερη τη θέα στο όριο που βλέπει στο δρόμο και τον κόλπο του Μεραμπέλου.

Η κτιριακή μονάδα εντάσσεται σε ένα κύβο πλευράς 16 μ. ,σε επαφή με το ένα πλάγιο όριο, μέσα στον οποίο αναπτύσσεται το στερεό. Με αφαιρέσεις που δημιουργούν κενά διαφορετικού ύψους ή με οριζόντιες εξοχές (προβόλους),συγκροτείται η λειτουργική και γεωμετρική επεξεργασία του κελύφους που ενσωματώνει οικείες τυπολογικές αναφορές και παράλληλα επιχειρεί μέσα από τις αναγκαίες αναγωγές να προτείνει το δικό της συντακτικό με την επανερμηνεία μιας απώτερης -και λιγότερο διακριτής στο άμεσο περιβάλλον της –αποσκευής του λειτουργικού λεξιλογίου αλλά και ορισμένων εμβληματικών εικαστικών αναφορών της νεωτερικής εμπειρίας.

Η πολυκατοικία με τη διαδεδομένη τυπολογία του αφανούς ακάλυπτου, παραχωρεί τη θέση της σε μια "συμπαγή" ενότητα μονάδων κατοικίας που υποδέχονται τις ανάγκες των χρηστών και παράλληλα αναδιαπραγματεύονται τη σχέση του κτισμένου με το περιβάλλον του οικοπέδου και του αστικού τοπίου, στοχεύοντας στην ποιοτική ανατροπή της σχέσης εσωτερικών και εξωτερικών διαθέσιμων – στην κλίμακα της πόλης- χώρων. Αυτό αναδιανέμει το πάγιο ισοζύγιο του μέσα και του έξω πλουτίζοντας τις υπαίθριες αναπνοές του κατοικημένου χώρου.

Η χωροθέτηση μιας μικρής ισόγειας κατοικίας εγκάρσια στον κύριο όγκο, που συνδέει με το πίσω όριο και παράλληλα απομονώνει από τη νοτιοδυτική πλευρά και ανοίγεται προς τη μεγάλη ενότητα του ακάλυπτου χώρου με την πισίνα, αποτελεί το στοιχείο επανασύνδεσης με την κλίμακα μεγεθών του «εδάφους» και αναζητεί τη χαμένη σχέση της αστικής πολυκατοικίας με το φυσικό χώμα και τη γη, από την οποία κατά κανόνα βρίσκεται σε απόσταση.

Ετσι μαζί με την οπτική αναζήτηση του υγρού στοιχείου στο θαλάσσιο μέτωπο, επανευρίσκεται και η "χθόνια" καταγωγή και έδραση των πραγμάτων, η σχέση με το χώμα και το νερό, η επαφή με το έδαφος, που αποτελεί συνέχεια του στεγασμένου ισόγειου χώρου της pilotis και διευρύνει και απελευθερώνει τις αντοχές του συμβατικού αστικού ακάλυπτου χώρου και του χρόνου μας…

Odyss 14.3.08

12.3.08

ΕRIETA ATTALI



ΔΙΑΦΑΝΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΑΝ ΤΗ ΡΙΠΗ ΤΟΥ ΑΓΕΡΑ

…από τη ρητορεία του φακού και της εικόνας
στην επανασύσταση ενός πεδίου νοήματος
και προσωπικής παραμυθίας

Αν ο λόγος έχει τη δύναμη να επαναθεμελιώνει ηθικά τον κόσμο (1), η ματιά της Εριέτας ξεπερνά την καταγωγική σημασία των γεγονότων και προτείνει την καταστατική τους επανασύσταση μέσα από μια διαθλαστική αφήγηση…Η αρχιτεκτονική φωτογραφία ως ειδική κατηγορία αποτελεί μια περιορισμένη αναφορά για την πραγματική αποτίμηση της δημιουργικής της γραφής που ξεπερνά κατά πολύ τις γραμμικές διηγήσεις που μπορεί να μας επιφυλάσσει η εμπειρία της όρασης και οι αποτυπώσεις της μηχανής καθώς συλλέγει και συναιρεί τις προσλήψεις της και τις επανασυγκροτεί με μια λεπταίσθητη ακρίβεια -που θυμίζει την επιμονή μιας υφάντρας- σε μια συγκλονιστική τοιχογράφηση του εσώτερου εαυτού της…

Φωτογραφία. Ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν στο τέλος έλεγε πως η πραγματικότητά του έχει ξεπεράσει τη φωτογραφία και έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της ως πεδίο εκφράσεων… Η Εριέτα όμως προχωρεί ένα βήμα παραπέρα. Αντιστρέφει τα είδωλα και διατυπώνει το δικό της μετασχηματισμό μεταθέτοντας τη σειρά του σημαινόμενου και του σημαίνοντος και ανακαλύπτοντας ένα καινοφανές οραματικό σύμπαν…Εκεί καιροφυλακτεί το συμβάν και το βλέμμα της πραγματεύεται τη δημιουργική του ανάταξη και τη μετατροπή του από ρητορική σκόπευση σε άρρητη σχεδόν μυστική διατύπωση που μοιάζει με μια νοητή προσευχή…

Το κτιστό -μέρος ενός άναρχου κόσμου- είναι η αφετηρία μιας περιήγησης που χρησιμοποιώντας το απτό υλικό του τεκμηρίου το μεταμορφώνει σε αφήγημα -με τον τρόπο που κατοικεί στο εσωτερικό της τοπίο- και δεν διστάζει να αναδυθεί και να μετατραπεί σε συμφωνία πολύφθογγη και πολύφωτη που αναζητεί τις πρωτόλειες χαράξεις της συλλογικής μνήμης και γεωμετρεί κάτω από το φορτίο των κυματισμών της ανθρώπινης νόησης.

Ο Βάλτερ Μπένζαμιν έγραφε (2) πως η γνώση όταν δεν είναι στην υπηρεσία της επανάστασης μπορεί να καταστεί επικίνδυνη, όπως έδειξε και η Ιστορία που τον δικαίωσε. Η Εριέτα επιμένει σ΄αυτή τη διατύπωση την ώρα που φωτογραφίζει και μετασχηματίζει τα είδωλα σε φασματικές φιγούρες ενός αρχιτεκτονικού φαντασιακού που προορίζονται να αντέξουν στο χρόνο ξεπερνώντας το εφήμερο και ανακαλύπτοντας τα όρια μιας διήγησης σχεδόν μαγικής που ανατρέπει τα πάντα.

Το τοπίο και το τευκτό. Εν τέλει τα πράγματα μπορούν να εξελίσσονται με ένα διαφορετικό τρόπο σε τοπία του κτιστού που θα μπορούσαν να υπάρχουν εκεί πριν δημιουργηθούν οι πλασματικές εικόνες μιας ψευδούς ,αλλοτριωμένης από την κυριαρχία του αυτονόητου, συνείδησης που αποφεύγει επιδεικτικά τις νοηματικές προσεγγίσεις...Ο Άρης Κωνσταντινίδης κολακεύτηκε όταν έγραψαν πως το σπίτι στη Ανάβυσσο λες κι ήταν πάντα εκεί μέρος του τοπίου, ο χρόνος φρόντισε να το ακυρώσει με όργανο την ανθρώπινη ματαιοδοξία…

Οι εικόνες που αναδύονται από την κατάδυση του βλέμματος της Εριέτας στην πηγή της εσωτερικής της όρασης, αθροίζουν τη διάσταση του χρόνου και της εμπειρίας που μπορεί να κατοικεί στο βάθος ,εκεί που τα νερά κυλούν σαν κρύσταλλο και οι εντυπώσεις διαθέτουν την αθωότητα που έχει το ανόθευτο βλέμμα ενός μικρού παιδιού… Και την ίδια ώρα το φως φροντίζει να σχηματοποιήσει σε ορατό γεγονός το γεωμετρικό έπος των πραγμάτων και μας επαναφέρει στην πραγματικότητα του αληθινού, με τρόπο που χρησιμοποιεί το αξιακό τους υπόστρωμα και το μεταμορφώνει χωρίς τραπουλόχαρτα και σπασμένους καθρέπτες στην πιο δυνατή εμπειρία των αισθήσεων και της συνείδησης μαζί…

Οι φωτογραφίες της Εριέτας δεν αποτυπώνουν την αρχιτεκτονική εμπειρία ενός κόσμου ανήμπορου να χειριστεί την αιωνιότητα αλλά γίνονται ανησυχαστικά οικείες, σαν τις ονειρικές στοιχειώσεις μιας πρώιμης μεταφυσικής τοιχογραφίας που αιχμαλωτίζει το βλέμμα στη «νήσο των νεκρών» του Boecklin, σαν τους μελαγχολικούς δρόμους και τις πλατείες με το προανάκρουσμα ενός αδήλωτου συμβάντος στον De Chirico, σαν τη διάχυση και την επασύσταση της συμπαντικής σκόνης στον J.Pollock, σαν τη γοητευτική θαμπή εικόνα της χαμένης Azzanathkona του Γιάννη Σταθάτου (3), σαν το μυστικό ψίθυρο από το βιβλίο των ψαλμών και σαν την εσχατολογική διατύπωση στους πρώτους στίχους του Εκκλησιαστή και των πιο κρυφών βιβλίων του κόσμου.

Η Εριέτα δεν είναι φωτογράφος του πραγματικού αλλά η ίδια η ιδρυτική ματιά της ιδέας ενός κόσμου που ξεπερνά τις εικόνες και επιστρέφει ξανά στη μήτρα όπου κυοφορείται, έτοιμη να γεννηθεί μια λειτουργία του ματιού, βουτηγμένη στο γόνιμη παρουσία των χυμών που θρέφουν στοργικά τη μοναδική αλήθεια της ύπαρξης…

Ο αγέρας και το φώς, το θάμπος της σκόνης και τα ριπίσματα του πιο τρελού καιρού είναι κι αυτά στοιχεία και μαζί στοιχειά μιας ανακάλυψης.. Η ματιά της Εριέτας σαν τη ριπή του αγέρα στο σκοτεινό φως του δειλινού, εστιάζει στην τελευταία αχτίδα που διαχέει η πλάση και σιγοτραγουδεί το δοξαστικό λόγο του παντός και των όντων…Yπάρχουν βλέμματα, οπτικές, ματιές και εικόνες…Και στον ουσιώδη δημιουργικό βυθό του βλέμματος ,με διάθεση σχεδόν κρυπτική η αλήθεια των όντων και το γλυκό φως της αυγής την επόμενη μέρα…

Τα πράγματα. τα όργανα και στο τέλος η Τέχνη(4). Η μόνη σπαρακτική υπεκφυγή ενός κόσμου που φτιάχτηκε λες για να καταναλώνει συνεχώς την ουσία του. Η Εριέτα είναι ένας άνθρωπος που μας ταξιδεύει, περιπλανώμενη κι η ίδια στα περατά όρια ενός κόσμου που σε ορισμένους επιφύλαξε την καταβύθιση στην ίδια την κόλαση. Ο Τιοντόρ Αντόρνο έγραψε πως «μετά το Άουσβιτς η ποίηση είναι βαρβαρική» την ίδια ώρα όμως ο Παόυλ Τσέλαν «πίνοντας το μαύρο γάλα της αυγής» καθαγίαζε με την ποίηση –τη διαρκή ελπίδα μας- την ανελέητη εκδοχή ενός κόσμου που σε πολλούς επιφυλάσσει ακόμη μόνο δάκρυα και την αποκρουστική εμπειρία μιας έσχατης διακριτικής μεταχείρισης χωρίς ανοχή…

Πλουτίζοντας με την Εριέτα, το όραμα μιας προσωπικής μυθολογίας, ήλθα κοντά στην πιο καταστατική ,ανόθευτη και στο τέλος ηθική περιγραφή του καθαρού συναισθήματος και κατάφερα να κατανοήσω πως οι εικόνες της χρειάζονται για να τις δεις ,μόνο την πιο δυνατή εσωτερική όραση…Κάποιοι στίχοι της ‘Εμιλυ Ντίκινσον (4) είναι η λιγότερη αφιέρωση που μπορώ να κάνω στη διάφανη Εριέτα που με έμαθε να «βλέπω» με το δικό της μοναδικό –ανθρώπινο – τρόπο:

(778)

Tέσσερα Δέντρα – σ ΄έρημο Χωράφι –
Δίχως Τάξη
'Η Σκοπό, ή Δράση Φανερή –
Στην ίδια θέση –

Ο Ηλιος – ένα Πρωί τα συναντά –
Ο Ανεμος –
Κανένας Γείτονας – κοντά τους –
Μόνο ο Θεός –

To Χωράφι τους δίνει – τον Τόπο –
Για χάρη Του – Εκείνα – το Βλέμμα του Περαστικού –
Μιας Σκιάς, ή ενός Σκίουρου ,ίσως-
Κάποιου Παιδιού –

Ποιο είναι το Έργο τους στην όλη Φύση –
Ποιό Σχέδιο
Καθένα χώρια- εμποδίζει – ή επιτρέπει –
Άγνωστο -

Οδυσσέας Ν. Σγουρός
Αρχιτέκτονας

Σημειώσεις:
1: Tζούλια Κρίστεβα: Συνέντευξη στην εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,22-10-06
2: .Mίκαελ Λεβί (M.Lowy):W.Benjamin-Προμήνυμα κινδύνου-Μια ανάγνωση των θέσεων
«για τη φιλοσοφία της Ιστορίας»,Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2006
3:John Stathatos: The book of lost cities, ex pose 2005
4: 'Εμιλυ Ντίκινσον:44 ποιήματα,μετάφραση Ερρίκος Σοφράς, εκδόσεις το ροδακιό
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 2007 στο περιοδικό "Ελληνικές ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ" στο πλαίσιο του αφιερώματος στη φωτογράφο Erieta Attali με αφορμή την έκθεσή της με τίτλο "Τοπία Ελληνικής Αρχιτεκτονικής" στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς στην Αθήνα (6.12.07-6.01.08)

11.3.08

ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΕΛΑΙΩΝΕΣ

Με αφορμή τη συμμετοχή στη φετινή τριενάλε Αρχιτεκτονικής στα Χανιά ,που φιλοξενήθηκε όπως πάντα στο Αρσενάλι που στεγάζει το Κ.Α.Μ.(Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου) πήρα στα χέρια το παρακάτω κείμενο γραμμένο από τον άνθρωπο που κατοικεί σ΄ένα σπίτι στην Ιεράπετρα κτισμένο μέσα στους ελαιώνες. Αν ο ΄Οσκαρ Ουάιλντ είχε πει πως "γράφω βιβλία γιατί ελπίζω πως θα βρεθεί ένας αναγνώστης που θα τα διαβάσει" εγώ θά΄θελα να σημειώσω πως θα ήμουνα ένας ευτυχισμένος θνητός αν τα κτίρια που σχεδίαζα μπορούσαν πάντα να στεγάζουν ανθρώπους με το βλέμμα και το εκφρασμένο τόσο γοητευτικά αίσθημα που καταθέτει με τρόπο γενναιόδωρο και συνάμα ενδοσκοπικό ο φίλος μου ο -και φιλόλογος- Μανόλης. Μεταφράζοντας με ένα μοναδικό τρόπο σε εξομολόγηση ποιητική το συλλογικό βίωμα το δικό του,της Ματούλας ,της Αθηνάς και του Μιχάλη...Odyss 11.3.08

Χρήστης ενός Οδυσσεϊκού Τεύχους (=κτίσματος)

photo: erieta attali

Ένα καράβι μέσα στους ελαιώνες, όχημα μνήμης. Έτσι βλέπω την οικία όπου δια-μένω,χαίρομαι, λυπάμαι, ερωτεύομαι. Οι πλόες μέσα σ΄αυτήν και αναφορικά μ΄ αυτήν έχουν χρηστικές αλλά και εξωλογικές συντεταγμένες. Η Ηρακλείτεια αρχή της άνω και κάτω οδού μέσα στο Οδυσσεϊκό τεύχος υλοποιείται καθημερινά. Μπορείς να νιώσεις τις ανιούσες ή κατιούσες κλίμακες απ΄τη βιβλιοθήκη του σπιτιού προς τα υπνοδωμάτια και αντίστροφα. Ειδικά η οπτική διαφυγή στον ουράνιο θόλο τις έναστρες νύχτες με απογειώνει. Νομίζω πως αυτές τις στιγμές η σκέψη μου δεν είναι ονειροπόλος αλλά ονειροδίαιτος.


photo: erieta attali
Ο Οδυσσέας Σγουρός άοκνος ταξιδευτής και επιστροφεύς, όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος , πολίτης του κόσμου που δεν λησμονεί όμως τον περιλάλητο νόστο έκτισε για μένα και την οικογένειά μου ένα κέλυφος υλικό και συνάμα πνευματικό και ψυχικό. Οι αποδράσεις με το κτίσμα αυτό αντιστρέφουν την πορεία τους΄ γίνονται εσωτερικές και όχι εξωτερικές. Η είσοδος σ΄ αυτό γίνεται ανάχωμα, αντίσταση στην καθημερινή ομοιομορφία και βαρβαρότητα.

Αυτή η χοϊκή και συνάμα πνευματώδης αρχιτεκτονική κατασκευή γίνεται σύννεφο που βρέχει ονειρικές σταγόνες οι οποίες αναζητούν την επιστροφή στη μήτρα της δημιουργίας , την επιστροφή στο σύννεφο όπου κατοικεί ο ονειρικός χρόνος.

Mανόλης Τζάβλας, 2008

8.3.08

AMOR OMNIA

ΟΘΟΝΗ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ
…ή η αχλύς της μνήμης και η σκόνη του χρόνου

σε πρώτη προβολή



photo: Erieta Attali


Karl Dryer, Gertrund 1964


Ο παλιός κινηματογράφος του μεσοπολέμου «Ο ΛΑΜΠΗΣ» στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης με τη συρόμενη οροφή που γκρεμίστηκε πριν κάμποσα χρόνια, μοιράστηκε σε τρία οικόπεδα .Εκεί που βρισκόταν η οθόνη των προβολών του έπρεπε τώρα να στηθεί το κτίσμα. Ακριβώς στα πόδια του είχαν βρεθεί πριν από λίγα χρόνια στη διάρκεια μιας άλλης εκσκαφής, τα ερείπια του ρωμαϊκού κέντρου της Καμάρας, της προγενέστερης θαμμένης περιόδου ακμής της πόλης. Ολόκληροι τοίχοι και δρόμοι ανάμεσά τους για το πέρασμα, την ανάσα των ανθρώπων μιας άλλης στιγμής…

Η θέση του οικοπέδου και η μνήμη ,απώτερη και πρόσφατη, ήταν τα στοιχεία που μέτρησαν και καθόρισαν στο τέλος τη μορφή του, την παρουσία του, τη μετατροπή του από κτίσμα σε οθόνη προβολής συμβάντων του χτες και του σήμερα. Η ιδέα μιας οθόνης ή η ανάκλησή της στο θυμικό με την πρώτη ματιά ακόμη πριν προλάβει κανείς να πλησιάσει κοντά και να δει τα υπόλοιπα ήταν μια χειρονομία που γεννήθηκε στο σχεδιαστήριο από το απόθεμα της προσωπικής εμπειρίας του παλιού σινεμά και τα στρωσίδια με τα όστρακα που γέμιζαν το χώρο της ανασκαφής ακριβώς από κάτω…

Αυστηρή και αδιατάρακτη τυπολογική διατύπωση ,εμμονή στο μετασχηματισμό του κελύφους από κτισμένη ενότητα ενός κοντέινερ χρήσεων σε τοπίο διήγησης μιας παλιάς ιστορίας και την ίδια ώρα φόντο προβολής μιας συγχρονικής δραστηριότητας που κινείται στους ίδιους τόπους , σε ένα ομόλογο περιβάλλον αλλά σε εντελώς καινούρια σκηνή. Πλάνα της τοπικής διήγησης ενός βίου που συνεχίζει να εξελίσσεται με αέναο τρόπο. Φόντο και προσκήνιο το κτίσμα και οι δρόμοι γύρω. Προβολή στην οθόνη μιας καινούριας σεκάνς. Η εμμονή με τον κινηματογράφο και την απόπειρα να αποκτήσει υπόσταση και τεκμηρίωση η φευγαλέα στιγμή μιας σύγχρονης αλλά ανθρώπινης -και όπως τότε παλιά- κίνησης, στάσης αναπάντεχης ριπής του βλέμματος στις δονήσεις που προκαλούν τα εφήμερα σώματά μας καθώς ταξιδεύουν στον αιώνιο χρόνο…

Τα ανοίγματα, τα πλήρη ,τα κενά, τα χρώματα .Όλα ταγμένα στην εικόνα και στο βλέμμα ,στον κινηματογράφο που ήταν η αφορμή για να γεννηθεί αυτή η οθόνη συμβάντων ..Αυτονόητη όσο και ένα δέντρο σε ποίημα της αγαπημένης Έμιλι Ντίκινσον πριν βγει μέσα βαθιά από το κρυφό της συρτάρι στο ξέφωτο μιας σπαρακτικής κραυγής ,αιτήματος για το ξεπέρασμα της θνητότητας…AMOR OMNIA...Το τελευταίο πλάνο από τη «Γερτρούδη» του Καρλ Ντράγιερ που παίχτηκε ίσως κάποτε στο παλιό εκεί σινεμά….

odyss 8.3.08

3.3.08

EMEIΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ

Eγώ είναι ένας άλλος
Αρθούρος Ρεμπώ


Εικονογραφίες του ανώνυμου και του νεωτερικού
και ο επίμονος μετασχηματισμός τους
σε προσωπική και –εντέλει- συλλογική
αρχιτεκτονική εμπειρία

Κι όμως, η ποιητική της αρχιτεκτονικής μπορεί να αντλεί από την παράδοση που υπάρχει στο ευρύτερο πεδίο των προσωπικών προσλήψεων του δημιουργού. Η αναζήτηση των πολύπλευρων σχέσεων, αναφορών, διασυνδέσεων και ωσμώσεων που αποτυπώνουν, τεκμηριώνουν και τελικά τροφοδοτούν τις εκλεκτικές εκφραστικές στοιχειώσεις στο έργο του Αρχιτέκτονα, δεν είναι μια αφήγηση που μπορεί να έχει γραμμικό χαρακτήρα και πιο πολύ δεν μπορεί να καταρτίζεται με τα ορατά επιχειρήματα των λογικών ή και των συνειδητών επιλογών που αποκαλύπτονται -εν μέρει- στο κτισμένο του έργο.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η διατύπωση ενός προσωπικού οράματος και η μετατροπή του σε «κοινό τόπο»,στις διάφορες εκφάνσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου, αποτελεί προϊόν που συσσωματώνει μια πληθώρα «παραδόσεων» και προσλήψεων και κυρίως βέβαια αποκαλύπτει με χαρακτηριστικό ή και λανθάνοντα τρόπο -τις πιο πολλές φορές- όλα εκείνα που στη διάρκεια του χρόνου και μέχρι την ώρα της «αποκάλυψης» τους, καταχωρίστηκαν στο νοητικό υπόστρωμα του Αρχιτέκτονα, μέχρι να τους δοθεί η δυνατότητα, διασπώντας και πολλές φορές απρόσκλητα εισβάλλοντας, να μνημειωθούν σε κτισμένο λεξιλόγιο που θέτει «εν έργω» και ουσιαστικά εκθέτει σε κοινή θέα και μεταγράφει σε όλες τις περιοχές του ορατού και του αντιληπτού, την εσωτερική όραση και την αλήθεια του δημιουργού τους. Τις περισσότερες φορές αυτή η θέαση αφορά μόνο μια περιορισμένη όψη αυτού του εσωτερικού τοπίου που ενίοτε μπορεί να αναζητεί πιο πολύπλοκες συσχετίσεις και να εντρυφεί -χωρίς και να το ομολογεί ίσως- σε περιοχές του ανείπωτου που θεσμίζονται σε ένα ριζικά διαφορετικό αρχιτεκτονικό φαντασιακό.

Η προσωπική διήγηση της διαρκούς αναζήτησης ενός εκμοντερνισμού, κατά βάθος αποτελεί αυτό που μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να στοιχειοθετεί νύξη, στις αλλεπάλληλες στρώσεις από εικονογραφίες και ερεθίσματα που έχει αθροίσει η εμπειρία, η εντρύφηση, η πληροφορία, ο χρόνος, σε μια πλειάδα αναφορών και συναντήσεων που μπορεί να πραγματοποιεί κανείς μέσα από την προσωπική πλεύση του στον ωκεανό των δημιουργικών εμπνεύσεων και της ματιάς των «άλλων».Ο Αλβάρο Σίζα, κάποια στιγμή έγραψε πως «..να αντιγράφεις ένα Αρχιτέκτονα δεν είναι καλό, το να αντιγράφεις πολλούς είναι ίσως και απαραίτητο…». Αυτή η γενναιόδωρη διατύπωση από ένα σύγχρονο σπουδαίο δημιουργό, κατ΄ ουσία ανακαλύπτει εκείνη τη βαθύτερη άδηλη ποιότητα που κατοικεί στις αναζητήσεις μας και πιο πολύ όταν εκείνες διαθέτουν κυριολεκτικά και αθώα ελατήρια που έχουν σχέση με την ίδια την ουσία της ύπαρξής και του ανθρώπου. Η ουμανιστική λοιπόν οπτική, ιδιαίτερα στη δημιουργική περιοχή της Αρχιτεκτονικής, μπορεί να μας εφοδιάζει με όλο εκείνο τον απαραίτητο εξοπλισμό που σαν ίζημα, όσο περνά ο χρόνος, κατασιγάζει τα πάθη, τις ρήξεις, την προσωπική μας εξέγερση και αφήνει να διαρκούν μόνο εκείνα που διαθέτουν την αντοχή και την αποσκευή -κατά βάθος- για να συγκροτήσουν την προσωπική μας μυθολογία.

"Στάλκερ" του Αντρέι Ταρκόφσκι. Οι στοιχειώσεις ενός α-τοπικού και α-χρονικού πεδίου εμπειριών, που δεν είναι μόνο απτό και «αντικειμενικό» αλλά τις περισσότερες φορές μετασχηματίζει σε χωρικό και υπερ-πραγματικό βίωμα τους ίδιους τους κυματισμούς της ανθρώπινης νόησης…



"Το αίνιγμα της ώρας" του μεταφυσικού Giorgio de Chirico, πρώιμη επιτομή μιας πυρέσσουσας και την ίδια στιγμή απόλυτα καθησυχαστικής, δισδιάστατης σχεδόν εικονογραφίας ενός δημόσιου χώρου που δεν βιώθηκε ποτέ…
"Οι αόρατες πόλεις" του Ιταλο Καλβίνο, η επαναθεμελίωση των τόπων μέσα από τις διατυπώσεις της φασματικής και φανταστικής ερμηνείας της ύπαρξης…

Jackson Pollock. "Αριθμός ένα",1950. Οι αφηρημένες ενσταλάξεις του στον ατέρμονα καμβά, επανασύσταση του συμπαντικού χάρτη των αστερισμών και των νεφελωμάτων και κατάληξη μιας πρώιμης τηλεσκοπικής ενόρασης και έμπνευσης, που κατάφερε να μεταγράψει σε εικαστικό δρώμενο τα αχανή εσωτερικά και εξωτερικά όρια της ύπαρξης…
"Καραγκιόζης". ΄Ένα ελληνικό θέατρο σκιών. Η επαφή με τις κλίμακες και οι «μεταβάσεις» στην ερμηνεία των πολύπλοκων σχέσεων του καθημερινού δημόσιου θεάτρου μέσα από τη γοητευτική, ιδρυτική της σχέσης μας με την ιδέα της αναπαράστασης, γνωριμία με τη σκηνική οικονομία και τον ολοφάνερα διαδραστικό κόσμο των σκιών και της πολύπλευρης ανεκτικής γλώσσας του καραγκιόζη.











Και οι πέντε αυτοί δημιουργικοί ή λογοπλαστικοί–φαινομενικά ασύνδετοι-μικρόκοσμοι, ενσωματώνουν και περιγράφουν ο καθένας με ένα ξεχωριστό μηχανισμό ερεθισμάτων της ανθρώπινης νόησης, ένα μη θεσμισμένο, άρα άκτιστο υπαρκτικό φαντασιακό που προσωπικά μου δημιουργούσε πάντα μια ανερμήνευτη κινητοποίηση και έθετε σε εγρήγορση τις οπτικές προσλήψεις και μαζί τη διανοητική αναζήτηση ενός κόσμου άρρητου, πλην όμως αναμφίβολα γοητευτικού. Κοντά σ΄αυτούς οι πόλεις και οι διαθλαστικές φιγούρες του Enki Bilal, οι πρωτογονικές διηγήσεις του Κόντογλου, ο αφαιρετικός σουπρεματισμός του Καζιμίρ Μάλεβιτς, σε συγχορδία με την «έφοδο στον ουρανό» του εκρηκτικού Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.


Μπορούν οι κοσμικές σε κλίμακα χαράξεις στην κοιλάδα της Νάζκα στο Περού, να λειτουργούν ισότιμα με το συνθετικό «γεωμετρικό έπος» του Giuseppe Terragni; Giuseppe Terragni. «Νοvocomum,asilo infantile,casa bianca, casi del faschio».Η αστική γεωγραφία της αρχιτεκτονικής της μορφής μέσω μιας ποιητικής και παράφορης χωρογραφίας στη γεωμέτρηση των νέων υλικών, φουτουριστική επιτομή μιας εποχής ρήξεων και κινημάτων ,καταστατικό λεξιλόγιο του μοντερνισμού και δηλωμένη ή λανθάνουσα επιρροή στη μεγάλη αρχιτεκτονική του 20ου και του 21ου αιώνα…
Πόσο μπορεί να σχετίζονται τα σπαράγματα και οι θαμπές εικόνες της Αzzanathkona, της χαμένης πόλης κοντά στη Μεσοποταμία, με την πλουμιστή Σάναα στην Υεμένη και την παραληρηματική μητρόπολη της Νέας Υόρκης;; Πόση επιρροή μπορεί να έχει η μαγική
Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό, η χιλιοζωγραφισμένη στην προσωπική μου εικονοποιία
Παναγία η Κερά στον κάμπο της Κριτσάς ,το κυκλικό λαϊκό σπίτι στους Παπαγιαννάδες Σητείας και το κομψό σπίτι του ΄50 στον παραλιακό δρόμο στον Άγιο Νικόλαο, με τη διαμόρφωση μιας προσωπικής αρχιτεκτονικής γλώσσας που αναζητεί τη θέση της κοντά σε μια παράδοση του μοντέρνου, που ξεκινά από τις ρήξεις του 19ου αιώνα, περνά από τα μανιφέστα του 20ου και φτάνει ίσαμε τις παρυφές του 21ου αιώνα αρνούμενη πάντα να υποταχθεί;





Ο στίχος του πέρση Τζελαλαντίν Ρουμί «..όλες οι σταγόνες της βροχής πέφτουν στη θάλασσα αλλά χωρίς αγάπη καμιά δεν γίνεται μαργαριτάρι…» μπορεί να δίνει την πιο ουσιαστική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα καθώς αθροίζεται και στοιχειοθετείται δίπλα στη «Διαθήκη» του Μιχάλη Κατσαρού που προτείνει «…αμφισβητείτε ακόμη και μένα που σας ιστορώ…» και εισάγει στο ήθος μιας άλλης συνείδησης που τίθεται όλη στην υπηρεσία, της απαλλαγμένης από δόγματα και αγκυλώσεις ανθρώπινης περιπέτειας και κοιτάζει τον κόσμο με ένα ανοικτό βλέμμα… «…Κι όταν γυρίσω και δεν με γνωρίσεις θα σου δώσω σημάδια για να πιστέψεις..».Τα τελευταία λόγια από το σενάριο του «Βλέμματος του Οδυσσέα» του Θ.Αγγελόπουλο, δανεισμένα από την τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας και την επιστροφή στο σπίτι-δοχείο ζωής, κατά πως θα ΄γραφε και ο Άρης Κωνσταντινίδης, στο τέλος (;) ενός κουραστικού ταξιδιού ,είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να περιγράψει την τεράστια τοιχογραφία της ίδιας της ζωής, με τον πιο απλό σχεδόν αυτονόητο τρόπο. Ο Aldo Rossi έλεγε πως του αρέσει η αρχιτεκτονική των φίλων του και εξηγούσε πως αυτοί είναι ο κόσμος του, οι ευαισθησίες του, οι προσλήψεις, η συνάντησή του με το περιεχόμενο ενός ,κατά τα άλλα, μοναχικού και όμως τόσο κοινού με πολλούς βίου.

Η αρχιτεκτονική κατά μιαν άλλη έννοια, είναι κάθε φορά αυτό που κτίζουμε μαζί με τον «άλλο», με όλους τους άλλους που θα βρεθούν δίπλα μας ή και απέναντί μας στη μεγάλη διαδρομή μιας εμπειρίας ζωής. Αυτό που κάθε φορά στοιχειώνεται δεν αποτελεί τη δική μας μόνο προσωπική αίσθηση και τα μύχια συναισθήματά μας, αλλά μια κοινή «συλλογική» υπόθεση όλων εκείνων που αποτελούν τη στρωματογραφία μας και φανερώνουν μέσα από την έκφρασή τους σε έργο και όταν το καταφέρουμε –σε κοινό τόπο-αυτά που όταν η σκόνη του χρόνου παραμεριστεί, αποκαλύπτουν το όραμα και την εικόνα του εσώτερου συλλογικού μας εαυτού. Δηλαδή εμάς και των άλλων που ο τόπος, ο χρόνος κι ο χώρος όρισαν για να αρθρώσουμε από κοινού τους ήχους μιας συμφωνίας. Μου αρέσει να λέω στους χρήστες της δικής μου αρχιτεκτονικής ,πως δεν κτίζω εγώ γι΄ αυτούς αλλά εκείνοι τον «εαυτό» τους. Έτσι μπορώ να ανακαλύπτω το μυστικό νήμα που μου χάρισαν δάσκαλοί μου σαν τον Δημήτρη Φιλιππίδη και τον Δημήτρη Αντωνακάκη που μου ΄δειξαν να βλέπω τον κόσμο και τον «άλλο» με ένα ανοικτό βλέμμα. Και να συγκινούμαι από τη συνάντηση που μου επιφυλάσσει η εμπειρία με τα οράματα και το υλικό μιας νεωτερικής εμπειρίας σαν του Τάκη Ζενέτου, του Giuseppe Terragni, του απλού ανώνυμου τεχνίτη στη λανθάνουσα μοντερνική παράδοση των νησιών του ελληνικού αρχιπελάγους. Και τη μυστική γοητεία του άρρητου κάτω από το φως των τρούλλων της Αγίας Σοφίας και της βυζαντινής Κεράς κοντά στην Κριτσά , με τις υπέροχες σμαραγδένιες τοιχογραφίες και τα τσεμπέρια στα πορτραίτα των γυναικών αγίων που μου θυμίζουν τη γιαγιά Μαρία και τα χιλιάδες ρέλια και υφάσματα στο ραφείο της των παιδικών μου χρόνων που αποτελούσαν το πρώτο υλικό για την αέναη σύνθεση του πρωτόλειου μωσαϊκού κόσμου των εμπνεύσεών μου που επιχειρούσε όλα να τα συνταιριάσει χωρίς υπακοή στις άκρες και τα περατά τους όρια.

Mια εικόνα του Banksy, φτιαγμένη με το μοναδικό ανατρεπτικό του βλέμμα, είναι το σχόλιο που αντιπροσωπεύει πιο πολύ στη συνείδησή μου την εικόνα του σημερινού Αρχιτέκτονα, στην αυγή μιας εποχής που ορισμένοι αρέσκονται να μιλούν για αναπαραστάσεις, σούπερ σχεδιαστικά προγράμματα, νέα αυτοδημιουργούμενα υλικά και τεράστιες και πέρα από έννοια «τεκτονικής ποιητικής» υβριδικές και μεταβαλλόμενες βιομορφικές μάζες που διαστρέφουν σχεδόν πάντα την
ερμηνεία των ίδιων των μορφών και απέχουν επιδεικτικά από κάθε αναζήτηση νοήματος στην Αρχιτεκτονική. Στην οργουελική μετάλλαξη των εικόνων και την υπονόμευση της αίσθησης του κτιστού και του κτισμένου μόνο μια στάση εναντιώνεται και μας κρατά σε επαφή με τον «άλλο». Η ανυπακοή στις στυλιστικές επιταγές της απόλυτα ελεγχόμενης από τις δυνάμεις της αγοράς και εξαχρειωμένης μεταλλαγής των αξιών χρήσης της αρχιτεκτονκής σε αξίες ανταλλαγής ,δηλαδή σε σκέτα και κυνικά εμπορεύματα που μετατρέπουν καθημερινά το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο σε εικόνες έτοιμες για εύπεπτη κατανάλωση. Η επίμονη αναζήτηση του αξιακού φορτίου μιας προσωπικής ποιητικής ίσως μπορεί να αντιστρατεύεται και να κάνει τα πράγματα να σιγοψιθυρίζουν έστω και καμιά φορά να σιγοτραγουδούν, σε αντίθεση με τη ρητορεία της μεταμόρφωσης της αρχιτεκτονικής σε σκοτεινή ήπειρο μιας αχανούς και αδηφάγας πολυσπερμίας που κατοικείται από «σκουλήκια» κάθε μορφής δημιουργημένα λες στο πιο κλειστοφοβικό και εφιαλτικό καφκικό περιβάλλον που δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος και δεν μπορεί να το νοτίσει η βροχή με τις στάλες της.

H ουτοπία στην Αρχιτεκτονική σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε η πρώτη ύλη για να διατυπωθούν μανιφέστα και προγράμματα που ξεπερνώντας τις δεσμεύσεις και τις ορατές εικονογραφήσεις του πραγματικού κόσμου έθεταν στο κέντρο της συζήτησης και μετέτρεπαν ακόμη και σε πολιτικά προτάγματα τις πιο ακραίες διατυπώσεις μιας ανατρεπτικής συνθετικής και διανοητικής επεξεργασίας της εικόνας και της εξέλιξης της ανθρώπινης κατάστασης συνολικά. Αποτελούσε τη ριζοσπαστική κορύφωση στην έγνοια ενός κόσμου να κτίζει τις φαντασίες του πατώντας όμως γερά στη γη. Σήμερα κανένας δεν μπορεί πια να διαταράξει τη εμφανή καθημερινή προσομοίωση και εξομοίωση του γιγαντιαίου θεματικού πάρκου της αρχιτεκτονικής που σαν κενή νοήματος no-land κτίζεται με τα ίδια flexible υλικά και απαράλλαχτη visual προσέγγιση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου κα(πι)ταυλισμού πολύ μακριά από την ανθρώπινη βάση της ύπαρξής μας και της σχέση μας με τον «άλλο»,πολύ πέρα από τον ανθρώπινο πολιτισμό που εξημερώνει τη βαρβαρότητά μας….

O.Σγουρός / 3.3.2008