23.10.11

Το μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο*

Tomas Transtrőmer

Graffiti του Banksy 
H μονοτροπία έχει πια κυριαρχήσει απόλυτα. Μόνο λογιστικές και οικονομικές αναλύσεις παντού. Μια ρητορεία καθημερινή μετασχηματίζει όλες μας τις έγνοιες σε αντικείμενα του τεράστιου χρηματοπιστωτικού καζίνου που έχει απλωθεί παντού σαν την πανούκλα και καταστρέφει όλες τις υπόλοιπες προσλήψεις, όλα τα ενδιαφέροντα και τις ανθρώπινες και οικουμενικές ιδέες και αξίες. Η μόνη προτεραιότητα που επιβάλλεται και προβάλλεται είναι η λογική των αγορών δηλαδή των καιροσκόπων και των κερδοσκόπων στους οποίους η πολιτική τάξη του κυρίαρχου συστήματος έχει εκχωρήσει πια –σε υπερεθνικό επίπεδο- τη δυνατότητα να ορίζουν και να καθορίζουν κάθε δραστηριότητα. Ο κόσμος είναι χωρισμένος στα ποσοστά που καθορίζει η κυριαρχία της οικονομικής ελίτ. Το 80% των υλικών πόρων και των προσόδων στα χέρια του 20%. Στις περισσότερες περιπτώσεις το 1% αυτού του 20% είναι εκείνο που ελέγχει με οργουελικό τρόπο και τη δυνατότητα να αποφασίζει και να κατευθύνει τις εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας. Το ερώτημα βέβαια αν αντιπροσωπεύουν και ένα αξιακό πολιτικό και πολιτισμικό φορτίο- δηλαδή αν έχουν και το ηθικό κύρος- θαρρώ πως έχει την αυτονόητη αρνητική του απάντηση.

Οι σύγχρονοι μηχανισμοί ακόμη και εκείνοι που παρουσιάζονται με το θεσμικό μανδύα του κράτους δεν έχουν καμιά σχέση με το διανοητικό πλούτο ή την παγκόσμια κληρονομιά του πολιτισμού. Αποτελούν μόνο σχηματισμούς ισχύος που εκφράζουν με όλους τους τρόπους το δίκαιο του δυνατότερου, του έχοντος απέναντι σε όσους στερούνται, του πολεμοκάπηλου εκεί που έχουν στερέψει τα επιχειρήματα της διπλωματίας, του αποκρουστικού κεντρικού αποφασιστικού μηχανισμού των μεγάλων χρηματοπιστωτικών οικογενειών της διεθνοποιημένης μαφίας του κεφαλαίου που μόνη της κατεύθυνση είναι η εξυπηρέτηση της συσσώρευσης και της συγκέντρωσης του μέγιστου υλικού πλούτου στα χέρια των λίγων.

Tοίχος στο Cork της Ιρλανδίας / 2011

Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση. Η ίδια η μεγάλη –αρχικά- ιδέα για την πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης έχει πια μετατραπεί σε καθαρή ουτοπία. Δεν ενδιαφέρει κανένα η κοινωνική συνοχή, η αναδιανομή του πλούτου, μια ευρωπαϊκή προοπτική της αλληλεγγύης,  η καταπολέμηση της φτώχειας στον πλανήτη. Όλα αυτά αποτελούν υποθέσεις της Κοινωνίας των πολιτών την οποία έχουν καταφέρει με κάθε τρόπο να απωθήσουν στο περιθώριο των αποφάσεων, μεταφέροντας όλη την αποφασιστική αρμοδιότητα στον υπερεθνικό αστερισμό των τραπεζών, των εταιρειών εκτίμησης επενδυτικού ρίσκου και πιστοληπτικής ικανότητας κ.ο.κ. Μια νέα ρητορική έχει επιβληθεί με ολοκληρωτικό τρόπο και το μόνο που προτείνεται με μονοδιάστατο προσανατολισμό παντού είναι η οικονομική ανάλυση, το δέος του χρέους και του περιορισμού του εισοδήματος των απλών ανθρώπων, η τακτοποίηση των δανειακών υποχρεώσεων, η διευθέτηση των υποχρεώσεων στους κάθε λογής θεσμικούς και επίσημους τοκογλύφους και κυρίως η εγκατάσταση μιας βαθιάς νοοτροπίας πως για ό,τι συμβαίνει σήμερα στους δοκιμαζόμενους λαούς της πάλαι ποτέ ενωμένης Ευρώπης είναι απόλυτα υπεύθυνοι αυτοί οι ίδιοι!

Είναι προφανές πως το σύστημα αυτό αδυνατεί  να κατανοήσει πως ο συσσωρευμένος θυμός και η καταστροφή του κοινωνικού ιστού που επέρχεται μέσα από τις στρατηγικές του ρυθμίσεις θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα εξελίξεων που κανείς πια σε λίγο καιρό δεν θα μπορεί να προβλέψει. Είναι παραπάνω από προφανές πως την ώρα που επιβάλλονται στους πολλούς οι επαχθείς αποφάσεις των λίγων τίθεται ένα ζήτημα πολιτικής και ηθικής νομιμοποίησής τους. Αν τα όρια της ευθύνης των θεσμικών εκφράσεων της τρέχουσας μικροπολιτικής έχουν εξανεμιστεί απόλυτα και έχουν μετατεθεί μέσα σε ένα αποκλειστικό πεδίο όπου τους κανόνες και τις αποφάσεις κατευθύνουν εξωπολιτικοί μηχανισμοί του διεθνούς κεφαλαίου τότε είναι σαφές πως υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας και η απόλυτη κατάρρευση των κεντρικών επιλογών του συστήματος είναι γυμνή μπροστά μας. Δεν θα χρησιμοποιήσω το δημοφιλή φράση «είναι η οικονομία ηλίθιε» που χρησιμοποίησε κάποτε ο αμερικανός πρόεδρος Κλίντον, ούτε την ομόλογη μεταφορά της στη φράση «είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε» που αποτελεί τον τίτλο πρόσφατου βιβλίου που είδα σε βιβλιοπωλείο. Θα προτιμούσα τη διατύπωση «είναι η εξουσία του αφανούς τέρατος των αγορών» ή καλύτερα «είναι η εξουσία και η λογική της ισχύος ηλίθιε» γιατί αυτό θεωρώ πως μπορεί κατ΄ ελάχιστο να περιγράψει –ΚΑΙ- τη σημερινή κατάσταση. Τελεία και παύλα.

Αν έχουμε την αυταπάτη πως η ανθρώπινη ηθική υπόσταση έχει διαφοροποιηθεί αισθητά τα τελευταία 5000 χρόνια, πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψή μας γρήγορα. Ο Θουκυδίδης έγραψε και περιέγραψε ως αντικειμενικός τρίτος όλα τα αίσχη της αρχαίας αθηναϊκής κυριαρχίας. Οι Ρωμαίοι δεν εξαντλούσαν την εφευρετικότητά τους σε σπουδαία τεχνικά έργα αλλά και σε τόπους μαρτυρίων και αίματος μέσα σε αποτρόπαια αμφιθέατρα. Οι αυτοκρατορίες που ακολούθησαν διέγραψαν τη διαδρομή τους μέσα από πρακτικές βίας και αφανισμού σε πολλές περιπτώσεις από την απώτερη εποχή των Μογγόλων ίσαμε την πολύ πρόσφατη αποτρόπαιη ναζιστική «εργολαβία»  του ολοκαυτώματος των Εβραίων, που απλά σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε πριν από 70 μόλις –παρακαλώ  χρόνια. Δεν φαντάζομαι να υπάρχει σκεπτόμενος άνθρωπος που να έχει την πεποίθηση πως υπάρχουν όρια και ιστορική μνήμη  που μπορεί να απωθήσει μερικούς από τους σχεδιασμούς τους. Η μόνη απάντηση που μπορεί να εναντιωθεί προέρχεται από τον άνθρωπο που έχει σχέση με τον Πολιτισμό, που του επιτρέπει να θέτει στην άκρη τα ένστικτα και τη βαρβαρότητα της προσωπικής του προτίμησης και να τίθεται στην υπηρεσία του «άλλου» και της ανθρώπινης κοινής μας συνθήκης.

Στις 2 Οκτωβρίου ήταν η γενέθλια μέρα του Μαχάτμα Γκάντι. Σήμερα η αντίστοιχη επέτειος για ένα μεγάλο διανοούμενο του τόπου μας, το Μάνο Χατζιδάκι. Πριν από 100 χρόνια γεννήθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης. Στις αρχές του μήνα απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ για τη λογοτεχνία του 2011 στο σουηδό ποιητή Τούμας Τρανστρέμερ  που μας έδωσε το σημερινό τίτλο της ανάρτησης. Πριν λίγες μέρες τρεις γυναίκες τιμήθηκαν με το Νομπέλ Ειρήνης για το μη βίαιο αγώνα τους για ένα ειρηνικό και καλύτερο κόσμο. Σαν σήμερα το 1956, στη Ουγγαρία τα σοβιετικά τανκς προσπάθησαν να ανακόψουν τον αέρα της Ελευθερίας που έπνεε στη Βουδαπέστη. Σε λίγες μέρες ο Τόπος γιορτάζει τον αντιφασιστικό αγώνα του 1940, που αποτέλεσε την έμπνευση για μια ολόκληρη γενιά πριν θαφτεί κάτω από τα συντρίμμια ενός άδικου εμφυλίου. Χιλιάδες μνήμες και αναφορές που έχουν αξία γιατί σχετίζονται με το όραμα ενός καλύτερου κόσμου. Εδώ να αναζητήσουμε την έμπνευση και το «παράδειγμα» που είναι αδύνατο να μας προσφέρει σήμερα η επικαιρότητα της κεντρικής μας συνθήκης και το περιορισμένο ηθικό μέγεθος της μονότροπης οικονομικής ευρωπαϊκής και διεθνούς ελίτ.

Και εδώ πάνω να ξανακτίσουμε. Μια κοινωνία ανοικτή στον «άλλο» και τις πολύπλευρες και όχι μόνο υλικές ή «καταναλωτικές» μας ανάγκες. Τις αληθινά οικονομικές, τις πολιτικές τις συναισθηματικές ακόμη. Με κατανόηση της διαφορετικής άποψης, με ανοχή στους προσανατολισμούς που μας οριοθετούν προσωπικά, με αναγνώριση της αξίας του προσώπου και του πολίτη. Με τρυφερότητα, με αίσθηση των ανθρώπινων κοινών αναγκών αλλά και των πνευματικών κυρίως, με ανοικτό βλέμμα στο τοπικό και το οικουμενικό, με ευθύνη απέναντι στη συλλογική διαπραγμάτευση του κοινού μας βίου, με τη μέγιστη  αλληλεγγύη την ώρα της κοινής δοκιμασίας, με πίστη και ελπίδα πως τα πράγματα μπορούμε μόνο εμείς να τα κάνουμε διαφορετικά και καλύτερα. Κυρίως όμως με την εμμονή μας να υπερασπίσουμε τη δημοκρατική συμμετοχή και τους συλλογικούς θεσμούς, να αναδείξουμε και να προβάλουμε την ενότητά μας με τη δύναμη των ιδεών και του Λόγου και βέβαια με την απόλυτη εναντίωσή μας σε όλες τις εκφράσεις της βίας και κυρίως τις θεσμικές της μορφές που τείνουν να επικαλύψουν με επίσημο τρόπο την καθημερινή μας συνθήκη. Να αναδείξουμε τη γυμνότητα και τη ρηχότητα των επιχειρημάτων ενός συστήματος που κατανοεί μόνο τον ήχο της συναλλαγής και τον πλουτισμό με άπληστους τρόπους και να διεκδικήσουμε το δικαίωμα για το όραμα ενός διαφορετικού Κόσμου, που δεν θα βασίζεται στις υλικές παραμέτρους που μπορούν να φυλακίζουν στα χαρτοφυλάκια και τα χρηματοκιβώτιά τους αλλά σ΄εκείνες τις αξίες που μπορούν να λάμπουν στο φως της μέρας κάτω από ένα ήλιο που δεν αποτελεί ιδιοκτησία τους αλλά κοινή μας υπόθεση.

Οdyss, 23.10.2011


*Aπό το ποίημα  «Απρίλιος και σιωπή» της συλλογής «Πένθιμη Γόνδολα» (1996)  
του Σουηδού ποιητή και  βραβευμένου με το Νομπέλ Λογοτεχνίας 2011, Tomas Transtrőmer.
Το απόσπασμα  προέρχεται από το βιβλίο
Tomas Tanstrőmmer- Ta ποιήματα, Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου ,
Εκδόσεις  Printa 2004 .

16.10.11

ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ… ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΑΙ


Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ *

Θα ήθελα να σας μιλήσω σήμερα για την έννοια της αναζήτησης. Μιας αναζήτησης που ακολουθεί τα αποσιωπητικά του τίτλου αυτού του συνεδρίου. Που κι αυτά, με τη σειρά τους, μαρτυρούν μια αβεβαιότητα, έναν έκδηλο μετεωρισμό. Σαν να μην είναι τίποτα ακόμα βέβαιο, σαν να μην είμαστε ακόμα σίγουροι για το πού βρισκόμαστε, τι κάνουμε, και πού πάμε.
Για να πλησιάσω αυτό το θέμα, θα πάρω πρώτα μια πιο βατή, συμβατική κατεύθυνση. Θα δοκιμάσω να εξηγήσω ένα-ένα τα συστατικά ενός εναλλακτικού, φαινομενικά ουδέτερου, τίτλου. Να ο τίτλος: Αρχιτεκτονική του Δημόσιου Χώρου στην Ελλάδα. Έστω λοιπόν, Αρχιτεκτονική = το αποτύπωμα οργανωτικής βούλησης, η γεωμετρική τάξη, η τιθάσευση του τυχαίου.  Δημόσιος = κοινόχρηστος, εκείνα τα ψίχουλα κοινοκτημοσύνης ως υπόλειμμα της ιδανικής ισοπολιτείας. Χώρος = το κενό και απροσδιόριστο, το ισοδύναμο του βιβλικού χάους, εκείνο που αποκτά νόημα μόνο εφόσον περιέχει γεγονότα (δράση).
Αν ο τίτλος Αρχιτεκτονική του Δημόσιου Χώρου μοιάζει ουδέτερος, όταν θελήσω σε συνέχεια να εξηγήσω τον καθένα από τους όρους του, βρίσκομαι βαθιά πελαγωμένος. Αυτό δεν έχει γίνει στην τύχη, βέβαια. Εννοείται πως επίτηδες διάλεξα παγιδευμένους ορισμούς. Ορισμούς που από μόνοι τους αρχίζουν να συγκρούονται μεταξύ τους, να θέτουν προϋποθέσεις, να απαιτούν νέους ορισμούς και διευκρινίσεις.  Αλλά δεν θα σας φανερώσω ακόμα τα κίνητρά μου. Θα παρατηρήσω μόνο –για να πάμε ένα βήμα πιο κάτω– ότι όλα είναι αλληλένδετα, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο συμβιωτικά. Όπως αυτά τα μύδια πάνω στην πέτρα. Όπως η λαϊκή αγορά της οδού Καλλιδρομίου στην Αθήνα, ή η λαϊκή μπροστά στη Ροτόντα ή η αγορά Βλάλη στη Θεσσαλονίκη.
Όπου –ακολουθώντας τώρα μιαν άλλη διάσταση– αναφερόμαστε σε σύνολα, όπως του πλήθους που παρακολουθεί μια παράσταση στην πλατεία μπροστά στο Beaubourg στο Παρίσι· μιας παρέας που λιάζεται μακάρια, απομονωμένη από τους περαστικούς στη Βενετία· ή μιας άλλης, δικής μας τώρα, στο Φάληρο μια Καθαρή Δευτέρα.  Ίσως και όχι μόνο: εξίσου θα μπορούσε αυτή η δημόσια πλατφόρμα να χωρέσει και την απέραντη μοναξιά ενός ψαρά στο Βόλο, ενός απεργού μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενός πωλητή σημαιών σε κάποια εθνική επέτειο, ή ενός άπατρι και άκακου καταληψία στην Πλάκα. Γιατί όχι – και ενός σκύλου που απολαμβάνει την πλακόστρωση στην πλατεία Μοναστηρακίου στην Αθήνα. Αλλά το ίδιο ισχύει ακόμα και για ανθρώπινα ομοιώματα. Με αυτές βέβαια τις επισημάνσεις βρισκόμαστε ήδη βαθιά μέσα στη σπηλιά του Πλάτωνα – αλλά, ας μη σταθούμε εκεί.
Και προχωράμε παρακάτω. Για να αγγίξουμε εκείνους τους αινιγματικούς χώρους, όπως ένα άδειο οικόπεδο στου Ψυρρή, ή ένα εγκαταλειμμένο μαγαζί – και πάνω απ’ όλα, ένα αδιέξοδο στην Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας. Εκεί που η συγκίνηση του άγνωστου, ο ίλιγγος του φόβου, σε μουδιάζουν. Χώροι απόλυτα έμψυχοι κι ας τους λείπει το παραμικρό ίχνος ζωής.
Πράγμα που σε κάνει άθελα να σκέφτεσαι αν εκείνο τελικά που κάνει τη διαφορά είναι το πόσο γεμάτο ζωή είναι άραγε ένα μέρος. Εφόσον βέβαια εκείνο που λέμε «ζωή», τόσο εγωιστικά και μυωπικά, το μεταφράζουμε ως ανθρώπινη παρουσία. Όπως η παραδειγματική πλατεία Συντάγματος –για την οποία είμαι βέβαιος πως θ’ ακουστούν πολλά ηχηρά την επόμενη βδομάδα– ή ακόμα καλύτερα, η πλατεία Δημαρχείου που εδώ τη βρίσκουμε σε μια ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της, στις Γιορτές, όταν γεμίζει λυόμενα μαγαζιά και κόσμο. Επίσης, την εμβληματική οδό Ερμού, το καύχημα της αθηναϊκού καταναλωτικού κοινού, και τέλος, το χαρούμενο βουητό του κόσμου που τρώει ένα Σάββατο μεσημέρι στην οδό Αδριανού, κάτω από έναν πλάτανο και δίπλα στο ανοιχτό όρυγμα του τραίνου του ΗΣΑΠ.
Αλλά αν είχαμε τον τρόπο, θα μπορούσαμε να μεταφερθούμε αιφνίδια στην πλατεία της Μακρινίτσας που σκιάζεται από ανάλογα πλατάνια – με τη διαφορά πως τώρα η πλατεία είναι χειμωνιάτικη, έρημη, εγκαταλειμμένη στον ήχο του νερού που τρέχει στις κρήνες. Κι αν αυτό σας φαίνεται στημένο, φτηνό κόλπο (που με κάποιο τρόπο είναι), τότε δείτε μιαν άλλη πλατεία, μάλλον μια αυλή, όχι πια ιστορική ή καταξιωμένη, χωρίς ίχνος αβανταδόρικης βλάστησης, όπου πάλι ένας άδειος χώρος στη Μακρινίτσα, πλημμυρισμένος στα τραπεζοκαθίσματα, έχει αποκτήσει μια αθέλητη σκηνογραφική τελειότητα με εκείνο το κρεμασμένο πανί από πάνω του.
Ας αφήσουμε προς στιγμή όμως τέτοιες μαγικά γαλήνιες ατμόσφαιρες που μόνο μέσα στην ερημιά ξεδιπλώνονται μπροστά μας, τόσο αναπάντεχα, τόσο εντυπωσιακά. Ας μιλήσουμε για εκείνη την εξίσου έντονη, κραυγαλέα διάσταση του δημόσιου που μυρίζει κοινότητα, κοινοπραξία, τελικά την ίδια την κοινωνία –δηλαδή, εκείνα τα κοινά πράγματα που δένουν και δεσμεύουν τις επιμέρους μονάδες– είναι εκείνο που βίαια καταλύεται και θρυμματίζεται όταν ξεπεραστούν κάποια όρια. Η χορογραφία μιας ανώνυμης διαδήλωσης, τα εμβληματικά Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών την εποχή που έβραζε το ζήτημα ονομασίας της Μακεδονίας, οι πιο πρόσφατες (στο φετινό καλοκαίρι) αποτυπωμένες μούντζες σε μια αποξηλωμένη από μάρμαρα επιφάνεια στην πλατεία Συντάγματος, όλα αυτά αφηγούνται μιαν άλλη περιπέτεια, που κανένας δεν θα ήθελε να περιλάβει στα οράματά του.   
Τι έχουμε άραγε να δείξουμε απέναντι σε αυτά τα παραπάνω; Ώς πού μας έχουν φτάσει οι τόσο γόνιμες, συχνά ηρωικές προσπάθειες απάντησης στο αίτημα της αναζήτησης που είπαμε στην αρχή; Έστω πως συμβατικά κοιτάμε τέσσερις δεκαετίες προς τα πίσω, από τη Μεταπολίτευση κι εδώ. Θα δούμε συμβολικές χειρονομίες, όπως την υπόμνηση διέλευσης ενός χαμένου ποταμού στην οδό Καλλιρρόης στην Αθήνα, ή την υπόμνηση ενός γκρεμισμένου τζαμιού στην Πλάκα. Θα συναντήσουμε επίσης αναμνήσεις ενός μυθικού μεγαλείου –που πάντα υπάρχει, κατατεθειμένο προς χρήσιν μόνο στο παρελθόν– όπως την εναρκτήριο τελετή των Πανευρωπαϊκών Αγώνων σε ένα φτιασιδωμένο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, τον βαρύγδουπο εορτασμό της νέας Χιλιετίας στην Ακρόπολη με ήχους και φώτα ή την ακόμα πιο μπαρόκ περφόρμανς του Βαγγέλη Παπαθανασίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Μια λατρεία τότε του πομπώδους, της μεγάλης ρητορικής χειρονομίας;
Όμως, όπως και να το κάνουμε, οι προσεγμένοι δημόσιοι χώροι μπορούν να γίνουν τόποι, ακόμα κι όταν –ή άραγε– μόνο εφόσον γίνονται αφορμές για αντιδικίες, ξεσηκώνουν διαμαρτυρίες, δημιουργούν ρήξεις. Γιατί ναι, είναι ικανοί για κάθε είδους εκδήλωση πάθους. Εδώ σκέφτομαι τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Ακρόπολη της ομάδας Πλειάς, την πλατεία Κολωνακίου του Εργαστηρίου 66, μια ελάχιστη τριγωνική διεύρυνση πεζοδρομίου της λεωφόρου Βασ. Σοφίας στο πάρκο Ριζάρη, και μια εντελώς άσημη πλατεία που γνωρίζω γιατί τυχαίνει να ζω δίπλα της, στο Νέο Ψυχικό.
Επιτρέψτε μου τώρα να αλλάξω ύφος και να πολιορκήσω πάλι το θέμα από άλλη πλευρά. Δεν την ονοματίζω, απλά την καταδεικνύω. Μια εικόνα από τη Σύμη, μια μαγική συνάντηση απρόβλεπτη, ασχεδίαστη – τελικά μια σύνθεση εντελώς άσκοπη, χωρίς ίχνος λειτουργίας, χωρίς καμιά υποψία ένθετου συμβολισμού. Και γι’ αυτό, τόσο ισχυρή.
Τι θα μπορούσα να βάλω δίπλα της; Ίσως ένα χορταριασμένο βοτσαλωτό στην αυλή μιας εκκλησίας, πάλι από τη Σύμη. Έναν πρωινό δρόμο πλάι στη θάλασσα στην Κω, μόλις τονισμένο με μια σειρά από ημισφαιρικά εξογκώματα, και ένα πεζόδρομο στην παραλία της Χαλκίδας με απογευματινά περιστέρια. Ένα μονοπάτι στην Πάτμο όπου ο ασβέστης παράδοξα τονίζει ορισμένες πέτρες κι όχι άλλες, μια μαρμαρόστρωτη κατεβασιά στην Ερμούπολη, αλλά και τα ξύλινα προσωρινά περάσματα του Γιώργου Τριανταφύλλου ανάμεσα στα ερειπωμένα σπίτια του οικισμού Μοναστήρια, ενός τόπου εικαστικής επέμβασης του Κώστα Τσόκλη. Τέλος, ναι, δίπλα σε όλα αυτά τα σπουδαία και τρανά, μια αγνώριστη, επιχρυσωμένη οδός Σταδίου πάνω στη δύση.
Αρκετά, όπως θα έλεγε ο Πικιώνης. Φτάνουν αυτά για να κλείσουμε διάφορους λεκτικούς κύκλους, περι-γράφοντας όπως ένα γεράκι από ψηλά, προσπαθώντας να μιλήσουμε έμμεσα για εκείνη την αναζήτηση απ’ όπου ξεκινήσαμε συζητώντας.
Τελειώνοντας, τότε, ας μετατοπίσουμε τους κύκλους από τον ουρανό στο έδαφος, από τη μεταφορά στην κυριολεξία. Ας ιχνηλατήσουμε δηλαδή μερικά κυκλικά σχήματα, έτσι όπως αιχμαλωτίζονται από το μάτι. Ξεκινώντας από τα μινωικά κατάλοιπα στην καρδιά των Χανίων, μια υποψία κυκλικού χρόνου που μόλις προβάλλει μέσα στο σύγχρονο αστικό ιστό. Ας πάμε μετά στην Γόρτυνα, πάλι στην Κρήτη, σε ένα ρωμαϊκό ωδείο με ημικυκλική διάταξη καθισμάτων, για να δείξουμε μετά πώς αυτό το ίδιο στοιχείο, ξαναζεί στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις στο Ηράκλειο που σχεδίασε ο νέο-ρασιοναλιστής Πάνος Κουλέρμος. Δύο ακόμα παραδείγματα: η μνημειακή καμπύλη σκάλα στο τέρμα της αχανούς πλατείας, στο προσκύνημα της Φάτιμα στην Πορτογαλία, όπου στην άλλη άκρη της πλατείας αυτής, ο Αλέξανδρος Τομπάζης άφησε το δικό του στίγμα, ένα απόλυτα κυκλικό ναό. Τέλος, μια λεπτομέρεια από την ουράνια σκάλα στη Σύμη που λέγεται Καλή Στράτα, σημείο ανάπαυσης και ρεμβασμού.

Γόρτυνα / Θέατρο
Πάνος Κουλέρμος/ ΙΤΕ, Ηράκλειο Κρήτης
 Όμως δεν θα ήθελα να τελειώσω με μια τέτοια επίκληση θεϊκής αρμονίας, της τόσο απαραίτητης στη συχνά μίζερη καθημερινότητά μας. Θα δείξω τέσσερις τάφους στη σειρά μπροστά από μια σειρά αρμυρίκια, στο χείλος ενός γκρεμού πάνω από τη θάλασσα στα Χανιά. Για να θυμηθούμε λιγάκι τον Adolf Loos, τάφους άχρονους, απόκοσμους αλλά και τόσο ειρηνικούς, τόσο δεμένους με τα γύρω τους.
Όλα αυτά μας επαναφέρουν στην αρχική μας εικόνα, εκείνη που χρησιμοποιήθηκε σαν υπόβαθρο του τίτλου της ομιλίας. Τώρα ας αποκαλύψω την προέλευσή της: είναι από την παραλία της Θεσσαλονίκης. Είναι ένα παράδειγμα από εκείνο το χάος που τιθασεύει η αρχιτεκτονική βούληση, όπως ισχυρίστηκα αρχικά. Με την προϋπόθεση ότι μπορεί να συντηρεί γεγονότα, δηλαδή δράση.
Και από αυτή τη δήλωση οδηγούμαστε απευθείας στον τριαντάχρονο Bernard Tschumi του ’70, δηλαδή σχεδόν ταυτόχρονα με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για δημόσιο χώρο στην Ελλάδα. Ο Tschumi μας κάνει τη χάρη να εξαφανίσει τον πλατωνικό δυισμό, τον αιώνιο κόσμο των «ιδεών» από τον ρευστό κι εφήμερο κόσμο των «δοξασιών» που μας περιβάλλει. Σβήνει, ανάμεσα σε άλλα, και τον γοητευτικό μύθο της σπηλιάς με τις σκιές των ειδώλων στα τοιχώματα. Μαζί του διαγράφει την τυραννία του πουριτανικού ορθολογισμού, το δογματισμό του πουρισμού ως ακραία έκφανση του μοντερνισμού. Με άλλα λόγια, την αρχιτεκτονική ως απόλυτο ηθικό πρόσταγμα. Ακόμα πιο απλά, την αρχιτεκτονική της στέρησης, της απαγόρευσης, που τρέμει μην υποπέσει στην αμαρτία – τη διάβρωση της αρχιτεκτονικής από τη μεταφυσική.
Συντάσσεται παράλληλα με τον περίεργο εκείνο τύπο, τον Αβά Laugier, που ήδη το 1765 ζητούσε από τους αρχιτέκτονες να σχεδιάζουν κτίρια λες κι ήταν πάρκα, «με οργάνωση και φαντασία, συσχετισμούς και αντιθέσεις, και αναπάντεχα στοιχεία που προσθέτουν ποικιλία: απόλυτη τάξη στις λεπτομέρειες, σύγχυση, ταραχή και θόρυβος στο σύνολο». Και διαβλέπει, ακόμα και πίσω από τις διαστροφές του μαρκησίου De Sade, την ιδανική ενορχήστρωση των παθών που δεν τυφλώνουν ποτέ.
Οπότε ζητά την αποκατάσταση της απόλαυσης, με τη μορφή του ερωτισμού, σε μια αρχιτεκτονική της υπέρβασης. Ώστε μ’ αυτό τον τρόπο να αναγνωριστεί η συνύπαρξη λόγου και συναισθήματος σε αυτήν. Κατά ένα περίεργο τρόπο, με αυτή του τη στάση, συμμαχεί –εννοείται αθέλητα– με την «ευδαιμονία» του Επίκουρου, που κι εκείνος έζησε σε μια εποχή αποσύνθεσης. 
Εργαλείο του Tschumi είναι η άρνηση της λειτουργίας ως μοναδικού οδηγού πλεύσης, η άρνησή του να αποδεχτεί πως υπάρχει τρόπος να προβλέπεις τι θα συμβεί στον αρχιτεκτονημένο χώρο και να σχεδιάζεις γι’ αυτό. Στη θέση τους τοποθετεί το χώρο ως υποδοχέα συμβάντων, γεγονότων. Δανείζεται εργαλεία από τη σκηνοθετική ιδιοφυΐα του Eisenstein, και έτσι προτείνει χώρους που μπορούν να υποδεχτούν «εγκληματικές πράξεις» ως την ύψιστη μορφή ερωτικού πάθους που εκτελούνται με νοητική διαύγεια. Ελάχιστο δείγμα ενός τέτοιου ερωτισμού ήταν άλλωστε οι κυκλικές μορφές που έδειξα πριν.
Τα εργαλεία που διαθέτουμε για να επέμβουμε στον δημόσιο χώρο είναι, αλήθεια, τόσο απλά, τόσο στοιχειώδη! Όμως πόσο ανεξάντλητες είναι, με τέτοιους όρους, οι δυνατότητες που προσφέρουν στην αρχιτεκτονική…

Δημήτρης Φιλιππίδης 14.10.2011
       
* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση του αρχιτέκτονα Δημήτρη Φιλιππίδη στο συνέδριο με θέμα "ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ...ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΑΙ" που γίνεται στη Θεσσαλονίκη. 
Το συνέδριο διοργανώνει το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας / Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με τον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και τα Τμήματα Αρχιτεκτόνων των Πολυτεχνικών Σχολών των Πανεπιστημίων: Αριστοτέλειου, Πατρών, Θεσσαλίας, Δημοκρίτειου και Πολυτεχνείου Κρήτης. 

9.10.11

الحرية


توكل كرمان المخلافي


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
TAOYAKOYΛ KAΡMAN 

Μου αρέσει η αραβική γραφή. Έχει εκείνη τη χάρη του χειροποίητου όπως και όλες οι ασιατικές γραφές και πολλές φορές αποτελεί από μόνη της ένα γοητευτικό κομψοτέχνημα. Θυμούμαι πως στην Κωνσταντινούπολη μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση εκτός από τον τρούλο της Αγιάς Σοφιάς ,τα ψηφιδωτά στη Μονή της Χώρας και οι υπογραφές των Σουλτάνων οι περίφημες τουρά. Περίτεχνες και αφαιρετικές σαν μονογράμματα, αποτελούσαν το χαρακτηριστικό σύμβολο ενός απόλυτου ηγεμόνα και ενσωμάτωναν μέσα τους εκτός από το όνομα και τις πιο σημαντικές ιδιότητες ή τα ξεχωριστά του γνωρίσματα.

 

Διάλεξα λοιπόν για τίτλο της σημερινής ανάρτησης τη λέξη Αl-Hurriya. Μια λέξη γραμμένη στα Αραβικά. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Και υπότιτλο το όνομα Tawakkul Karman, κι αυτό με τους ίδιους χαρακτήρες.  Αφιερωμένα στην αρχιτεκτονική των αραβικών εξεγέρσεων που σαρώνουν ένα κόσμο που έμενε χρόνια στη σκιά κάθε πολιτικής αλλαγής, κάθε δημοκρατικής εξέλιξης στον υπόλοιπο κόσμο. Οι Άραβες είναι σπουδαίος λαός. Άνθρωποι εξαιρετικά ευφυείς, με σπουδαία συμβολή στην ανάπτυξη της μαθηματικής σκέψης και της αστρονομίας. Με μια μεγάλη ποιητική και λογοτεχνική παράδοση που διατρέχει αιώνες ξεκινώντας από το έπος του Γκιλγαμές στη μυθική Ουρούκ, τις χίλιες και μια αραβικές νύχτες, τα αυτοτελή τετράστιχα (ρουμπαγιάτ) του Πέρση Ομάρ Καγιάμ και τις μυστικές επικλήσεις του Μεβλανά Τζαλαλαντίν Ρουμί στον « αγαπημένο» Θεό της ύπαρξής του το 13ο αιώνα ίσαμε τα στιχουργήματα του Άδωνι και του σπουδαίου ιρακινού Αμπντούλ- Γουαχάμπ Αλ -Μπαγιατί (Abdul-Wahab Al-Bayati), που ακόμη και μεταφρασμένα από μια άλλη γλώσσα διαθέτουν τέτοιο βάθος που μόνο συγκίνηση μπορεί να προκαλεί.


Με τη θεϊκή  αιγύπτια τραγουδίστρια Ουμ Καλσούμ να είναι ανεξίτηλα χαραγμένη στη συλλογική μνήμη ενός ολόκληρου κόσμου ,καθώς τραγούδησε τα πάθη και τη βαθιά του εσωτερικότητα με το μοναδικό τρόπο που μια μεγάλη φωνή μπορεί να σταθεί κάτω από τις πυραμίδες. Με το νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ να περιγράφει στα βιβλία του την αμφιθυμία και τη σκόνη της ερήμου που είναι πάντα ανακατεμένη με τη σαγήνη και την υγρή θέρμη ενός τόπου  που τον ορίζουν οι αμμοθίνες και η πνιγηρή μετακίνηση τους όταν φυσά ο Σιμούν.

Οι άραβες πέρασαν μεγάλες περιπέτειες ακόμη και πρόσφατα. Ένας κόσμος γεμάτος από αναχρονιστικές δεσποτείες και κάθε λογής στρατοκράτες και βασιλίσκους, που εξακολουθούν να επιβιώνουν ακόμη και σήμερα, μια εποχή πια που η νέα γενιά έμαθε να επικοινωνεί με τα κινητά της τηλέφωνα και να κτίζει μέσα σε μια ριπή την αντίσταση της στις σκονισμένες αλάνες και τις πλατείες Ταχρίρ. Δεν είναι εύκολο πια να τιθασεύει κανείς μια συντριπτικά κυρίαρχη ηλικιακά νέα γενιά που έχει μάθει να ανταλλάσσει μηνύματα στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης και να ονειρεύεται μια ζωή που θα ξεπερνά τις στερήσεις και τις απαγορεύσεις που έχτισαν χρόνους πολλούς, μικροί και ανάξιοι άρχοντες, αδίστακτοι και έτοιμοι τώρα να βουτηχτούν στο αίμα των απλών ανθρώπων που ζητούν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Τα μάτια όλων σήμερα είναι στραμμένα εκεί. Πριν από λίγο καιρό ο στοχαστής του 21ου αιώνα Σλαβόι Σίζεκ μιλώντας με αφορμή τις εξεγέρσεις ντόμινο, που από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του αραβικού κόσμου γεννούν μια νέα ελπίδα, παρατήρησε πως «…σήμερα το ανοικτό βλέμμα και ο διεθνισμός είναι όσα συμβαίνουν εκεί, στις αχανείς πλατείες της απελευθέρωσης….». Που δείχνουν σε μας τους βολεμένους ανθρώπους του αναπτυγμένου κόσμου, πως όσα γίνονται δεν έχουν μόνο το πρόσημο του θρησκευτικού φανατισμού και των σχεδιασμών που εξυπηρετούν τα πιο συντηρητικά κίνητρα αυτών των κοινωνιών αλλά μπορούν να αποτελούν ένα πραγματικό αίτημα για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ πρωτόγνωρο και για το λόγο αυτό συγκλονιστικό…

Χτες ανακοινώθηκε το βραβείο Νομπέλ για την Ειρήνη. Φέτος απονέμεται σε τρεις γυναίκες «…για το μη βίαιο αγώνα τους για την ασφάλεια των γυναικών και το δικαίωμά τους να συμμετέχουν στη δημιουργία  ενός ειρηνικού κόσμου…».Είναι η εκλεγμένη Πρόεδρος της Λιβερίας   Ellen Johnson Sirleaf (γενν.1938), η λιβεριανή αγωνίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών Leymah Gbowee (γενν.1972) και η δημοσιογράφος και ακτιβίστρια από την Υεμένη Tawakkul Karman (γενν.1979). Η πιο πρόσφατη φωτογραφία της νεαρής Τawakkul είναι τραβηγμένη μέσα σε μια σκηνή στην πόλη της Σάναα , σπουδαία για την ξεχωριστή της ανώνυμη αρχιτεκτονική και τους εξεγερμένους τώρα και μήνες κατοίκους τους που αγωνίζονται με μη βίαιο τρόπο απέναντι στον αυταρχισμό της εκεί δεσποτικής εξουσίας.

 

YEMENH / ΣΑΝΑΑ

Οι πόλεις της Υεμένης είναι φτιαγμένες από πηλό. Το υλικό που πλαστήκαμε κι εμείς κατά μιαν εκδοχή. Μερικές φορές όταν βρέξει δυνατά κινδυνεύουν να χαθούν τα πάντα μέσα στη λάσπη. Είναι όμως φτιαγμένες με μεράκι και πλουμισμένες σαν υφαντά που λάμπουν κάτω από τον ήλιο της ερήμου. Δεν είναι σχεδιασμένες από επώνυμους αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες. Διαθέτουν όμως μια ποιότητα και μια δύναμη σπάνια που μόνο αληθινοί τεχνίτες του χρόνου με έμπνευση παρμένη από το πνεύμα ενός περήφανου τόπου και μια βαθιά άγραφη παράδοση μαζί μπορούν να μνημειώσουν μέσα στο σκληρό περιβάλλον. Δεν ξέρω γιατί ο αγώνας των ανθρώπων της Υεμένης σήμερα και τα δυνατά πρόσωπα των νέων της όπως της Τawakkul, μου φαίνεται πως κάτι έχουν πάρει από τη σπάνια ομορφιά που εκπέμπουν οι πόλεις αυτής της μικρής χώρας. Που αγωνίζονται για τις αόρατες πόλεις που ακόμη δεν γνώρισαν.

 

Το ποίηματου Αμπντούλ- Γουαχάμπ Αλ -Μπαγιατί (Abdul-Wahab Al-Bayati/1926-1999) ενός σπουδαίου ιρακινού ποιητή που αποπειράθηκα να μεταφράσω από τα αγγλικά, θαρρώ πως λέει με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο, όσα μαρτυρεί το χαμόγελο της Tawakkul Karman στις πλατείες της Υεμένης, όλα εκείνα που εκφράζει η προσδοκία των νέων ανθρώπων που παλεύουν σήμερα στις χώρες αυτές  και στις πλατείες όλου τον Κόσμου, για ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.    

 

EΛΕΓΕΙΑ  ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ
                                                      του
Αμπντούλ- Γουαχάμπ Αλ -Μπαγιατί


Βουίζει από ανθρώπους και μύγες,
Γεννήθηκα σ΄αυτή, και
στα τείχη της γνώρισα την εξορία και την περιπλάνηση.
Την αγάπη και το θάνατο και τον αποκλεισμό της φτώχειας.
Στο περιθώριο και τις πύλες της.
Σ΄αυτή ο πατέρας που με δίδαξε να περιηγούμαι και να διαβάζω:
Οι ποταμοί, οι πυρκαγιές, τα σύννεφα  και ο αντικατοπτρισμός
Μου έμαθε τι σημαίνει θλίψη, εξέγερση και επιμονή,
να φεύγω και να γυροφέρνω τα σπίτια των αγίων του Θεού,
Ψάχνοντας για το φως και τη ζεστασιά μιας μελλοντικής άνοιξης
Που εξακολουθεί να ζει στα έγκατα της γης
και στα όστρακα της θάλασσας,
προσμένοντας την προφητεία μιας μάντισσας.
Σ’ αυτή μου έμαθε να περιμένω τη νύχτα και τη μέρα
και να αναζητώ μια κρυφή, μαγεμένη πόλη
στο χάρτη του κόσμου
παρόμοια με τη δική μου
Με το χρώμα των ματιών της και το θλιμμένο γέλιο της,
αλλά χωρίς να είναι ντυμένη
με τα κουρέλια ενός γυρολόγου κλόουν,

και χωρίς το καλοκαιρινό βουητό που κάνουν οι άνθρωποι και οι μύγες.


Odyss,9.10.2011