"Therefore, when we build, let us think that we build for
ever."
John Ruskin, The Seven Lamps of Architecture
(1849)
Η αρχιτεκτονική
απαθανατίζει και δοξάζει κάτι. Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει αρχιτεκτονική εκεί
όπου δεν υπάρχει τίποτε για να δοξασθεί.
Ludwig
Wittgenstein, Culture and Value, Oxford, Blackwell, 1998, p.74e
Το εξοχικό σπίτι με το πεύκο / Ηράκλειο /φωτο. Οdyss, 2011. |
Πολλά χρόνια περνώντας γρήγορα με αυτοκίνητο, έβλεπα στο βάθος του
περιαστικού τοπίου, στην κορυφή ενός μικρού -σχεδόν ανεπαίσθητου- λόφου, το
παλιό υψίκορμο και στενομέτωπο εξοχικό σπίτι, παρέα με ένα μεγάλο πεύκο. Ανέβαλα
συνεχώς να το επισκεφθώ, λες και περίμενα να ωριμάσει ακόμη περισσότερο και να
παλιώσει κι άλλο. Σιγά σιγά ο ορίζοντας είχε αρχίσει να γεμίζει επιθετικά με
ένα σωρό αδιάφορα και εξεζητημένα κτίσματα σε μια περιοχή «εκτός σχεδίου» αλλά
τόσο κοντινή στην πόλη του Ηρακλείου.
Τώρα και λίγο καιρό ένα ανήσυχο αίσθημα είχε αρχίσει να με
κυριεύει –πάντα όμως την ώρα που περνούσα. Λες
να το γκρέμισαν, υποθέσεις καταστροφής είχαν αρχίσει να μου δημιουργούν μια
ενοχή σχεδόν και μια ευθύνη για ό,τι θα μπορούσε να έχει αδόκητα συμβεί. Όμως
και πάλι συνέχιζα κάποια στιγμή έστω και με δυσκολία να εντοπίζω -στιγμιαία-
την εικόνα του και αυτό με καθησύχαζε κάπως και μου έδινε κι άλλη πίστωση
χρόνου και αναβολή.
Πρόσφατα όμως μια μέρα ζεστή του Ιουλίου καθώς επέστρεφα από τα
Ανώγεια, με όλα τα χόρτα στις άκρες του δρόμου κατάξερα και την άσφαλτο να
δημιουργεί αντικατοπτρισμούς είπα πως σήμερα ήρθε επιτέλους η μέρα που περίμενα
κάμποσα χρόνια για να κάνω αυτή την αναζήτηση. Να βρώ τον τρόπο να πάω επιτόπου να επισκεφθώ το –πάλαι
ποτέ- μοναχικό εξοχικό σπίτι. Και έγινε έτσι τελικά. Βρέθηκα μετά από κάποια
μικρή προσπάθεια εκεί μέσα στη ζέστη
του μεσημεριού. Ο ήλιος ήταν δυνατός και το φως διέλυε όλες τις σκιές και
εξάχνωνε τα χρώματα.
Μια φιγούρα ολόρθη και ξερακιανή σαν τις φιγούρες του Γκρέκο. Με
ένα στοιχειώδες μέτρο να ορίζει τις φυσικές διαστάσεις. Με στέγη δίρριχτη,
τσακισμένη από το χρόνο και την εγκατάλειψη με μια μεγάλη τρύπα να χάσκει πάνω
της. Και το γέρικο πεύκο εκεί. Ακουμπισμένο με τα σπασμένα του κλαδιά πάνω στη
στέγη αναζητώντας λες μιαν απαντοχή για να στηρίξει το γέρικο κορμό του. Μια
εικόνα από το χτες που πέρασε αναπότρεπτα, τα χρόνια εκείνα της εξοχής που το
μακρινό σπίτι ήταν το καταφύγιο από τον αναδυόμενο αστικό βίο. Το σπίτι αυτό τώρα ήταν έρημο και
ακατοίκητο. Ίσως να γλύτωσε γι΄αυτό. Ποιος ξέρει την Ιστορία του. Λίγα χιλιόμετρα
πιο πέρα στην Αμνισό υπάρχουν τα σπαράγματα μιας άλλης –μινωικής- έπαυλης. Με
την υπέροχη τοιχογραφία με τα κρίνα. Ετούτο βέβαια δεν φαίνεται για τέτοιο.
Είναι σήμερα ολοφάνερα ταπεινό και λιγομίλητο. Με τη χαρακτηριστική στέγη που
δανείστηκε από τις ζωγραφιές των παιδιών και την αρχετυπική οξυκόρυφη απόληξη
μιας τυπολογίας που έχομε όλοι στο νου μας να καλύπτει προστατευτικά τα «δοχεία
ζωής»,τα σπίτια των ανθρώπων.
Εικόνες (από πάνω προς τα κάτω)#1,2 /J.Craxton#3/Giorgio de Chirico#
4/Arne Frifarare#5/Ν.Εγγονόπουλος#6/Γ.Μόραλης#7/Κ.Παρθένης#
8/Σολάρις του Α.Ταρκόφσκι# 9/Α.Boecklin# 10/Tσερνομπίλ#11/ Πριπιάτ (Ουκρανία)
Ανακαλώ τις διαθλαστικές γεωμετρικές χαράξεις με ολοφάνερες αντίστοιχες
τυπολογικές αναφορές του John Craxton [1922-2009], που περιδιάβαινε τον τόπο
κι έζησε εδώ στην Κρήτη μιαν εποχή που φαντάζει τόσο μακρινή σε μας που δεν
είχαμε γεννηθεί ακόμη. Τα τεκτονημένα ασάλευτα αστικά τοπία με τις μοναχικές κι
ερημωμένες όψεις των σπιτιών στις άδειες ιταλικές πλατείες την ώρα του
μεταφυσικού ντελίριου του Giorgio de Chirico. Τα ελάχιστης κλίμακας –σχεδόν σαν
συναρμολογημένα παιχνίδια- διώροφα σπιτάκια που βαμμένα με τα δυνατά χρώματα
μιας έντονης ματιέρας χαρακτηρίζουν τις παράξενες εικαστικές πόζες του Αrne Frifarare και μου ξυπνούν αλλοτινές μνήμες από
τα πρώιμα διαβάσματα του Γκιούλιβερ και το παιχνίδι με τα μεγέθη. Τις όψεις που
βυθισμένες σε μια άδηλη σιωπή κυριεύονται από την υπερρεαλιστική διάθεση του
Νίκου Εγγονόπουλου στις εικονογραφήσεις των αστικών του τοπίων και τα οπτικά
πεδία με την προοπτική της θάλασσας στα λιμάνια μιας μυθικής προσμονής ή
αναχώρησης στα πρώιμα σκίτσα της Ύδρας του
Γιάννη Μόραλη.Τις γεμάτες ένταση και χρώμα τοπιογραφικές συνθέσεις του Παρθένη με τις συμβολικές ανθρώπινες φιγούρες που παρεισφρύουν το προσκήνιο μας σχεδόν ασάλευτης φυσικής ιεραρχίας. Εικόνες όλες, ιδιότυπο μείγμα μιας οικείας εικονογραφίας
δανεισμένης από τη μνήμη του ανθρώπινου ενδιαιτήματος με όλους τους τρόπους και
με το στοιχείο της ερήμωσης και της κενότητας που έχει εγκατασταθεί και μετασχηματίζει
το βίωμα σε εγκατάλειψη, αναδύονται και διεκδικούν τη σύγκριση και τις
ομολογίες με την ανησυχαστική πόζα του μοναχικού τούτου και γοητευτικού συνάμα εξοχικού
(μου) σπιτιού.
Βλέποντας την εικόνα του από ψηλά στα αρχεία που αναζήτησα (Googlearth), στιγμιαία μου ήρθε κι αθέλητα συνάμα
στο νου, το τελευταίο μονοπλάνο μιας νοηματικής τοπογραφίας (τραβηγμένο με travelling) του σιωπηλού ιχνευτή της ύπαρξης και δικού μου αγίου του Αντρέι
Ταρκόφσκι, στο μεταφυσικό ποιητικό κινηματογραφικό δοκίμιο του «διανοητικού
ωκεανού» του «Σολάρις».Εκεί και πάλι φαίνεται στην τελευταία σεκάνς ένα σπίτι
με στέγη από ψηλά την ώρα που χάνεται μέσα στα σύννεφα που διαρκώς
απομακρύνονται και διαλύονται βυθίζοντας τα πάντα στη δίνη μιας συμπαντικής
θάλασσας, που δεν ξέρει κανείς αν τα καταπίνει ή αν τα κυοφορεί μέσα στο
ακαθόριστα βαθύχρωμο γαλάζιο υμενικό της υγρό, που εγκολπώνει φασματικά τις
πολύτροπες διακλαδώσεις των υλικών στοιχειώσεων του τόπου των αισθητών
πραγμάτων και της σωματικής εμπειρίας και τα άρρητα υπονοούμενα μιας ακραίας εγκεφαλικής
σύναψης που μοιάζει να προκαλεί αστραπιαίες «εκκενώσεις επιθυμίας» ενός
αλλότριου κοσμικού φαντασιακού.
Η «άδεια» αρχιτεκτονική στο εξοχικό σπίτι, ανακαλεί τη γοητευτική
ομορφιά των σπαραγμάτων και των ερειπίων στη ρομαντική εκδοχή ενός βίου που διαρκώς
μετασχηματίζεται οδεύοντας στη σκόνη από το πέρασμα του ακατάλυτου χρόνου και
της διηνεκούς συνθήκης της αιωνιότητας ,όπως υπονοεί στις γραφές του ο John Ruskin. Φέρνει στο νου την αβίαστη δοξολογία
των εσχατολογικών θεμάτων και την εικονογραφία του επέκεινα στις αφηγήσεις και
τους πίνακες των Συμβολιστών στο γύρισμα του 19ου αιώνα, όπως στο
«Εγκαταλειμμένο σπίτι» του Arnold Boecklin (1895) αλλά την ίδια ώρα παραπέμπει
και στην πρόσφατη ακόμη θλιβερή εμπειρία της βίαιης ανατροπής του αστικού
τοπίου που προξένησε η ανθρώπινη ματαιότητα και η αδυναμία της να τιθασεύσει με
δραστικό τρόπο τη φυσική ιεραρχία σκορπίζοντας παντού τον πανικό μιας πυρηνικής
καταδίωξης στην πόλη του Πριπιάτ δίπλα στο Τσερνομπίλ της Ουκρανίας.
Μαζί εκφράζει την αμφίθυμη σαγήνη και την «εκμαυλιστική» σχεδόν επέλαση
της φθοράς και του φυσικού τέλους των πραγμάτων, τότε που όλα μοιάζουν να ανταποκρίνονται
στους σπαρακτικούς στίχους που αφιερώνει με την ποιητική της κατατονία και διαφυλάσσει
στο κενό συρτάρι της μνήμης η Έμιλι Ντίκινσον, υφαίνοντας με υπαινικτικές,
λιγόλογες ελλειπτικές φράσεις και μιαν αστείρευτη εμμονική διάθεση τον υπομνηματισμό της θνητότητας και
περιγράφοντας με ουδέτερο αλλά άδηλα θρηνητικό τρόπο την αναπότρεπτη ανθρώπινη διάρκεια.
Θραυσματικές εικόνες της αμφιλύκης που προκαλεί η λησμοσύνη των αλλοτινών πραγμάτων
καθώς ο φυσικός χώρος καταλείπεται και παραδίδεται με αργό τρόπο στην «αίγλη της
ερήμωσης»… Η αίσθηση της κενότητας στοιχειώνει την απώλεια κάθε βιωματικής λειτουργίας και
μετασχηματίζει σε «κενό τεύχος» την ολοφάνερη τεκτονική ποιότητα αυτού του πανέ-μορφου
πάλαι ποτέ εξοχικού σπιτιού και την ίδια ώρα το εξυψώνει σε μια ανώτερη κατάσταση
που βρίθει νοήματος καθώς δένεται καταγωγικά με το τοπίο και μεταμορφώνει σταδιακά
αλλά αμετάκλητα τον πολύβουο περίγυρό του σε ά-μορφη υποδήλωση της πιο ακραίας καταναλωτικής υποτίμησης και του
εκφυλισμού του περιαστικού (εξοχικού) βίου…
Odyss,
13.12.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου