29.5.09

BAUHAUS 1919-2009 [2]

Ο Δημήτρης & η Σουζάνα Αντωνακάκη (α66)
και η εμπειρία του οικισμού του Διστόμου Βοιωτίας
ως κατακτημένη επιτομή μιας πρώιμης -αλλά μεστής
νοήματος – συμβολής στις αναζητήσεις της
μετα-bauhaus νεωτερικότητας

Ο μοντερνισμός του «Εργαστηρίου 66» και η
στιβαρή του ωρίμανση μέσω μιας βαθιάς διανοητικής
και κοινωνικής επεξεργασίας και κατάδυσης
στα όρια του «πολιτικού» υποστρώματος
της συνθετικής διαδικασίας


Δημ.& Σουζ.Αντωνακάκη (φωτο. Οdyss/Χανιά 24.04.09)
Η προσωπική μου μυθολογία στο δεύτερο βήμα αυτής της περιήγησης με αφορμή τα 90 χρόνια του Bauhaus, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στη θεμελιώδη επιρροή που άσκησε σε μένα και στη γενιά μου ο δάσκαλος μας Δημήτρης Αντωνακάκης μαζί με τη Σουζάνα –σύντροφό του στη ζωή και στην περιδιάβαση των τοπίων της αρχιτεκτονικής και του κόσμου.

Για μας ο μοντερνισμός στα χρόνια των σπουδών δεν είχε σχέση μόνο με τη κτισμένη παράδοση των επώνυμων αρχιτεκτόνων και των καταστατικών καλλιτεχνικών κινημάτων της αρχιτεκτονικής αμφισβήτησης στη διάρκεια του 20ου αιώνα ,αλλά περιείχε πάντα εν σπέρματι το στοιχείο της ριζοσπαστικής αναθεώρησης και της ρήξης με τη συνολική οπτική των πραγμάτων που δεν δίσταζε να το εκφράσει ακόμη και μέσα από μανιφέστα ή τη συμμετοχή σε πολιτικά προγράμματα της εποχής του.

Αυτή ήταν τελικά η μεγάλη μετάβαση στην οποία συνέβαλε με το δικό της ξεχωριστό τρόπο η κυοφορία και ο αναβρασμός της μεσοπολεμικής κυρίως περιόδου και ιδιαίτερα μετά την εμπειρία του Bauhaus.Η αρχιτεκτονική και οι αρχιτέκτονες ,όχι φορείς και εκφραστές κάθε είδους στιλιστικής και υφολογικής αναζήτησης, αλλά ενεργοί στο μέτωπο που μετασχηματίζεται το κοινωνικό ζήτημα και οι ανάγκες των πολλών σε μια κτισμένη και μοιρασμένη σε όλους πολεοδομική ή στεγαστική πρόταση.

Ο Δημήτρης Αντωνακάκης, ευαίσθητος πυκνωτής και πομπός θα πρόσθετα όλων των εμπειριών που είχαν σχέση με την αρχιτεκτονική, ήταν ο δάσκαλος που με μεγάλο θάρρος διατύπωνε όχι μόνο ένα αρχιτεκτονκό αλλά εν τέλει ένα συλλογικό όραμα. Συναιρώντας όλες τις προσλήψεις και τις προσεγγίσεις μιας μοντέρνας θεώρησης ήταν εκείνος που μιλώντας για σύνθεση έθετε ως προαπαιτούμενο τη σχολαστική ανάλυση, αναφερόμενος στην αισθητική την περιέγραφε κυρίως ως ένα ζήτημα ηθικής στάσης της κατασκευής και βέβαια με όλους τους έμμεσους και άμεσους τρόπους ποτέ δεν έπαψε να εκφράζει την πεποίθηση πως η αρχιτεκτονική αποτελεί μια κατ΄εξοχή κοινωνική χειρονομία και ως τέτοια πρέπει να είναι συγκροτημένη στιβαρά με λογικό αλλά και την ίδια ώρα ποιητικό τρόπο.

Το μάθημα του πνεύματος του Τόπου (genius loci) και η κριτική ματιά πάνω στην παράδοση και τις μορφές της ,μπορεί με μύριους τρόπους να ενσωματώνεται μέσα στις πιο ρηξικέλευθες σύγχρονες προτιμήσεις και να εισάγει μέσα από την επίπονη και πολύπλευρη αναζήτηση των ορίων της σύνθεσης στην εξαγγελία ενός προσωπικού οράματος που γνοιάζεται όμως για τους πολλούς. Θεωρία της Αρχιτεκτονικής, κινήματα και σχολές, οι μεγάλοι δάσκαλοι και δημιουργοί, η λογοτεχνία και η πολιτισμική θεωρία, ο κινηματογράφος και βέβαια και πρώτιστα το ίδιο το γιαπί –ο χώρος της κατασκευής – αποτελούσαν τα τοπία μέσα από τα οποία ο Δημήτρης μετέτρεπε ένα προσωπικό όραμα σε διδαχή γενναιόδωρα μοιρασμένη σε όλους ή τουλάχιστον σε ΄κείνους που ήθελαν «να δουν».

Την εποχή εκείνη το σημαντικό έργο του Δημήτρη και της Σουζάνας στα χρόνια του ΄70 και της μεταπολίτευσης αλλά και αργότερα είχε αρχίσει ήδη να διαμορφώνει ένα ευδιάκριτο ίχνος στο σώμα της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής που μετά την άνοιξη των αρχών της δεκαετίας του ‘60 είχε περάσει μέσα από τη ρητορεία της επτάχρονης δικτατορικής εκτροπής με εμφανή τα σημάδια μιας αισθητικής και κατασκευαστικής καθυστέρησης.

Η πολυκατοικία στην οδό Μπενάκη (1972-74), το αρχαιολογικό Μουσείο της Χίου, τα μοναδικά σπίτια έξω από την πόλη, το σπίτι του Π. Ζάννα στου Φιλοπάππου ( με συγκίνηση θυμούμαι την ξενάγηση από τον ίδιο το 1981-82 σε ένα σμάρι φοιτητών της αρχιτεκτονικής σχολής) και ένα εκτεταμένο σε ποιότητα και επίμονα κεντημένο έργο , αποτελούν μια τεράστια ευδιάκριτη κατάθεση και μοναδική συμβολή στη στρωματογραφία της νεώτερης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Αυτό όλοι κατάφεραν να το αναγνωρίσουν εκτός από την ίδια την Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ που αρνήθηκε συστηματικά να εκλέξει τον Δημήτρη και επίσημα καθηγητή ,για να κομίσει ίσως «γλαύκα εις Αθήνας» μιας και η αναγνώριση του έργου και της διδακτικής του ποιότητας ήταν ήδη καθολική- και πρώτα βέβαια από μας που σπουδάζαμε- αλλά και διεθνής.

Πολυκατοικία στην οδό Μπενάκη στην Αθήνα ,1972-74 /Aρχαιολογικό Μουσείο Χίου

Έργο σταθμός του εργαστηρίου τους στην εμπειρία του ελληνικού μοντερνισμού το οργανωμένο συγκρότημα 85 εργατικών κατοικιών κοντά στον οικισμό του Διστόμου της Βοιωτίας (1969) αποτέλεσε μια γοητευτική πρώιμη κατάθεση στη διατύπωση του συλλογικού του οράματος και έθεσε με σαφή και στιβαρό τρόπο το αίτημα ενός μπρουταλισμού που εξυψώνει την αρχιτεκτονική αναζήτηση στο ύψος των αναφορών του «λαϊκού»,διαρκούς αποθέματος αλλά και χώρου άντλησης επιρροών και συσχετίσεων σε όλες τις εμπνεύσεις της μοντερνικότητας και της εκφραστικής της πρωτοπορίας.

Η πολύτιμη εικόνα εκείνης της εποχής από το προσωπικό αρχείο του Δημήτρη και της Σουζάνας μου έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσω με μεγαλύτερο βάθος τη μοναδική συνθετική ποιότητα και την αξεπέραστη σχέση με το τοπίο που είχε αυτή η πρόταση όταν ολοκληρώθηκε. Μετά τις προσφυγικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας στη διάρκεια του μεσοπολέμου, η νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική ποτέ δεν έφτασε στο ύψος ενός τόσο εξαιρετικού παραδείγματος κοινωνικά οργανωμένου οικιστικού συγκροτήματος κατοικιών που να περιέχει τις φανερές αλλά και τις λανθάνουσες υποδηλώσεις μιας τόσο σθεναρής και καταστατικής για τη γενεαλογία του μοντέρνου, προσωπικής και κοινωνικής οπτικής.

Ο οικισμός στο Δίστομο Βοιωτίας,1969 (φωτο. αρχείο Δ.&Σ.Αντωνακάκη)
Ο οικισμός απλώνεται σε ζώνες στους πρόποδες των βουνών με υψομετρικές εξάρσεις και καταδύσεις θέτοντας με ορατό τρόπο ένα ζήτημα διαπραγμάτευσης των ορίων του κτιστού στη σχέση με το ανάγλυφο του φυσικού εδάφους και με καθαρή γεωμετρική διάθεση μετασχηματίζει τη ροή του κτιρίου σε ομολογία κατανόησης της διαδρομής του ίδιου του βλέμματος μέσα στις σταθερές της αιώνια σχηματισμένης άδηλης φοράς των γραμμών του τοπίου. Ο τρόπος που εξελίσσεται ο κτιριακός οργανισμός με μια διαρκή συμπλοκή των ισοϋψών του χθόνιου υποστρώματος με τις δομικές του ενότητες και τη σχεδόν παραληρηματική αλληλουχία πλήρων και κενών μετασχηματίζει την οργανική πολεοδομική αναζήτηση για τις σχέσεις ιδιωτικού και δημόσιου χώρου σε συγκλονιστική πλαστική εποποιία που παρόμοιά της σπάνια μπορεί να απαντηθεί στις γνωστές επώνυμες συνθετικές καταθέσεις της διεθνούς εμπειρίας του 20ου αιώνα.

Οικισμός Διστόμου /Σχηματικό διάγραμμα συνθετικής επεξεργασίας
Το αρχιτεκτονικό έπος της δημιουργικής σχεδιαστικής πρότασης του Δημήτρη και της Σουζάνας αίρεται με τρόπο ανεπίστροφο σε παράδειγμα που μόνο με κορυφαίες στοιχειώσεις του «λαϊκού» που έχει δοκιμάσει ο χρόνος και έχουν γαλβανίσει οι αναβρασμοί της εξέλιξης μπορεί να συσχετισθεί (Σάναα Υεμένης, Μάτσου Πίτσου Περού, Μάνη, Οία ,Χώρα Αμοργού). Η κορυφαία μετάβαση του αρχιτεκτονικού συμβάντος από τον υποκειμενισμό της επώνυμης έκφρασης στην έσχατη αντικειμενικότητα και τη γοητεία μιας κερδισμένης υπέροχης «ανωνυμίας».Η ροή των δεδομένων μιας διανοητικής επεξεργασίας την ώρα που μετατρέπεται σε μαρτυρία της κοινής μας συνείδησης.

Ο οικισμός αυτός θα μπορούσε να είναι πάντα εκεί, μέρος του τοπίου. Aυτή η ίδια φράση μου΄ ρχεται στο νου κάθε φορά που συναντώ το Δημήτρη Αντωνακάκη στο ΚΑΜ στα Χανιά, καλλιτεχνικό του διευθυντή και αέναο ταξιδευτή στις εσχατιές ενός τόσο πολύπλευρου κόσμου ιδεών και πραγμάτων. Μου φέρνει στο νου τη σεκάνς από την ταινία του Πατρίσιο Γκουσμάν «Σαλβαδόρ», όπου ο αφηγητής σχολιάζοντας την παρουσία και τη σχέση του Αλλιέντε με το πλήθος κάθε στιγμή του πολιτικού και του προσωπικού του χρόνου σημείωνε πως «….ο Σαλβαδόρ ήταν πάντα εκεί, μέρος του τοπίου…»
Νυκτερινή (!) τομή του συγκροτήματος του Διστόμου
Η συνθετική και κατασκευαστική έκφραση του οικισμού διαθέτει τις αφαιρέσεις και την τραχύτητα με τις οποίες τον έχει εφοδιάσει η αλληλουχία των σκληρών όγκων της πέτρας που τον υποδέχονται και οι εικαστικές και χρωματικές τονικότητες που κυριαρχούν έχουν υψηλό βαθμό ανταπόκρισης στην ακατάλυτη σκληρότητα των ίδιων των υλικών τους. Η ωσμώσεις του φυσικού περιβάλλοντος ρευστοποιούν σχεδόν τα πρωταρχικά του υλικά και τα μετατρέπουν σε ίζημα που στοιχειώνει την πλαγιά με σχεδόν κρυπτικό τρόπο, καταφέρνοντας να σχηματίσουν μια σχεδόν εμβληματική εικόνα που ανακαλεί στη συνείδηση τις πιο πρωτόλειες ανθρωπογενείς μνημειώσεις από τη μυθική αλλά πραγματική Αzzanathkona στη Μεσοποταμία ίσαμε τις μυστηριώδεις και συνάμα γοητευτικές πόλεις του Μάρκο Πόλο, εικονικό παραλήρημα της διανοητικής κυοφορίας ενός σπουδαίου λογοτέχνη σαν τον ΄Ιταλο Καλβίνο.

Στην προσωπική μου προτίμηση ο οικισμός του Διστόμου Βοιωτίας αποτελεί την κορυφαία χειρονομία του ελληνικού μπρουταλισμού και μεταφέρει στο χρόνο με καταλυτικό τρόπο το ιδίωμα μιας στιβαρής και θαρραλέας κατάθεσης της αρχιτεκτονικής νεωτερικότητας που επιδιώκει να συντονίζεται κάθε στιγμή με τα κοινωνικά και πολιτικά προτάγματα της εποχής της και διαθέτει πάντα μια ριζοσπαστική και ανοιχτή ματιά στον Τόπο και τον Κόσμο.

Στο κατατοπιστικό αρχειακό κινηματογραφικό υλικό που υπάρχει στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη, ερμηνεύεται από τους ίδιους με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο η μετάβαση από το φυσικό στο κτισμένο και αναλύεται η άρθρωση ενός προσωπικού συνθετικού οράματος σε αρχιτεκτονικό γεγονός.

Οdyss, 29.05.2009