19.3.08

ΚΤΙΡΙΟ ΦΙΞ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΖΕΝΕΤΟΥ

Mια καταστατική χειρονομία
για την ταυτότητα του αστικού τοπίου

Τ.ΖΕΝΕΤΟΣ, ΚΤΙΡΙΟ ΦΙΞ

Το κτίριο του ΦΙΞ του Τάκη Ζενέτου (στη λεωφόρο Συγγρού στην Αθήνα) ή ό,τι απέμεινε απ΄ αυτό σήμερα ,αποτελεί μια κορυφαία «αστική χειρονομία» που κατάφερε εκεί στα ταραγμένα χρόνια του ’60 να συναντηθεί με τις προσδοκίες και τα οράματα μιας γενναίας εποχής λίγο πριν οι εικόνες της μετατραπούν σε θραύσματα πάνω στα συντρίμμια των ύστερων απαντοχών του μοντερνισμού που υποχωρούσε μπροστά στην επέλαση της (πολιτικής) βαρβαρότητας. Ενός μοντερνισμού που κατάφερε να εκφράσει και τις κεντρικές προτιμήσεις των πολιτικών προγραμμάτων ενός ολόκληρου αιώνα, τότε που μια «κοινωνική» αρχιτεκτονική πάλευε με τα εργαλεία της να μετασχηματίσει τα αστικά τοπία σε χώρους μιας συλλογικής συνύπαρξης και έγνοιας καθώς το καινούριο που έφερναν οι μαζικές συγκεντρώσεις στις πόλεις έθετε σε δοκιμασία τα μεγέθη, τις κλίμακες και τη λειτουργία κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας.

Από τη δεκαετία του ’30 με αφετηρία το πρόγραμμα σχολικών κτιρίων της δεύτερης πολιτικής περιόδου του Βενιζέλου η αρχιτεκτονική πρωτοπορία με κύριους εκφραστές αρχιτέκτονες όπως ο Π.Καραντινός, ο Θ.Βαλεντής, Ν.Μητσάκης, ο Κ.Παναγιωτάκος, ο Δ.Πικιώνης και πολλοί άλλοι, κατάφερε να μνημειώσει σε κτισμένο έργο όλη την επιτομή και τις διαθέσεις μιας εποχής που σε μια μεταβατική περίοδο γεμάτη εντάσεις και φιλοδοξίες δεν δίστασε να μετασχηματίσει τα οράματά της σε απτές προτάσεις γεμάτες από τον παλμό και τις αναζητήσεις ενός εκσυγχρονισμού που διέτρεχε όλες τις προτεραιότητες του τόπου και τροφοδοτούσε τα αντίστοιχα προγράμματα σε όλες τις εκφραστικές περιοχές του δημόσιου βίου.

Ο ταραγμένος μεσοπόλεμος με τις ιδεολογικές του αμφιθυμίες και η δεκαετία των πολέμων που ακολούθησε έβαλαν τροχοπέδη στην οργάνωση και την εξέλιξη ενός συγκροτημένου και ολοκληρωμένου προτάγματος για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική που φαινόταν να συντονίζεται με εντυπωσιακό τρόπο με τη διεθνή συζήτηση και με τα CIAM (διεθνή συνέδρια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής )και τη Χάρτα της Αθήνας το 1933 και είχε αρχίσει να κατακτά ένα σημαντικό μερίδιο επιρροής στην ανάπτυξη της πολεοδομικής και της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας των πόλεων του «θαυμαστού καινούριου κόσμου».

Και όμως παρ΄ όλα αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του ¨50 και στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας ,ήρθε μια νέα «άνοιξη».Μετά τη φοβερή μεταπολεμική δεκαετία, η ελληνική αρχιτεκτονική ανασυντάσσοντας τις εκφραστικές της δυνατότητες κατάφερε και πάλι να δημιουργήσει το όραμα ενός καινούριου τόπου.
Τα «Ξενία» του Αρη Κωνσταντινίδη. εμβληματικά κτίρια μιας ολόκληρης εποχής, οι μεγάλοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί για δημόσια κτίρια και ο Τάκης Ζενέτος, η σημαντικότερη κατά τη γνώμη μου φυσιογνωμία της Αρχιτεκτονικής του Τόπου τον 20o αιώνα, υπήρξαν οι εκφραστές αυτής της δεύτερης άνοιξης του μοντέρνου μέσα από την ωρίμανση που είχε συνεπιφέρει η εμπειρία του χρόνου και οι νέες δυνατότητες που πρόσφερε η πρόοδος στην τεχνολογία των κατασκευών.

Η κατάσταση αυτή αντανακλούσε τον καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό αναβρασμό μιας περιόδου που ήταν απόλυτα συντονισμένη με τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα της αμφισβήτησης και της νεολαίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο γαλλικός Μάης, ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες των μαύρων, οι διαμαρτυρίες κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, το κίνημα των χίπις ,η άνοιξη της Πράγας και η αναζήτηση της ουτοπίας που θα λειτουργούσε ως καθαρτήριο στην εικόνα ενός γερασμένου κόσμου, αναμφίβολα πρόσφεραν ένα γόνιμο έδαφος για την κυοφορία του ριζοσπαστικού και όλων των εκφράσεών του , πρόκριμα ενός νέου πνεύματος και μιας εποχής με ανανεωμένες προσδοκίες.

Το κτίριο του ΦΙΞ ,το σχολείο στο Μπραχάμι.το θέατρο του Λυκαβητού, το σπίτι στο Καββούρι και μια σειρά από κατοικίες σχεδιασμένες με τα υλικά ενός οραματιστή και το πιο νεωτερικό, καινοτομικό και τεχνολογικά εξελιγμένο λεξιλόγιο, αποτέλεσαν τη συγκλονιστική κατάθεση του Τάκη Ζενέτου στη στρωματογραφία της ελληνικής Αρχιτεκτονικής και έλαμψαν σαν κρύσταλλοι στο στερέωμά της και μετά τη μετατροπή τους σε σκόνη με όργανο την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τις ανάγκες μιας αμείλικτης –έως και κυνικής – διαπραγμάτευσης της εξέλιξης από τους ανύπαρκτους -τελικά- σημερινούς του επιγόνους. Τα περισσότερα έργα του σήμερα δεν υπάρχουν παρά σε μερικές φωτογραφίες πια ή έχουν μετατραπεί σε σύγχρονα αρχιτεκτονικά συντρίμμια αποκαλύπτοντας με τον πιο φανερό τρόπο τη συλλογική μας αδυναμία να χειριστούμε τα προϊόντα της πρωτοπορίας και να δημιουργήσουμε τις αναφορές που έχουν να κάνουν με την «παράδοσή» της. Στην Ελλάδα άξιζε της προσοχής μας ό,τι δημιουργήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και υπήρχε πάντα η διάθεση να συντασσόμαστε ιδεολογικά με θετικό τρόπο μόνο με κάθε τι που εξέφραζε τις αμφιθυμίες και τις εικονογραφίες των κατά καιρούς ρομαντικών αναβιώσεων του ιστορικισμού και των πολυποίκιλων εκδοχών του ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Για το λόγο αυτό δεν υπήρξε ποτέ δισταγμός για την πλήρη αποδοχή του «νεοκλασικισμού» ως καταστατικού και ρυθμιστικού λεξιλογίου της διατήρησης και της προστασίας του αρχιτεκτονικού αποθέματος, ενώ οι νεωτεριστικές ή εικονοκλαστικές προσεγγίσεις μετά τις αρχές του 20ου αιώνα, σήμερα κατέληξαν να μην αντιπροσωπεύουν παρά υπέροχα ερείπια ή μελλοντικά ερείπια (π.χ. κτίσμα Κουρεμένου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Ακρόπολη) απέναντι στα οποία η διάθεση για διαφύλαξη ή προστασία ουδέποτε μπόρεσε να επιδείξει αντίστοιχες ευαισθησίες.

Ας κινητοποιήσουμε ό,τι μπορεί ακόμη να διασώσει την «παράδοση» του σήμερα ,δηλαδή το μοντερνισμό και τη μικρή αλλά ουσιαστική κληρονομιά του που διασώζεται, κοιτάζοντας με ένα ανοικτό βλέμμα τα δείγματα που έφερε μέχρι εδώ ο χρόνος. Ο 'Αρης Κωνσταντινίδης, ο Πάτροκλος Καραντινός, ο Τάκης Ζενέτος , αυτός ο συμπαντικός ποιητής της Αρχιτεκτονικής, ο συγκαιρινός μας Δημήτρης Αντωνακάκης, μπορούν να κερδίσουν με δίκαιο τρόπο το μερίδιο που τους αναλογεί σήμερα και εκφράζει τη σύγχρονη θέαση των πραγμάτων της ελληνικής Αρχιτεκτονικής, αρκεί να «γνωρίσουμε» και να θελήσουμε να διασώσουμε ένα μέρος της "μνήμης", του μοναδικού όπλου που μας απέμεινε στην εποχή του θεάματος, που κάθε υλικό-όπως το κεφάλαιο- τείνει να μετατραπεί σε εικόνες όπως προφητικά έγραψε ο Γκι Ντέμπορ εκείνη την ταραγμένη εποχή που οι «ρεαλιστές» αναζητούσαν την «ουτοπία» ….

Odyss 19.3.2008